Du steg op til det høje, du bortførte Fanger, Gaver tog du blandt Mennesker, også iblandt de genstridige, at du måtte bo der, HERRE, o Gud.
Ανεβης εις υψος ηχμαλωτισας αιχμαλωσιαν ελαβες χαρισματα δια τους ανθρωπους ετι δε και δια τους απειθεις, δια να κατοικης μεταξυ αυτων, Κυριε Θεε.