Psalms 109

För sångmästaren; av David; en psalm.  Min lovsångs Gud, tig icke.
Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ. Θεε της αινεσεως μου, μη σιωπησης
 Ty sin ogudaktiga mun,      sin falska mun      hava de upplåtit mot mig,  de hava talat mot mig      med lögnaktig tunga.
διοτι στομα ασεβους και στομα δολιου ηνοιχθησαν επ εμε ελαλησαν κατ εμου με γλωσσαν ψευδη
 Med hätska ord      hava de omgivit mig,  de hava begynt strid      mot mig utan sak.
και με λογους μισους με περιεκυκλωσαν και με επολεμησαν αναιτιως.
 Till lön för min kärlek      stå de mig emot,  men jag beder allenast.
Αντι της αγαπης μου ειναι αντιδικοι εις εμε εγω δε προσευχομαι.
 De hava bevisat mig      ont för gott  och hat för min kärlek.
Και ανταπεδωκαν εις εμε κακον αντι καλου, και μισος αντι της αγαπης μου.
 Låt en ogudaktig man träda upp emot honom,  och låt en åklagare stå på hans högra sida.
Καταστησον ασεβη επ αυτον και διαβολος ας στεκη εκ δεξιων αυτου.
 När han kommer inför rätta, må han dömas skyldig,  och hans bön vare synd.
Οταν κρινηται, ας εξελθη καταδεδικασμενος και η προσευχη αυτου ας γεινη εις αμαρτιαν.
 Blive hans dagar få,  hans ämbete tage en annan.
Ας γεινωσιν αι ημεραι αυτου ολιγαι αλλος ας λαβη την επισκοπην αυτου.
 Varde hans barn faderlösa  och hans hustru änka.
Ας γεινωσιν οι υιοι αυτου ορφανοι και η γυνη αυτου χηρα.
 Må hans barn alltid      gå husvilla och tigga  och söka sitt bröd fjärran ifrån ödelagda hem.
Και ας περιπλανωνται παντοτε οι υιοι αυτου και ας γεινωσιν επαιται, και ας ζητωσιν εκ των ερειπιων αυτων.
 Må ockraren få i sin snara      allt vad han äger,  och må främmande plundra hans gods.
Ας παγιδευση ο δανειστης παντα τα υπαρχοντα αυτου και ας διαρπασωσιν οι ξενοι τους κοπους αυτου.
 Må ingen finnas,      som hyser misskund med honom,  och ingen, som förbarmar sig      över hans faderlösa.
Ας μη υπαρχη ο ελεων αυτον, και ας μη ηναι ο οικτειρων τα ορφανα αυτου.
 Hans framtid varde avskuren,  i nästa led vare sådanas      namn utplånat.
Ας εξολοθρευθωσιν οι εκγονοι αυτου εν τη επερχομενη γενεα ας εξαλειφθη το ονομα αυτων.
 Hans fäders missgärning      varde ihågkommen inför HERREN,  och hans moders synd      varde icke utplånad.
Ας ελθη εις ενθυμησιν ενωπιον του Κυριου η ανομια των πατερων αυτου και η αμαρτια της μητρος αυτου ας μη εξαλειφθη
 Må den alltid stå      inför HERRENS ögon;  ja, sådana mäns åminnelse      må utrotas från jorden.
Ας ηναι παντοτε ενωπιον του Κυριου, δια να εκκοψη απο της γης το μνημοσυνον αυτων.
 Ty han tänkte ju icke      på att öva misskund,  utan förföljde den      som var betryckt och fattig  och den vilkens hjärta var bedrövat,      för att döda dem.
Διοτι δεν ενεθυμηθη να καμη ελεος αλλα κατετρεξεν ανθρωπον πενητα και πτωχον, δια να θανατωση τον συντετριμμενον την καρδιαν.
 Han älskade förbannelse,      och den kom över honom;  han hade icke behag till välsignelse,      och den blev fjärran ifrån honom.
Επειδη ηγαπησε καταραν, ας ελθη επ αυτον επειδη δεν ηθελησεν ευλογιαν, ας απομακρυνθη απ αυτου.
 Han klädde sig i förbannelse såsom i en klädnad,  och såsom vatten trängde den in i hans liv  och såsom olja in i hans ben.
Επειδη ενεδυθη καταραν ως ιματιον αυτου, ας εισελθη ως υδωρ εις τα εντοσθια αυτου και ως ελαιον εις τα οστα αυτου
 Den varde honom såsom en mantel att hölja sig i,  och såsom en gördel att alltid omgjorda sig med.
Ας γεινη εις αυτον ως το ιματιον, το οποιον ενδυεται και ως η ζωνη, την οποιαν παντοτε περιζωννυται.
 Detta vare mina motståndares      lön från HERREN,  och deras som tala ont mot min själ.
Αυτη ας ηναι των αντιδικων μου η αμοιβη παρα του Κυριου, και των λαλουντων κακα κατα της ψυχης μου.
 Men du, HERRE, Herre,  stå mig bi för ditt namn skull;  god är ju din nåd, så må du då rädda mig.
Αλλα συ, Κυριε Θεε, ενεργησον μετ εμου δια το ονομα σου επειδη ειναι αγαθον το ελεος σου, λυτρωσον με.
 Ty jag är betryckt och fattig,  och mitt hjärta är genomborrat i mitt bröst.
Διοτι πτωχος και πενης ειμαι, και η καρδια μου ειναι πεπληγωμενη εντος μου.
 Såsom skuggan, när den förlänges, går jag bort;  jag ryckes bort såsom en gräshoppssvärm.
Παρηλθον ως σκια, οταν εκκλινη εκτιναζομαι ως η ακρις.
 Mina knän äro vacklande av fasta,  och min kropp förlorar sitt hull.
Τα γονατα μου ητονησαν απο της νηστειας και η σαρξ μου εξεπεσεν απο του παχους αυτης.
 Till smälek har jag blivit inför dem;  när de se mig, skaka de huvudet.
Και εγω εγεινα ονειδος εις αυτους οτε με ειδον, εκινησαν τας κεφαλας αυτων.
 Hjälp mig, HERRE, min Gud;  fräls mig efter din nåd;
Βοηθησον μοι, Κυριε ο Θεος μου σωσον με κατα το ελεος σου
 och må de förnimma att det är din hand,  att du, HERRE, har gjort det.
και ας γνωρισωσιν οτι η χειρ σου ειναι τουτο οτι συ, Κυριε, εκαμες αυτο.
 Om de förbanna,      så välsigna du;  om de resa sig upp,      så komme de på skam,  men må din tjänare få glädja sig.
Αυτοι θελουσι καταρασθαι, συ δε θελεις ευλογει θελουσι σηκωθη, πλην θελουσι καταισχυνθη ο δε δουλος σου θελει ευφραινεσθαι.
 Mina motståndare varde klädda i blygd  och höljda i skam såsom i en mantel.
Ας ενδυθωσιν εντροπην οι αντιδικοι μου και ας φορεσωσιν ως επενδυμα την αισχυνην αυτων.
 Min mun skall storligen  tacka HERREN;  mitt ibland många vill jag lova honom.
Θελω δοξολογει σφοδρα τον Κυριον δια του στοματος μου, και εν μεσω πολλων θελω υμνολογει αυτον
 Ty han står på den fattiges högra sida  för att frälsa honom från dem som fördöma hans själ.
Διοτι ισταται εν τη δεξια του πτωχου, δια να λυτρονη αυτον εκ των καταδικαζοντων την ψυχην αυτου.