Job 40

Ο Κυριος απεκριθη ετι προς τον Ιωβ και ειπεν
et adiecit Dominus et locutus est ad Iob
Ο διαδικαζομενος προς τον Παντοδυναμον θελει διδαξει αυτον; ο ελεγχων τον Θεον ας αποκριθη προς τουτο.
numquid qui contendit cum Deo tam facile conquiescit utique qui arguit Deum debet respondere ei
Τοτε ο Ιωβ απεκριθη προς τον Κυριον και ειπεν
respondens autem Iob Domino dixit
Ιδου, εγω ειμαι ουτιδανος τι δυναμαι να αποκριθω προς σε; θελω βαλει την χειρα μου επι το στομα μου
qui leviter locutus sum respondere quid possum manum meam ponam super os meum
απαξ ελαλησα και δεν θελω αποκριθη πλεον μαλιστα, δις αλλα δεν θελω επιπροσθεσει.
unum locutus sum quod utinam non dixissem et alterum quibus ultra non addam
Τοτε απεκριθη ο Κυριος προς τον Ιωβ εκ του ανεμοστροβιλου και ειπε
respondens autem Dominus Iob de turbine ait
Ζωσον ηδη ως ανηρ την οσφυν σου εγω θελω σε ερωτησει, και απαγγειλον μοι.
accinge sicut vir lumbos tuos interrogabo te et indica mihi
Θελεις αρα αναιρεσει την κρισιν μου; θελεις με καταδικασει, δια να δικαιωθης;
numquid irritum facies iudicium meum et condemnabis me ut tu iustificeris
Εχεις βραχιονα ως ο Θεος; η δυνασαι να βροντας με φωνην ως αυτος;
et si habes brachium sicut Deus et si voce simili tonas
Στολισθητι τωρα μεγαλοπρεπειαν και υπεροχην και ενδυθητι δοξαν και ωραιοτητα.
circumda tibi decorem et in sublime erigere et esto gloriosus et speciosis induere vestibus
Εκχεε τας φλογας της οργης σου και βλεπε παντα υπερηφανον και ταπεινονε αυτον.
disperge superbos furore tuo et respiciens omnem arrogantem humilia
Βλεπε παντα υπερηφανον κρημνιζε αυτον και καταπατει τους ασεβεις εν τω τοπω αυτων.
respice cunctos superbos et confunde eos et contere impios in loco suo
Κρυψον αυτους ομου εν τω χωματι καλυψον τα προσωπα αυτων εν αφανεια.
absconde eos in pulvere simul et facies eorum demerge in foveam
Τοτε και εγω θελω ομολογησει προς σε, οτι η δεξια σου δυναται να σε σωση.
et ego confitebor quod salvare te possit dextera tua
Ιδου τωρα, ο Βεεμωθ, τον οποιον εκαμα μετα σου, τρωγει χορτον ως βους.
ecce Behemoth quem feci tecum faenum quasi bos comedet
Ιδου τωρα, η δυναμις αυτου ειναι εν τοις νεφροις αυτου και η ισχυς αυτου εν τω ομφαλω της κοιλιας αυτου.
fortitudo eius in lumbis eius et virtus illius in umbilicis ventris eius
Υψονει την ουραν αυτου ως κεδρον τα νευρα των μηρων αυτου ειναι συμπεπλεγμενα.
constringit caudam suam quasi cedrum nervi testiculorum eius perplexi sunt
Τα οστα αυτου ειναι χαλκινοι σωληνες τα οστα αυτου ως μοχλοι σιδηρου.
ossa eius velut fistulae aeris cartilago illius quasi lamminae ferreae
Τουτο ειναι το αριστουργημα του Θεου ο ποιησας αυτον δυναται να πλησιαση εις αυτον την ρομφαιαν αυτου.
ipse principium est viarum Dei qui fecit eum adplicabit gladium eius
Διοτι τα ορη προμηθευουσιν εις αυτον την τροφην, οπου παιζουσι παντα τα θηρια του αγρου.
huic montes herbas ferunt omnes bestiae agri ludent ibi
Πλαγιαζει υποκατω των σκιερων δενδρων, υπο την σκεπην των καλαμων και εν τοις βαλτοις.
sub umbra dormit in secreto calami et locis humentibus
Τα σκιερα δενδρα σκεπαζουσιν αυτον με την σκιαν αυτων αι ιτεαι των ρυακων περικαλυπτουσιν αυτον.
protegunt umbrae umbram eius circumdabunt eum salices torrentis
Ιδου, εαν πλημμυριση ποταμος, δεν σπευδει να φυγη εχει θαρρος, και αν ο Ιορδανης προσβαλλη εις το στομα αυτου.
ecce absorbebit fluvium et non mirabitur habet fiduciam quod influat Iordanis in os eius
Δυναται τις φανερα να συλλαβη αυτον; η δια παγιδων να διατρυπηση την ρινα αυτου;
in oculis eius quasi hamo capiet eum et in sudibus perforabit nares eius