Lamentations 3

Я той муж, який бачив біду від жезла Його гніву,
Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της αβδου του θυμου αυτου.
Він провадив мене й допровадив до темряви, а не до світла...
Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως.
Лиш на мене все знову обертає руку Свою цілий день...
Ναι, κατ εμου εστραφη κατ εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν.
Він виснажив тіло моє й мою шкіру, мої кості сторощив,
Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου συνετριψε τα οστα μου.
обгородив Він мене, і мене оточив гіркотою та мукою,
Ωικοδομησε κατ εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον.
у темноті мене посадив, мов померлих давно...
Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους.
Обгородив Він мене і не вийду, тяжкими вчинив Він кайдани мої...
Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω εβαρυνε τας αλυσεις μου.
І коли я кричу й голошу, затикає Він вуха Свої на молитву мою...
Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου.
Камінням обтесаним обгородив Він дороги мої, повикривлював стежки мої...
Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου.
Він для мене ведмедем чатуючим став, немов лев той у сховищі!
Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις.
Поплутав дороги мої та розшарпав мене, учинив Він мене опустошеним!
Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην.
Натягнув Свого лука й поставив мене, наче ціль для стріли,
Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος.
пустив стріли до нирок моїх з Свого сагайдака...
Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου.
Для всього народу свого я став посміховиськом, глумливою піснею їхньою цілий день...
Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν.
Наситив мене гіркотою, мене напоїв полином...
Με εχορτασε πικριαν με εμεθυσεν αψινθιον.
І стер мені зуби жорствою, до попелу кинув мене,
Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας με εκαλυψε με σποδον.
і душа моя спокій згубила, забув я добро...
Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου ελησμονησα το αγαθον.
І сказав я: Загублена сила моя, та моє сподівання на Господа...
Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου.
Згадай про біду мою й муку мою, про полин та отруту,
Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην.
душа моя згадує безперестанку про це, і гнеться в мені...
Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι.
Оце я нагадую серцеві своєму, тому то я маю надію:
Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα
Це милість Господня, що ми не погинули, бо не покінчилось Його милосердя,
Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου.
нове воно кожного ранку, велика бо вірність Твоя!
Ανανεονονται εν ταις πρωιαις μεγαλη ειναι η πιστοτης σου.
Господь це мій уділ, говорить душа моя, тому я надію на Нього складаю!
Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου δια τουτο θελω ελπιζει επ αυτον.
Господь добрий для тих, хто надію на Нього кладе, для душі, що шукає Його!
Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον.
Добре, коли людина в мовчанні надію кладе на спасіння Господнє.
Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου.
Добре для мужа, як носить ярмо в своїй молодості,
Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου.
нехай він самітно сидить і мовчить, як поклав Він на нього його;
Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ αυτον.
хай закриє він порохом уста свої, може є ще надія;
Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις.
хай щоку тому підставляє, хто його б'є, своєю ганьбою насичується...
Θελει δωσει την σιαγονα εις τον απιζοντα αυτον θελει χορτασθη απο ονειδισμου.
Бо Господь не навіки ж покине!
Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα
Бо хоч Він і засмутить кого, проте змилується за Своєю великою милістю,
Αλλ εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου.
бо не мучить Він з серця Свого, і не засмучує людських синів.
Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων.
Щоб топтати під своїми ногами всіх в'язнів землі,
Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης.
щоб перед обличчям Всевишнього право людини зігнути,
Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου
щоб гнобити людину у справі судовій його, оцього не має на оці Господь!
Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα.
Хто то скаже і станеться це, як Господь того не наказав?
Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος;
Хіба не виходить усе з уст Всевишнього, зле та добре?
Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα;
Чого ж нарікає людина жива? Нехай скаржиться кожен на гріх свій.
Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου;
Пошукаймо доріг своїх та дослідімо, і вернімось до Господа!
Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον.
підіймімо своє серце та руки до Бога на небі!
Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες,
Спроневірились ми й неслухняними стали, тому не пробачив Ти нам,
Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν συ δεν μας συνεχωρησας.
закрився Ти гнівом і гнав нас, убивав, не помилував,
Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας εφονευσας, δεν εφεισθης.
закрив Себе хмарою, щоб до Тебе молитва моя не дійшла...
Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων.
Сміттям та огидою нас Ти вчинив між народами,
Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων.
наші всі вороги пороззявляли на нас свого рота,
Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ ημας.
страх та яма на нас поприходили, руїна й погибіль...
Φοβος και λακκος ηλθον εφ ημας, ερημωσις και συντριμμος.
Моє око спливає потоками водними через нещастя дочки мого люду...
Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου.
Виливається око моє безупинно, нема бо перерви,
Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν,
аж поки не зглянеться та не побачить Господь із небес,
Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου.
моє око вчиняє журбу для моєї душі через дочок усіх мого міста...
Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου.
Ловлячи, ловлять мене, немов птаха, мої вороги безпричинно,
Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον.
життя моє в яму замкнули вони, і каміннями кинули в мене...
Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ εμε.
Пливуть мені води на голову, я говорю: Вже погублений я!...
Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου ειπα, Απερριφθην.
Кликав я, Господи, Ймення Твоє із найглибшої ями,
Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου.
Ти чуєш мій голос, не заховуй же вуха Свого від зойку мого, від благання мого!
Ηκουσας την φωνην μου μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου.
Ти близький того дня, коли кличу Тебе, Ти говориш: Не бійся!
Επλησιασας καθ ην ημεραν σε επεκαλεσθην ειπας, Μη φοβου.
За душу мою Ти змагався, о Господи, життя моє викупив Ти.
Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου ελυτρωσας την ζωην μου.
Ти бачиш, о Господи, кривду мою, розсуди ж Ти мій суд!
Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον κρινον την κρισιν μου.
Усю їхню помсту Ти бачиш, всі задуми їхні на мене,
Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ εμου.
Ти чуєш, о Господи, їхні наруги, всі задуми їхні на мене,
Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ εμου
мову повстанців на мене та їхнє буркотіння на мене ввесь день...
Τους λογους των επανισταμενων επ εμε και τας μελετας αυτων κατ εμου ολην την ημεραν.
Побач їхнє сидіння та їхнє вставання, як завжди глумлива їхня пісня!
Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται εγω ειμαι το ασμα αυτων.
Заплати їм, о Господи, згідно з чином їхніх рук!
Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων.
Подай їм темноту на серце, прокляття Твоє нехай буде на них!
Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν σου επ αυτους.
Своїм гнівом жени їх, і вигуби їх з-під Господніх небес!
Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου.