Mark 10

І, вийшовши звідти, Він приходить у землю Юдейську, на той бік Йордану. І знову зібралися юрби до Нього, і знов Він навчав їх, звичаєм Своїм.
Και σηκωθεις εκειθεν ερχεται εις τα ορια της Ιουδαιας δια του περαν του Ιορδανου, και συνερχονται παλιν οχλοι προς αυτον, και ως εσυνειθιζε, παλιν εδιδασκεν αυτους.
І підійшли фарисеї й спитали, Його випробовуючи: Чи дозволено чоловікові дружину свою відпустити?
Και προσελθοντες οι Φαρισαιοι, ηρωτησαν αυτον αν συγχωρηται εις ανδρα να χωρισθη την γυναικα αυτου, πειραζοντες αυτον.
А Він відповів і сказав їм: Що Мойсей заповів вам?
Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους τι προσεταξεν εις εσας ο Μωυσης;
Вони ж відказали: Мойсей заповів написати листа розводового, та й відпустити.
Οι δε ειπον Ο Μωυσης συνεχωρησε να γραψη εγγραφον διαζυγιου και να χωρισθη αυτην.
Ісус же промовив до них: То за ваше жорстокосердя він вам написав оцю заповідь.
Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους Δια την σκληροκαρδιαν σας εγραψεν εις εσας την εντολην ταυτην
Бог же з початку творіння створив чоловіком і жінкою їх.
απ αρχης ομως της κτισεως αρσεν και θηλυ εποιησεν αυτους ο Θεος
Покине тому чоловік свого батька та матір,
ενεκεν τουτου θελει αφησει ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα, και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου,
і стануть обоє вони одним тілом, тим то немає вже двох, але одне тіло.
και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν. Ωστε δεν ειναι πλεον δυο, αλλα μια σαρξ
Тож, що Бог спарував, людина нехай не розлучує!
εκεινο λοιπον, το οποιον ο Θεος συνεζευξεν, ανθρωπος ας μη χωριζη.
А вдома про це учні знов запитали Його.
Και εν τη οικια παλιν οι μαθηται αυτου ηρωτησαν αυτον περι του αυτου,
І Він їм відказав: Хто дружину відпустить свою, та й одружиться з іншою, той чинить перелюб із нею.
και λεγει προς αυτους Οστις χωρισθη την γυναικα αυτου και νυμφευθη αλλην, πραττει μοιχειαν εις αυτην
І коли дружина покине свого чоловіка, і вийде заміж за іншого, то чинить перелюб вона.
και εαν γυνη χωρισθη τον ανδρα αυτης και συζευχθη με αλλον, μοιχευεται.
Тоді поприносили діток до Нього, щоб Він доторкнувся до них, учні ж їм докоряли.
Και εφεραν προς αυτον παιδια, δια να εγγιση αυτα οι δε μαθηται επεπληττον τους φεροντας.
А коли спостеріг це Ісус, то обурився, та й промовив до них: Пустіть діток до Мене приходити, і не бороніть їм, бо таких Царство Боже!
Ιδων δε ο Ιησους ηγανακτησε και ειπε προς αυτους Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
Поправді кажу вам: Хто Божого Царства не прийме, немов те дитя, той у нього не ввійде.
Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
І Він їх пригорнув, і поблагословив, на них руки поклавши.
Και εναγκαλισθεις αυτα, εθετε τας χειρας επ αυτα και ηυλογει αυτα.
І коли вирушав Він у путь, то швидко наблизивсь один, упав перед Ним на коліна, і спитався Його: Учителю Добрий, що робити мені, щоб вічне життя вспадкувати?
Ενω δε εξηρχετο εις την οδον, εδραμε τις και γονυπετησας εμπροσθεν αυτου, ηρωτα αυτον Διδασκαλε αγαθε, τι να καμω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
Ісус же йому відказав: Чого звеш Мене Добрим? Ніхто не є Добрий, крім Бога Самого.
Και ο Ιησους ειπε προς αυτον Τι με λεγεις αγαθον; Ουδεις αγαθος ειμη εις, ο Θεος.
Знаєш заповіді: Не вбивай, не чини перелюбу, не кради, не свідкуй неправдиво, не кривди, шануй свого батька та матір.
Τας εντολας εξευρεις Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Μη αποστερησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα.
А він відказав Йому: Учителю, це все виконав я ще змалку.
Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτον Διδασκαλε, ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
Ісус же поглянув на нього з любов'ю, і промовив йому: Одного бракує тобі: іди, розпродай, що маєш, та вбогим роздай, і матимеш скарб ти на небі! Потому приходь та й іди вслід за Мною, узявши хреста.
Και ο Ιησους εμβλεψας εις αυτον, ηγαπησεν αυτον και ειπε προς αυτον Εν σοι λειπει υπαγε, πωλησον οσα εχεις και δος εις τους πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι, σηκωσας τον σταυρον.
А він засмутився тим словом, і пішов, зажурившись, бо великі маєтки він мав!
Εκεινος ομως σκυθρωπασας δια τον λογον, ανεχωρησε λυπουμενος διοτι ειχε κτηματα πολλα.
І поглянув довкола Ісус, та й сказав Своїм учням: Як тяжко отим, хто має багатство, увійти в Царство Боже!
Και περιβλεψας ο Ιησους, λεγει προς τους μαθητας αυτου Ποσον δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα.
І учні жахнулись від слів Його. А Ісус знов у відповідь каже до них: Мої діти, як тяжко отим, хто надію кладе на багатство, увійти в Царство Боже!
Οι δε μαθηται εξεπληττοντο δια τους λογους αυτου. Και ο Ιησους παλιν αποκριθεις λεγει προς αυτους Τεκνα, ποσον δυσκολον ειναι να εισελθωσιν εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες το θαρρος αυτων εις τα χρηματα.
Верблюдові легше пройти через голчине вушко, ніж багатому в Божеє Царство ввійти!
Ευκολωτερον ειναι καμηλος να περαση δια της τρυπης της βελονης παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
А вони здивувалися дуже, і казали один до одного: Хто ж тоді може спастися?
Εκεινοι δε σφοδρα εξεπληττοντο, λεγοντες προς εαυτους Και τις δυναται να σωθη;
Ісус же поглянув на них і промовив: Неможливе це людям, а не Богові. Бо для Бога можливе все!
Εμβλεψας δε εις αυτους ο Ιησους, λεγει Παρα ανθρωποις ειναι αδυνατον, αλλ ουχι παρα τω Θεω διοτι τα παντα ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
А Петро став казати Йому: От усе ми покинули, та й пішли за Тобою слідом.
Και ηρχισεν ο Πετρος να λεγη προς αυτον Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
Ісус відказав: Поправді кажу вам: Немає такого, щоб дім полишив, чи братів, чи сестер, або матір, чи батька, або діти, чи поля ради Мене та ради Євангелії,
Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπεν Αληθως σας λεγω, δεν ειναι ουδεις οστις, αφησας οικιαν η αδελφους η αδελφας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν εμου και του ευαγγελιου,
і не одержав би в сто раз більше тепер, цього часу, серед переслідувань, домів, і братів, і сестер, і матерів, і дітей, і піль, а в віці наступному вічне життя.
δεν θελει λαβει εκατονταπλασιονα τωρα εν τω καιρω τουτω, οικιας και αδελφους και αδελφας και μητερας και τεκνα και αγρους μετα διωγμων, και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
І багато-хто з перших стануть останніми, а останні першими.
Πολλοι ομως πρωτοι θελουσιν εισθαι εσχατοι και οι εσχατοι πρωτοι.
Були ж у дорозі вони, простуючи в Єрусалим. А Ісус ішов попереду них, аж дуже вони дивувались, а ті, що йшли вслід за Ним, боялись. І, взявши знов Дванадцятьох, почав їм розповідати, що з Ним статися має:
Ησαν δε εν τη οδω αναβαινοντες εις Ιεροσολυμα και ο Ιησους προεπορευετο αυτων, και εθαυμαζον και ακολουθουντες εφοβουντο. Και παραλαβων παλιν τους δωδεκα, ηρχισε να λεγη προς αυτους τα μελλοντα να συμβωσιν εις αυτον,
Оце в Єрусалим ми йдемо, і первосвященикам і книжникам виданий буде Син Людський, і засудять на смерть Його, і поганам Його видадуть,
οτι ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα και ο Υιος του ανθρωπου θελει παραδοθη εις τους αρχιερεις και εις τους γραμματεις, και θελουσι καταδικασει αυτον εις θανατον και θελουσι παραδωσει αυτον εις τα εθνη,
і насміхатися будуть із Нього, і будуть плювати на Нього, і будуть Його бичувати, і вб'ють, але третього дня Він воскресне!
και θελουσιν εμπαιξει αυτον και μαστιγωσει αυτον και θελουσιν εμπτυσει εις αυτον και θανατωσει αυτον, και την τριτην ημεραν θελει αναστηθη.
І підходять до Нього Яків та Іван, сини Зеведеєві, та й кажуть Йому: Учителю, ми хочемо, щоб Ти зробив нам, про що будемо просити Тебе.
Τοτε ερχονται προς αυτον ο Ιακωβος και Ιωαννης, οι υιοι του Ζεβεδαιου, λεγοντες Διδασκαλε, θελομεν να καμης εις ημας ο, τι ζητησωμεν.
А Він їх поспитав: Чого ж хочете, щоб Я вам зробив?
Ο δε ειπε προς αυτους Τι θελετε να καμω εις εσας;
Вони ж відказали Йому: Дай нам, щоб у славі Твоїй ми сиділи праворуч від Тебе один, і ліворуч один!
Οι δε ειπον προς αυτον Δος εις ημας να καθησωμεν εις εκ δεξιων σου και εις εξ αριστερων σου εν τη δοξη σου.
А Ісус відказав їм: Не знаєте, чого просите. Чи ж можете ви пити чашу, що Я її п'ю, і христитися хрищенням, що Я ним хрищуся?
Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους Δεν εξευρετε τι ζητειτε. Δυνασθε να πιητε το ποτηριον, το οποιον εγω πινω, και να βαπτισθητε το βαπτισμα, το οποιον εγω βαπτιζομαι;
Вони відказали Йому: Можемо. А Ісус їм сказав: Чашу, що Я її п'ю, ви питимете, і хрищенням, що Я ним хрищусь, ви охриститеся.
Οι δε ειπον προς αυτον Δυναμεθα. Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους το μεν ποτηριον, το οποιον εγω πινω, θελετε πιει, και το βαπτισμα το οποιον εγω βαπτιζομαι, θελετε βαπτισθη
А сидіти праворуч Мене та ліворуч не Моє це давати, а кому уготовано.
το να καθησητε ομως εκ δεξιων μου και εξ αριστερων μου δεν ειναι εμου να δωσω, αλλ εις οσους ειναι ητοιμασμενον.
Як почули ж це Десятеро, то обурились на Якова та на Івана.
Και ακουσαντες οι δεκα ηρχισαν να αγανακτωσι περι Ιακωβου και Ιωαννου.
А Ісус їх покликав, і промовив до них: Ви знаєте, що ті, що вважають себе за князів у народів, панують над ними, а їхні вельможі їх тиснуть.
Ο δε Ιησους προσκαλεσας αυτους, λεγει προς αυτους Εξευρετε οτι οι νομιζομενοι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτα και οι μεγαλοι αυτων κατεξουσιαζουσιν αυτα
Не так буде між вами, але хто з вас великим бути хоче, нехай буде він вам за слугу.
ουτως ομως δεν θελει εισθαι εν υμιν, αλλ οστις θελει να γεινη μεγας εν υμιν, θελει εισθαι υπηρετης υμων,
А хто з вас бути першим бажає, нехай буде всім за раба.
και οστις εξ υμων θελει να γεινη πρωτος, θελει εισθαι δουλος παντων
Бо Син Людський прийшов не на те, щоб служили Йому, але щоб послужити, і душу Свою дати на викуп за багатьох.
διοτι ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε δια να υπηρετηθη, αλλα δια να υπηρετηση και να δωση την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων.
І приходять вони в Єрихон. А коли з Єрихону виходив Він разом із Своїми учнями й з безліччю люду, сидів і просив при дорозі сліпий Вартимей, син Тимеїв.
Και ερχονται εις Ιεριχω. Και ενω εξηρχετο απο της Ιεριχω αυτος και οι μαθηται αυτου και οχλος ικανος, ο υιος του Τιμαιου Βαρτιμαιος ο τυφλος εκαθητο παρα την οδον ζητων.
І, прочувши, що то Ісус Назарянин, почав кликати та говорити: Сину Давидів, Ісусе, змилуйся надо мною!
Και ακουσας οτι ειναι Ιησους ο Ναζωραιος, ηρχισε να κραζη και να λεγη Υιε του Δαβιδ Ιησου, ελεησον με.
І сварились на нього багато-хто, щоб мовчав, а він іще більше кричав: Сину Давидів, змилуйся надо мною!
Και επεπληττον αυτον πολλοι δια να σιωπηση αλλ εκεινος πολλω μαλλον εκραζεν Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
І спинився Ісус та й сказав: Покличте його! І кличуть сліпого та й кажуть йому: Будь бадьорий, устань, Він кличе тебе.
Και σταθεις ο Ιησους, ειπε να κραχθη και κραζουσι τον τυφλον, λεγοντες προς αυτον Θαρσει, σηκωθητι σε κραζει.
А той скинув плаща свого, і скочив із місця, і прибіг до Ісуса.
Και εκεινος απορριψας το ιματιον αυτου, εσηκωθη και ηλθε προς τον Ιησουν.
А Ісус відповів і сказав йому: Що ти хочеш, щоб зробив Я тобі? Сліпий же Йому відказав: Учителю, нехай я прозрю!
Και αποκριθεις λεγει προς αυτον ο Ιησους Τι θελεις να σοι καμω; Και ο τυφλος ειπε προς αυτον Ραββουνι, να αναβλεψω.
Ісус же до нього промовив: Іди, твоя віра спасла тебе! І той зараз прозрів, і пішов за Ісусом дорогою.
Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον Υπαγε, η πιστις σου σε εσωσε. Και ευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει τον Ιησουν εν τη οδω.