Matthew 26

És mikor mindezeket a beszédeket elvégezte vala Jézus, monda az ő tanítványainak:
Και οτε ετελειωσεν ο Ιησους παντας τους λογους τουτους, ειπε προς τους μαθητας αυτου
Tudjátok, hogy két nap mulva a husvétnak ünnepe lészen, és az embernek Fia elárultatik, hogy megfeszíttessék.
Εξευρετε οτι μετα δυο ημερας γινεται το πασχα, και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται δια να σταυρωθη.
Akkor egybegyűlének a főpapok, az írástudók és a nép vénei a főpap házába, a kit Kajafásnak hívtak,
Τοτε συνηχθησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι του λαου εις την αυλην του αρχιερεως του λεγομενου Καιαφα,
És tanácsot tartának, hogy Jézust álnoksággal megfogják és megöljék.
και συνεβουλευθησαν να συλλαβωσι τον Ιησουν με δολον και να θανατωσωσιν.
De azt mondják vala: Ne az ünnepen: hogy zendülés ne legyen a nép között.
Ελεγον δε μη εν τη εορτη, δια να μη γεινη θορυβος εν τω λαω.
És mikor Jézus Bethániában, a poklos Simon házánál vala,
Οτε δε ο Ιησους ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου,
Méne ő hozzá egy asszony, a kinél vala drága kenetnek alabástrom szelenczéje, és az ő fejére tölté, a mint az asztalnál ül vala.
προσηλθε προς αυτον γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου βαρυτιμου, και κατεχεεν αυτο επι την κεφαλην αυτου, ενω εκαθητο εις την τραπεζαν.
Látván pedig ezt az ő tanítványai, bosszankodának, mondván: Mire való ez a tékozlás?
Ιδοντες δε οι μαθηται αυτου, ηγανακτησαν λεγοντες Εις τι η απωλεια αυτη;
Mert eladhatták volna ezt a kenetet nagy áron, és adhatták volna a szegényeknek.
διοτι ηδυνατο τουτο το μυρον να πωληθη με πολλην τιμην και να δοθη εις τους πτωχους.
Mikor pedig ezt eszébe vette Jézus, monda nékik: Miért bántjátok ezt az asszonyt? hiszen jó dolgot cselekedett én velem.
Νοησας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους Δια τι ενοχλειτε την γυναικα; διοτι εργον καλον επραξεν εις εμε.
Mert a szegények mindenkor veletek lesznek, de én nem leszek mindenkor veletek.
Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ εαυτων, εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
Mert hogy ő ezt a kenetet testemre töltötte, az én temetésemre nézve cselekedte azt.
Επειδη χυσασα αυτη το μυρον τουτο επι του σωματος μου, εκαμε τουτο δια τον ενταφιασμον μου.
Bizony mondom néktek: Valahol az egész világon prédikáltatik az evangyéliom, a mit ez én velem cselekedék, az is hirdettetik az ő emlékezetére.
Αληθως σας λεγω, οπου εαν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εν ολω τω κοσμω, θελει λαληθη και τουτο, το οποιον επραξεν αυτη, εις μνημοσυνον αυτης.
Akkor a tizenkettő közül egy, a kit Iskariótes Júdásnak hívtak, a főpapokhoz menvén,
Τοτε υπηγεν εις των δωδεκα, ο λεγομενος Ιουδας Ισκαριωτης, προς τους αρχιερεις
Monda: Mit akartok nékem adni, és én kezetekbe adom őt? Azok pedig rendelének néki harmincz ezüst pénzt.
και ειπε Τι θελετε να μοι δωσητε, και εγω θελω σας παραδωσει αυτον; Και εκεινοι εδωκαν εις αυτον τριακοντα αργυρια.
És ettől fogva alkalmat keres vala, hogy elárulja őt.
Και απο τοτε εζητει ευκαιριαν δια να παραδωση αυτον.
A kovásztalan kenyerek első napján pedig Jézushoz menének a tanítványok, mondván: Hol akarod, hogy megkészítsük néked ételedre a husvéti bárányt?
Την δε πρωτην των αζυμων προσηλθον οι μαθηται προς τον Ιησουν, λεγοντες προς αυτον Που θελεις να σοι ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
Ő pedig monda: Menjetek el a városba ama bizonyos emberhez, és ezt mondjátok néki: A Mester üzeni: Az én időm közel van; nálad tartom meg a husvétot tanítványaimmal.
Και εκεινος ειπεν Υπαγετε εις την πολιν προς τον δεινα και ειπατε προς αυτον Ο Διδασκαλος λεγει, Ο καιρος μου επλησιασεν εν τη οικια σου θελω καμει το πασχα μετα των μαθητων μου.
És úgy cselekedének a tanítványok, a mint Jézus parancsolta vala nékik; és elkészíték a husvéti bárányt.
Και εκαμον οι μαθηται καθως παρηγγειλεν εις αυτους ο Ιησους, και ητοιμασαν το πασχα.
Mikor pedig beestveledék, letelepszik vala a tizenkettővel,
Οτε δε εγεινεν εσπερα, εκαθητο εις την τραπεζαν μετα των δωδεκα.
És a mikor esznek vala, monda: Bizony mondom néktek, ti közületek egy elárul engem.
Και ενω ετρωγον, ειπεν Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει.
És felettébb megszomorodva, kezdék mindannyian mondani néki: Én vagyok-é az, Uram?
Και λυπουμενοι σφοδρα, ηρχισαν να λεγωσι προς αυτον εκαστος αυτων Μηπως εγω ειμαι, Κυριε;
Ő pedig felelvén, monda: A ki velem együtt mártja kezét a tálba, az árul el engem.
Ο δε αποκριθεις ειπεν Ο εμβαψας μετ εμου εν τω πινακιω την χειρα, ουτος θελει με παραδωσει.
Az embernek Fia jóllehet elmegyen, a mint meg van írva felőle, de jaj annak az embernek, a ki az embernek Fiát elárulja; jobb volna annak az embernek, ha nem született volna.
Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
Megszólalván Júdás is, a ki elárulja vala őt, monda: Én vagyok-é az, Mester? Monda néki: Te mondád.
Αποκριθεις δε ο Ιουδας, οστις παρεδιδεν αυτον, ειπε Μηπως εγω ειμαι, Ραββι; Λεγει προς αυτον Συ ειπας.
Mikor pedig evének, vevé Jézus a kenyeret és hálákat adván, megtöré és adá a tanítványoknak, és monda: Vegyétek, egyétek; ez az én testem.
Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους τον αρτον και ευλογησας εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας και ειπε Λαβετε, φαγετε τουτο ειναι το σωμα μου
És vevén a poharat és hálákat adván, adá azoknak, ezt mondván: Igyatok ebből mindnyájan;
και λαβων το ποτηριον και ευχαριστησας, εδωκεν εις αυτους, λεγων Πιετε εξ αυτου παντες
Mert ez az én vérem, az új szövetségnek vére, a mely sokakért kiontatik bűnöknek bocsánatára.
διοτι τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το υπερ πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων.
Mondom pedig néktek, hogy: Mostantól fogva nem iszom a szőlőtőkének ebből a terméséből mind ama napig, a mikor újan iszom azt veletek az én Atyámnak országában.
Σας λεγω δε οτι δεν θελω πιει εις το εξης εκ τουτου του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον μεθ υμων εν τη βασιλεια του Πατρος μου.
És dícséretet énekelvén, kimenének az olajfák hegyére.
Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων.
Akkor monda nékik Jézus: Mindnyájan ezen az éjszakán megbotránkoztok én bennem. Mert meg van írva: Megverem a pásztort, és elszélednek a nyájnak juhai.
Τοτε λεγει προς αυτους ο Ιησους Παντες υμεις θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα, και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα της ποιμνης
De föltámadásom után előttetek megyek majd Galileába.
αφου δε αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
Péter pedig felelvén, monda néki: Ha mindnyájan megbotránkoznak is te benned, én soha meg nem botránkozom.
Αποκριθεις δε ο Πετρος, ειπε προς αυτον Και αν παντες σκανδαλισθωσιν εν σοι, εγω ποτε δεν θελω σκανδαλισθη.
Monda néki Jézus: Bizony mondom néked, ezen az éjszakán, mielőtt megszólal a kakas, háromszor megtagadsz engem.
Ειπε προς αυτον ο Ιησους Αληθως σοι λεγω οτι ταυτην την νυκτα, πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη.
Monda néki Péter: Ha meg kell is veled halnom, meg nem tagadlak téged. Hasonlóképen szólnak vala a többi tanítványok is.
Λεγει προς αυτον ο Πετρος Και αν γεινη χρεια να αποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ομοιως ειπον και παντες οι μαθηται.
Akkor elméne Jézus velök egy helyre, a melyet Gecsemánénak hívtak, és monda a tanítványoknak: Üljetek le itt, míg elmegyek és amott imádkozom.
Τοτε ερχεται μετ αυτων ο Ιησους εις χωριον λεγομενον Γεθσημανη και λεγει προς τους μαθητας Καθησατε αυτου, εωσου υπαγω και προσευχηθω εκει.
És maga mellé vévén Pétert és Zebedeusnak két fiát, kezde szomorkodni és gyötrődni.
Και παραλαβων τον Πετρον και τους δυο υιους του Ζεβεδαιου, ηρχισε να λυπηται και να αδημονη.
Ekkor monda nékik: Felette igen szomorú az én lelkem mind halálig! maradjatok itt és vigyázzatok én velem.
Τοτε λεγει προς αυτους Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου μεινατε εδω και αγρυπνειτε μετ εμου.
És egy kissé előre menve, arczra borula, könyörögvén és mondván: Atyám! ha lehetséges, múljék el tőlem e pohár; mindazáltal ne úgy legyen a mint én akarom, hanem a mint te.
Και προχωρησας ολιγον επεσεν επι προσωπον αυτου, προσευχομενος και λεγων Πατερ μου, εαν ηναι δυνατον, ας παρελθη απ εμου το ποτηριον τουτο πλην ουχι ως εγω θελω, αλλ ως συ.
Akkor méne a tanítványokhoz és aluva találá őket, és monda Péternek: Így nem birtatok vigyázni velem egy óráig sem!?
Και ερχεται προς τους μαθητας και ευρισκει αυτους κοιμωμενους, και λεγει προς τον Πετρον Ουτω δεν ηδυνηθητε μιαν ωραν να αγρυπνησητε μετ εμου;
Vigyázzatok és imádkozzatok, hogy kísértetbe ne essetek; mert jóllehet a lélek kész, de a test erőtelen.
αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. Το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
Ismét elméne másodszor is, és könyörge, mondván: Atyám! ha el nem múlhatik tőlem e pohár, hogy ki ne igyam, legyen meg a te akaratod.
Παλιν εκ δευτερου υπηγε και προσευχηθη, λεγων Πατερ μου, εαν δεν ηναι δυνατον τουτο το ποτηριον να παρελθη απ εμου χωρις να πιω αυτο, γενηθητω το θελημα σου.
És mikor visszatér vala, ismét aluva találá őket; mert megnehezedtek vala az ő szemeik.
Και ελθων ευρισκει αυτους παλιν κοιμωμενους διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι.
És ott hagyva őket, ismét elméne és imádkozék harmadszor, ugyanazon beszéddel szólván.
Και αφησας αυτους υπηγε παλιν και προσευχηθη εκ τριτου, ειπων τον αυτον λογον.
Ekkor méne az ő tanítványaihoz, és monda nékik: Aludjatok immár és nyugodjatok. Ímé, elközelgett az óra, és az embernek Fia a bűnösök kezébe adatik.
Τοτε ερχεται προς τους μαθητας αυτου και λεγει προς αυτους Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε ιδου, επλησιασεν η ωρα και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας αμαρτωλων.
Keljetek fel, menjünk! Ímé elközelgett, a ki engem elárul.
Εγερθητε, ας υπαγωμεν Ιδου, επλησιασεν ο παραδιδων με.
És még mikor beszél vala, ímé Júdás, egy a tizenkettő közül, eljöve és vele együtt sok nép fegyverekkel és fustélyokkal, a főpapoktól és a nép véneitől.
Και ενω αυτος ελαλει ετι, ιδου, ο Ιουδας εις των δωδεκα ηλθε, και μετ αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων παρα των αρχιερεων και πρεσβυτερων του λαου.
A ki pedig őt elárulja vala, jelt ada nékik, mondván: A kit én majd megcsókolok, ő az, fogjátok meg őt.
Ο δε παραδιδων αυτον εδωκεν εις αυτους σημειον, λεγων Οντινα φιλησω, αυτος ειναι πιασατε αυτον.
És mindjárt Jézushoz lépvén, monda: Üdvöz légy Mester! és megcsókolá őt.
Και ευθυς πλησιασας προς τον Ιησουν, ειπε Χαιρε, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
Jézus pedig monda néki: Barátom, miért jöttél? Akkor hozzámenvén, kezeiket Jézusra veték és megfogák őt.
Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον Φιλε, δια τι ηλθες; Τοτε προσελθοντες επεβαλον τας χειρας επι τον Ιησουν και επιασαν αυτον.
És ímé egyik azok közül, a kik a Jézussal valának, kinyújtván kezét, szablyáját kirántá, és a főpap szolgáját megcsapván, levágá annak egyik fülét.
Και ιδου, εις των μετα του Ιησου εκτεινας την χειρα εσυρε την μαχαιραν αυτου, και κτυπησας τον δουλον του αρχιερεως απεκοψε το ωτιον αυτου.
Akkor monda néki Jézus: Tedd helyére szablyádat; mert a kik fegyvert fognak, fegyverrel kell veszniök.
Τοτε λεγει προς αυτον ο Ιησους Επιστρεψον την μαχαιραν σου εις τον τοπον αυτης διοτι παντες οσοι πιασωσι μαχαιραν δια μαχαιρας θελουσιν απολεσθη.
Avagy azt gondolod-é, hogy nem kérhetném most az én Atyámat, hogy adjon ide mellém többet tizenkét sereg angyalnál?
Η νομιζεις οτι δεν δυναμαι ηδη να παρακαλεσω τον Πατερα μου, και θελει στησει πλησιον μου περισσοτερους παρα δωδεκα λεγεωνας αγγελων;
De mi módon teljesednének be az írások, hogy így kell lenni?
πως λοιπον θελουσι πληρωθη αι γραφαι οτι ουτω πρεπει να γεινη;
Ugyanekkor monda Jézus a sokaságnak: Mint valami latorra, úgy jöttetek fegyverekkel és fustélyokkal, hogy megfogjatok engem? Naponként nálatok ültem, tanítván a templomban, és nem fogtatok meg engem.
Εν εκεινη τη ωρα ειπεν ο Ιησους προς τους οχλους Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε; καθ ημεραν εκαθημην πλησιον υμων διδασκων εν τω ιερω, και δεν με επιασατε.
Mindez pedig azért lőn, hogy beteljesedjenek a próféták írásai. Ekkor elhagyák őt a tanítványok mind, és elfutának.
Τουτο δε ολον εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι των προφητων. Τοτε οι μαθηται παντες αφησαντες αυτον εφυγον.
Amazok pedig megfogván Jézust, vivék Kajafáshoz, a főpaphoz, a hol az írástudók és a vének egybegyűltek vala.
Οι δε πιασαντες τον Ιησουν εφεραν προς Καιαφαν τον αρχιερεα, οπου συνηχθησαν οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι.
Péter pedig követi vala őt távolról egész a főpap pitvaráig; és bemenvén, ott ül vala a szolgákkal, hogy lássa a végét.
Ο δε Πετρος ηκολουθει αυτον απο μακροθεν εως της αυλης του αρχιερεως, και εισελθων εσω εκαθητο μετα των υπηρετων δια να ιδη το τελος.
A főpapok pedig és a vének és az egész tanács hamis bizonyságot keresnek vala Jézus ellen, hogy megölhessék őt;
Οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και το συνεδριον ολον εζητουν ψευδομαρτυριαν κατα του Ιησου, δια να θανατωσωσιν αυτον,
És nem találának. És noha sok hamis tanú jött vala elő, még sem találának. Utoljára pedig előjövén két hamis tanú,
και δεν ευρον και πολλων ψευδομαρτυρων προσελθοντων, δεν ευρον. Υστερον δε προσελθοντες δυο ψευδομαρτυρες,
Monda: Ez azt mondta: Leronthatom az Isten templomát, és három nap alatt felépíthetem azt.
ειπον Ουτος ειπε, Δυναμαι να χαλασω τον ναον του Θεου και δια τριων ημερων να οικοδομησω αυτον.
És fölkelvén a főpap, monda néki: Semmit sem felelsz-é? Micsoda tanúbizonyságot tesznek ezek ellened?
Και σηκωθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον Δεν αποκρινεσαι; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
Jézus pedig hallgat vala. És felelvén a főpap, monda néki: Az élő Istenre kényszerítelek téged, hogy mondd meg nékünk, ha te vagy-é a Krisztus, az Istennek Fia?
Ο δε Ιησους εσιωπα. Και αποκριθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον Σε ορκιζω εις τον Θεον τον ζωντα να ειπης προς ημας αν συ ησαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου.
Monda néki Jézus: Te mondád. Sőt mondom néktek: Mostantól fogva meglátjátok az embernek Fiát ülni az Istennek hatalmas jobbján, és eljőni az égnek felhőiben.
Λεγει προς αυτον ο Ιησους Συ ειπας πλην σας λεγω, Εις το εξης θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον επι των νεφελων του ουρανου.
Ekkor a főpap megszaggatá a maga ruháit, és monda: Káromlást szólott. Mi szükségünk van még bizonyságokra? Ímé most hallottátok az ő káromlását.
Τοτε ο αρχιερευς διεσχισε τα ιματια αυτου, λεγων οτι εβλασφημησε τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων; ιδου, τωρα ηκουσατε την βλασφημιαν αυτου
Mit gondoltok? Azok pedig felelvén mondának: Méltó a halálra.
τι σας φαινεται; Και εκεινοι αποκριθεντες ειπον Ενοχος θανατου ειναι.
Akkor szemébe köpdösének és arczul csapdosák őt, némelyek pedig botokkal verék,
Τοτε ενεπτυσαν εις το προσωπον αυτου και εγρονθισαν αυτον, αλλοι δε ερραπισαν,
Mondván: Prófétáld meg nékünk Krisztus, kicsoda az, a ki üt téged?
λεγοντες Προφητευσον εις ημας, Χριστε, τις ειναι οστις σε εκτυπησεν;
Péter pedig künn ül vala az udvaron, és hozzá menvén egy szolgálóleány, monda: Te is a Galileabeli Jézussal valál.
Ο δε Πετρος εκαθητο εξω εν τη αυλη και προσηλθε προς αυτον μια δουλη, λεγουσα Και συ ησο μετα Ιησου του Γαλιλαιου.
Ő pedig mindenkinek hallatára megtagadá, mondván: Nem tudom, mit beszélsz.
Ο δε ηρνηθη εμπροσθεν παντων, λεγων Δεν εξευρω τι λεγεις.
Mikor pedig kiméne a tornáczra meglátá őt egy másik szolgálóleány, és monda az ott levőknek: Ez is a názáreti Jézussal vala.
Και οτε εξηλθεν εις τον πυλωνα, ειδεν αυτον αλλη και λεγει προς τους εκει, Και ουτος ητο μετα Ιησου του Ναζωραιου.
És ismét megtagadá esküvéssel, hogy: Nem is ismerem ezt az embert.
Και παλιν ηρνηθη μεθ ορκου οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον.
Kevés idő múlva pedig az ott álldogálók menének hozzá, és mondának Péternek: Bizony te is közülök való vagy; hiszen a te beszéded is elárul téged.
Μετ ολιγον δε προσελθοντες οι εστωτες, ειπον προς τον Πετρον Αληθως και συ εξ αυτων εισαι διοτι η λαλια σου σε καμνει φανερον.
Ekkor átkozódni és esküdözni kezde, hogy: Nem ismerem ezt az embert. És a kakas azonnal megszólala.
Τοτε ηρχισε να καταναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον. Και ευθυς εφωναξεν ο αλεκτωρ.
És megemlékezék Péter a Jézus beszédéről, ki ezt mondotta vala néki: Mielőtt a kakas szólana, háromszor megtagadsz engem; és kimenvén onnan, keservesen síra.
Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Ιησου, οστις ειχεν ειπει προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη και εξελθων εξω εκλαυσε πικρως.