Job 21

Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν
Ano ra ko Hopa; i mea ia,
Ακουσατε μετα προσοχης την ομιλιαν μου, και τουτο ας ηναι αντι των παρηγοριων σας.
Ata whakarongo mai ki taku kupu, a hei tenei he kupu whakamarie mai ma koutou.
Υποφερετε με να λαλησω και αφου λαλησω, εμπαιζετε.
Tukua ahau, a ka korero hoki ahau; a ka mutu aku korero, haere tonu ta koutou tawai.
Μη εις ανθρωπον παραπονουμαι εγω; δια τι λοιπον να μη ταραχθη το πνευμα μου;
Ahau nei, ki te tangata koia taku amuamu? A he aha ahau te manawanui ai?
Εμβλεψατε εις εμε και θαυμασατε, και βαλετε χειρα επι στοματος.
Titiro mai ki ahau, miharo ai; kopania atu te ringa ki te mangai.
Μονον να ενθυμηθω, ταραττομαι, και τρομος κυριευει την σαρκα μου.
Mahara kau ahau, ka wehi, mau pu te wehi o oku kikokiko.
Δια τι οι ασεβεις ζωσι, γηρασκουσι, μαλιστα ακμαζουσιν εις πλουτη;
He aha te hunga kino i ora ai, i koroheke ai, ae, i marohirohi ai to ratou kaha?
Το σπερμα αυτων στερεουται εμπροσθεν αυτων μετ αυτων, και τα εκγονα αυτων εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων.
Pumau tonu o ratou uri ki to ratou taha ki to ratou aroaro, a ko a ratou whanau kei ta ratou tirohanga atu.
Αι οικιαι αυτων ειναι ασφαλεις απο φοβου και ραβδος Θεου δεν ειναι επ αυτους.
O ratou whare kei runga i te rangimarie, kahore he wehi, kahore hoki a te Atua patu ki a ratou.
Ο βους αυτων συλλαμβανει και δεν αποτυγχανει η δαμαλις αυτων τικτει και δεν αποβαλλει.
E kaha ana tana puru ki te ekeeke, kahore hoki e he; ka whanau tana kau, kahore hoki he whakatahe.
Απολυουσι τα τεκνα αυτων ως προβατα, και τα παιδια αυτων σκιρτωσι.
E tukua mai ana e ratou a ratou kohungahunga ano he kahui hipi, e pekepeke ana a ratou tamariki.
Λαμβανουσι το τυμπανον και την κιθαραν και ευφραινονται εις τον ηχον του οργανου.
He hunga hapai ratou i te timipera, i te hapa, e koa ana ki te tangi o te okana.
Διαγουσι τας ημερας αυτων εν αγαθοις και εν μια στιγμη καταβαινουσιν εις τον αδην.
O ratou ra pau tonu i runga i te ahuareka, kitea rawatia ake kua heke ki te po.
Και λεγουσι προς τον Θεον, αποστηθι αφ ημων, διοτι δεν θελομεν να γνωρισωμεν τας οδους σου
Koia ratou i mea ai ki te Atua, Mawehe atu i a matou; kahore hoki o matou hiahia kia matau ki ou ara.
τι ειναι ο Παντοδυναμος δια να δουλευωμεν αυτον; και τι ωφελουμεθα επικαλουμενοι αυτον;
He aha ra te Runga Rawa e mahi ai matou ki a ia? He aha hoki te rawa ki a matou ki te inoi ki a ia?
Ιδου, τα αγαθα αυτων δεν ειναι εν τη χειρι αυτων μακραν απ εμου η βουλη των ασεβων.
Nana, kahore he pai mo ratou i o ratou ringa ake: matara atu i ahau te whakaaro o te hunga kino.
Ποσακις σβυνεται ο λυχνος των ασεβων, και ερχεται η καταστροφη αυτων επ αυτους Ο Θεος διαμοιραζει εις αυτους ωδινας εν τη οργη αυτου.
Pehea te maha o nga matenga o te rama a te hunga kino? O nga panga mai ano hoki o to ratou aitua ki a ratou? O te tuwhanga mai a te Atua i nga mamae i a ia e riri ana?
Ειναι ως αχυρον εμπροσθεν του ανεμου και ως κονιορτος, τον οποιον αρπαζει ο ανεμοστροβιλος.
E rite ai ratou ki te kakau witi i mua i te hau, ki te papapa e kahakina atu ana e te paroro?
Ο Θεος φυλαττει την ποινην της ανομιας αυτων δια τους υιους αυτων ανταποδιδει εις αυτους, και θελουσι γνωρισει τουτο.
E mea ana koutou, E rongoatia ana e te Atua tona kino hei mea mo ana tamariki. Mana e utu tera ki a ia tonu, kia mohio ai ia.
Οι οφθαλμοι αυτων θελουσιν ιδει την καταστροφην αυτων, και θελουσι πιει απο του θυμου του Παντοδυναμου.
Tukua kia kite ona ake kanohi i tona hunanga, a tukua ia kia inu i te riri o te Kaha Rawa.
Διοτι ο ασεβης ποιαν ηδονην εχει μεθ εαυτον εν τω οικω αυτου, αφου κοπη εις το μεσον ο αριθμος των μηνων αυτου;
He aha hoki tana manako ki tona whare i muri i a ia? ka poroa hoki ona marama i waenga?
Θελει διδαξει τις τον Θεον γνωσιν; και αυτος κρινει τους υψηλους.
E whakaako ianei tetahi i te Atua ki te matauranga? Ko te kaiwhakawa hoki ia mo te hunga whakakake.
Ο μεν αποθνησκει εν τω ακρω της ευδαιμονιας αυτου, ενω ειναι κατα παντα ευτυχης και ησυχος
Tenei tangata, mate iho ia, pakari rawa ano hoki ona kaha, ata takoto ana ana mea katoa, kahore hoki he raruraru.
τα πλευρα αυτου ειναι πληρη παχους, και τα οστα αυτου ποτιζονται μυελον.
Ki tonu ona u i te waiu, a e makuku ana ona wheua i te hinu.
Ο δε αποθνησκει εν πικρια ψυχης, και ποτε δεν εφαγεν εν ευφροσυνη.
Mate iho hoki tera tangata, kawa tonu tona wairua, kahore hoki he pai hei kai mana.
Θελουσι κοιτεσθαι ομου εν τω χωματι, και σκωληκες θελουσι σκεπασει αυτους.
Ka takoto ngatahi raua ki te puehu, a ko te iro hei hipoki mo raua.
Ιδου, γνωριζω τους διαλογισμους σας, και τας πονηριας τας οποιας μηχανασθε κατ εμου.
Nana, e mohio ana ahau ki o koutou whakaaro, ki ta koutou ngarahu nanakia ano hoki moku.
Διοτι λεγετε, Που ο οικος του αρχοντος; και που η σκηνη της κατοικησεως των ασεβων;
E ki ana hoki koutou, Kei hea te whare o te rangatira? Kei hea hoki te teneti i noho ai te hunga kino?
Δεν ηρωτησατε τους διαβαινοντας την οδον; και τα σημεια αυτων δεν καταλαμβανετε;
Kahore ianei koutou i ui ki te hunga e haere atu ana i te ara? Kahore ranei koutou i mohio ki a ratou tohu?
Οτι ο ασεβης φυλαττεται εις ημεραν αφανισμου, εις ημεραν οργης φερεται.
Kei te rongoa nei hoki te tangata kono mo te ra o te whakangaro; ka whakaputaina ratou i te ra o te riri.
Τις θελει φανερωσει εμπροσθεν αυτου την οδον αυτου; και τις θελει ανταποδωσει εις αυτον ο, τι αυτος επραξε;
Ko wai e whakaatu i tona ara ki tona aroaro? Ko wai hoki hei hoatu i te utu mo tana mahi ki a ia?
και αυτος θελει φερθη εις τον ταφον, και θελει διαμενει εν τω μνηματι.
Heoi ka kawea ia ki te urupa; kei te puranga he wahi mona.
Οι βωλοι της κοιλαδος θελουσιν εισθαι γλυκεις εις αυτον, και πας ανθρωπος θελει υπαγει κατοπιν αυτου, καθως αναριθμητοι προπορευονται αυτου.
Ka reka ki a ia nga pokuru o te awaawa, ka whai mai ano hoki nga tangata katoa i a ia; e kore nei hoki e taea te tatau te hunga i mua i a ia.
Πως λοιπον με παρηγορειτε ματαιως, αφου εις τας αποκρισεις σας μενει ψευδος;
He pehea ra ta koutou whakamarie tinihanga i ahau, e toe na hoki te he i roto i a koutou kupu e whakahoki mai na?