Proverbs 7

Min sønn, bevar mine ord og gjem mine bud hos dig!
Υιε μου, φυλαττε τους λογους μου και ταμιευσον τας εντολας μου παρα σεαυτω.
Bevar mine bud, så skal du leve, bevar min lære som din øiesten!
Φυλαττε τας εντολας μου, και θελεις ζησει και τον νομον μου, ως την κορην των οφθαλμων σου.
Bind dem på dine fingrer, skriv dem på ditt hjertes tavle!
Δεσον αυτα επι τους δακτυλους σου, εγχαραξον αυτα επι την πλακα της καρδιας σου.
Si til visdommen: Du er min søster, og kall forstanden din kjenning,
Ειπε προς την σοφιαν; συ εισαι αδελφη μου και καλεσον την φρονησιν συγγενη σου
forat den må bevare dig fra annen manns hustru, fra fremmede kvinner, som taler glatte ord.
δια να σε φυλαττωσιν απο ξενης γυναικος, απο αλλοτριας κολακευουσης δια των λογων αυτης.
For jeg så engang ut av vinduet på mitt hus, gjennem mitt gitter,
Επειδη απο του παραθυρου της οικιας μου εκυψα δια του δικτυωτου μου
og da så jeg blandt de uerfarne, jeg blev var blandt de unge en uforstandig gutt,
και ειδον μεταξυ των αφρονων, παρετηρησα μεταξυ των νεανισκων, νεον ενδεη φρενων
som gikk forbi på gaten ved hennes hjørne og gikk frem på veien til hennes hus,
οστις διεβαινε δια της πλατειας, πλησιον της γωνιας αυτης, και διηρχετο την οδον προς την οικιαν αυτης,
i skumringen, da dagen var til ende, i dyp natt og mørke.
εν τω εσπερινω σκοτει της ημερας, εν τω σκοτασμω της νυκτος και τω γνοφω
Da kom en kvinne ham i møte i en skjøges klær og med svikefullt hjerte.
και ιδου, συναπαντα αυτον γυνη εχουσα σχημα πορνικον, και καρδιαν δολιοφρονα,
Vill er hun og kåt; hennes føtter er ikke i ro i hennes hus.
φλυαρος και αναιδης οι ποδες αυτης δεν μενουσιν εν τω οικω αυτης
Snart er hun på gater, snart på torver, og ved hvert hjørne lurer hun.
τωρα ειναι εξω, τωρα εν ταις πλατειαις, και ενεδρευει πλησιον πασης γωνιας.
Og hun tok fatt på ham og kysset ham, og med frekt åsyn sa hun til ham:
Και πιανει αυτον και φιλει αυτον και με αναιδες προσωπον λεγει προς αυτον,
Takkoffer skulde jeg bære frem, og idag har jeg innfridd mine løfter;
Εχω θυσιας ειρηνικας σημερον απεδωκα τας ευχας μου
derfor gikk jeg ut for å møte dig, for å søke dig op, og jeg fant dig.
δια τουτο εξηλθον εις απαντησιν σου, ποθουσα το προσωπον σου, και σε ευρηκα
Jeg har bredt tepper over min seng, brokete tepper av egyptisk garn.
εστρωσα την κλινην μου με πεπλους, με ταπητας πεποικιλμενους, με νηματα της Αιγυπτου
Jeg har strødd mitt leie med myrra, aloë og kanel.
εθυμιασα την κλινην μου με σμυρναν, αλοην και κιναμωμον
Kom, la oss beruse oss i kjærlighet inntil morgenen, fryde oss i elskov!
ελθε, ας μεθυσθωμεν απο ερωτος μεχρι της αυγης ας εντρυφησωμεν εις ερωτας
For min mann er ikke hjemme, han er reist langt bort;
διοτι δεν ειναι ο ανηρ εν τη οικια αυτου, υπηγεν εις οδον μακραν
pengepungen tok han med sig, først ved fullmåne kommer han hjem.
ελαβε βαλαντιον αργυριου εν τη χειρι αυτου εν ωρισμενω καιρω θελει επανελθει εις την οικιαν αυτου.
Hun fikk lokket ham ved sin sterke overtalelse, ved sine glatte leber forførte hun ham.
Δια της πολλης αυτης τεχνης απεπλανησεν αυτον δια της κολακειας των χειλεων αυτης ειλκυσεν αυτον.
Han følger henne straks, lik en okse som går til slakterbenken, som i fotjern, hvormed dåren tuktes,
Ευθυς ακολουθει αυτην κατοπιν, καθως ο βους υπαγει εις την σφαγην, η καθως η ελαφος πηδα εις τον βροχον,
inntil pilen kløver hans lever - likesom fuglen haster til snaren og ikke vet at det gjelder dens liv.
εωσου βελος διαπεραση το ηπαρ αυτης καθως το πτηνον σπευδει εις την παγιδα και δεν εξευρει οτι ειναι εναντιον της ζωης αυτου.
Så hør nu på mig, barn, og akt på min munns ord!
Τωρα λοιπον ακουσατε μου, τεκνα, και προσεχετε εις τους λογους του στοματος μου.
La ikke ditt hjerte vende sig til hennes veier, forvill dig ikke inn på hennes stier!
Ας μη εκκλινη εις τας οδους αυτης η καρδια σου, μη παρεκτραπης εις τας τριβους αυτης.
For mange som har fått ulivssår, har hun fellet, og mangfoldige er de hun har slått ihjel;
Διοτι πολλους εκαμε να πεσωσι πεπληγωμενοι, και δυνατοι ειναι οι φονευθεντες υπ αυτης.
fra hennes hus går veier til dødsriket, de fører ned til dødens kammere.
Οδοι αδου ειναι ο οικος αυτης, καταβαινουσαι εις τα ταμεια του θανατου.