Lamentations 3

 Jag är en man som har prövat elände      under hans vredes ris.
Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της αβδου του θυμου αυτου.
 Mig har han fört och låtit vandra      genom mörker och genom ljus.
Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως.
 Ja, mot mig vänder han sin hand beständigt,      åter och åter.
Ναι, κατ εμου εστραφη κατ εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν.
 Han har uppfrätt mitt kött och min hud,      han har krossat benen i mig.Ps. 51,10.
Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου συνετριψε τα οστα μου.
 Han har kringskansat och omvärvt mig      med gift och vedermöda.
Ωικοδομησε κατ εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον.
 I mörker har han lagt mig      såsom de längesedan döda.Ps. 143,3.
Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους.
 Han har kringmurat mig, så att jag ej kommer ut,      han har lagt på mig tunga fjättrar.
Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω εβαρυνε τας αλυσεις μου.
 Huru jag än klagar och ropar,      tillstoppar han öronen för min bön.Job 19,7. Ps. 22,3.
Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου.
 Med huggen sten har han murat för mina vägar,      mina stigar har han gjort svåra.Job 19.8.
Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου.
 En lurande björn är han mot mig,      ett lejon som ligger i försåt.Hos. 5,14. 13,7 f.
Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις.
 Han förde mig på villoväg och rev mig i stycken,      förödelse lät han gå över mig.
Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην.
 Han spände sin båge och satte mig upp      till ett mål för sin pil.Job 16,12. Ps. 7,13. Klag. 2,4.
Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος.
 Ja, pilar från sitt koger sände han      in i mina njurar.
Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου.
 Jag blev ett åtlöje för hela mitt folk      en visa för dem hela dagen.Job 30,9. Ps. 69,12 f. Jer. 20,7.
Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν.
 Han mättade mig med bittra örter,      han gav mig malört att dricka.
Με εχορτασε πικριαν με εμεθυσεν αψινθιον.
 Han lät mina tänder bita sönder sig på stenar,      han höljde mig med aska.
Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας με εκαλυψε με σποδον.
 Ja, du förkastade min själ och tog bort min frid;      jag visste ej mer vad lycka var.
Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου ελησμονησα το αγαθον.
 Jag sade: »Det är ute med min livskraft      och med mitt hopp till HERREN.»
Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου.
 Tänk på mitt elände och min husvillhet,      på malörten och giftet!
Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην.
 Stadigt tänker min själ därpå      och är bedrövad i mig.
Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι.
 Men detta vill jag besinna,      och därför skall jag hoppas:
Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα
 HERRENS nåd är det att det icke är ute med oss,      ty det är icke slut med hans barmhärtighet.
Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου.
 Den är var morgon ny,      ja, stor är din trofasthet.
Ανανεονονται εν ταις πρωιαις μεγαλη ειναι η πιστοτης σου.
 HERREN är min del, det säger min själ mig;      därför vill jag hoppas på honom.Ps. 16,5. 73,26. 119,57.
Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου δια τουτο θελω ελπιζει επ αυτον.
 HERREN är god mot dem som förbida honom,      mot den själ som söker honom.
Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον.
 Det är gott att hoppas i stillhet      på hjälp från HERREN.
Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου.
 Det är gott för en man att han får bära      ett ok i sin ungdom.Ps. 119,71. Matt. 11,29.
Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου.
 Må han sitta ensam och tyst,      när ett sådant pålägges honom.
Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ αυτον.
 Må han sänka sin mun i stoftet;      kanhända finnes ännu hopp.
Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις.
 Må han vända kinden till åt den som slår honom      och låta mätta sig med smälek.Matt. 5,39.
Θελει δωσει την σιαγονα εις τον απιζοντα αυτον θελει χορτασθη απο ονειδισμου.
 Ty Herren förkastar icke      för evig tid;Ps. 103,9.
Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα
 utan om han har bedrövat, så förbarmar han sig igen,      efter sin stora nåd.
Αλλ εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου.
 Ty icke av villigt hjärta plågar han människors barn      och vållar dem bedrövelse.
Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων.
 Att man krossar under sina fötter      alla fångar i landet,
Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης.
 att man vränger en mans rätt      inför den Högstes ansikte,
Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου
 att man gör orätt mot en människa i någon hennes sak,      skulle Herren icke se det?
Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα.
 Vem sade, och det vart,      om det ej var Herren som bjöd?Ps. 33,9.
Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος;
 Kommer icke från den Högstes mun      både ont och gott?Jes. 45,7. Am. 3,6.
Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα;
 Varför knorrar då en människa här i livet,      varför en man, om han drabbas av sin synd?Luk. 23,41.
Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου;
 Låtom oss rannsaka våra vägar och pröva dem      och omvända oss till HERREN.
Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον.
 Låtom oss upplyfta våra hjärtan, såväl som våra händer,      till Gud i himmelen.
Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες,
 Vi hava varit avfälliga och gensträviga,      och du har icke förlåtit det.Ps. 106,6.
Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν συ δεν μας συνεχωρησας.
 Du har höljt dig i vrede och förföljt oss,      du har dräpt utan förskoning.
Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας εφονευσας, δεν εφεισθης.
 Du har höljt dig i moln,      så att ingen bön har nått fram.
Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων.
 Ja, orena och föraktade låter du oss stå      mitt ibland folken.
Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων.
 Alla våra fiender ia upp      munnen emot oss.Klag. 2,16.
Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ ημας.
 Faror och fallgropar möta oss      fördärv och skada.Jes. 24,17. Jer. 48,43.
Φοβος και λακκος ηλθον εφ ημας, ερημωσις και συντριμμος.
 Vattenbäckar rinna ned från mitt öga      för dottern mitt folks skada.Jer. 9,1. 14,17. Klag. 1,16.
Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου.
 Mitt öga flödar utan uppehåll      och förtröttas icke,
Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν,
 till dess att HERREN blickar ned från himmelen      och ser härtill.
Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου.
 Mitt öga vållar mig plåga      för alla min stads döttrars skull.
Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου.
 Jag bliver ivrigt jagad såsom en fågel      av dem som utan sak äro mina fiender.
Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον.
 De vilja förgöra mitt liv här i djupet,      de kasta stenar på mig.Jer. 38,6.
Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ εμε.
 Vatten strömma över mitt huvud,      jag säger: »Det är ute med mig.»
Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου ειπα, Απερριφθην.
 Jag åkallar ditt namn, o HERRE,      har underst i djupet.Ps. 88,7.
Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου.
 Du hör min röst; tillslut icke ditt öra,      bered mig lindring, då jag nu ropar.
Ηκουσας την φωνην μου μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου.
 Ja, du nalkas mig, när jag åkallar dig;      du säger: »Frukta icke.»Ps. 145,18.
Επλησιασας καθ ην ημεραν σε επεκαλεσθην ειπας, Μη φοβου.
 Du utför, Herre, min själs sak,      du förlossar mitt liv.
Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου ελυτρωσας την ζωην μου.
 Du ser, HERRE, den orätt mig vederfares;      skaffa mig rätt.
Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον κρινον την κρισιν μου.
 Du ser all deras hämndgirighet,      alla deras anslag mot mig.
Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ εμου.
 Du hör deras smädelser, HERRE,      alla deras anslag mot mig.
Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ εμου
 Vad mina motståndare tala och tänka ut      är beständigt riktat mot mig.
Τους λογους των επανισταμενων επ εμε και τας μελετας αυτων κατ εμου ολην την ημεραν.
 Akta på huru de hava mig till sin visa,      evad de sitta eller stå upp.
Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται εγω ειμαι το ασμα αυτων.
 Du skall giva dem vedergällning, HERRE,      efter deras händers verk.Ps. 28,4.
Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων.
 Du skall lägga ett täckelse över deras hjärtan;      din förbannelse skall komma över dem.Ps. 69,24. 2 Kor. 3,14 f.
Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν σου επ αυτους.
 Du skall förfölja dem i vrede och förgöra dem,      så att de ej bestå under HERRENS himmel.
Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου.