Job 9

Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν
А Йов відповів та й сказав:
Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου;
Справді пізнав я, що так... Та як оправдатись людині земній перед Богом?
Εαν θεληση να διαδικασθη μετ αυτου δεν δυναται να αποκριθη προς αυτον εν εκ χιλιων.
Якщо вона схоче на прю стати з Ним, Він відповіді їй не дасть ні на одне із тисячі скаржень...
Ειναι σοφος την καρδιαν και κραταιος την δυναμιν τις εσκληρυνθη εναντιον αυτου και ευτυχησεν;
Він мудрого серця й могутньої сили; хто був проти Нього упертий і цілим зостався?
Αυτος μετακινει τα ορη, και δεν γνωριζουσι τις εστρεψεν αυτα εν τη οργη αυτου.
Він гори зриває, й не знають вони, що в гніві Своїм Він їх перевернув.
Αυτος σειει την γην απο του τοπου αυτης, και οι στυλοι αυτης σαλευονται.
Він землю трясе з її місця, і стовпи її трусяться.
Αυτος προσταζει τον ηλιον, και δεν ανατελλει και κρυπτει υπο σφραγιδα τα αστρα.
Він сонцеві скаже, й не сходить воно, і Він запечатує зорі.
Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης.
Розтягує небо Він Сам, і ходить по морських висотах,
Αυτος καμνει τον Αρκτουρον, τον Ωριωνα και την Πλειαδα και τα ταμεια του νοτου.
Він Воза створив, Оріона та Волосожара, та зорі південні.
Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα.
Він чинить велике та недослідиме, предивне, якому немає числа!...
Ιδου, διαβαινει πλησιον μου, και δεν βλεπω αυτον διερχεται, και δεν εννοω αυτον.
Ось Він надо мною проходить, та я не побачу, і Він перейде, а я не приглянусь до Нього...
Ιδου, αφαιρει τις θελει εμποδισει αυτον; τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις;
Ось Він схопить кого, хто заверне Його, хто скаже Йому: що Ти робиш?
Εαν ο Θεος δεν συρη την οργην αυτου, οι επηρμενοι βοηθοι καταβαλλονται υποκατω αυτου.
Бог гніву Свойого не спинить, під Ним гнуться Рагавові помічники,
Ποσον ολιγωτερον εγω ηθελον αποκριθη προς αυτον, εκλεγων τους προς αυτον λογους μου;
що ж тоді відповім я Йому? Які я слова підберу проти Нього,
προς τον οποιον, και αν ημην δικαιος, δεν ηθελον αποκριθη, αλλ ηθελον ζητησει ελεος παρα του Κριτου μου.
я, який коли б був справедливий, то не відповідав би, я, що благаю свойого Суддю?
Εαν κραξω, και μοι αποκριθη, δεν ηθελον πιστευσει οτι εισηκουσε της φωνης μου.
Коли б я взивав, а Він мені відповідь дав, не повірю, що вчув би мій голос,
Διοτι με κατασυντριβει με ανεμοστροβιλον και πληθυνει τας πληγας μου αναιτιως.
Він, що бурею може розтерти мене та помножити рани мої безневинно...
Δεν με αφινει να αναπνευσω, αλλα με χορταζει απο πικριας.
Не дає Він мені й звести духа мого, бо мене насичає гіркотою.
Εαν προκηται περι δυναμεως, ιδου, ειναι δυνατος και εαν περι κρισεως, τις θελει μαρτυρησει υπερ εμου;
Коли ходить про силу, то Він Всемогутній, коли ж ходить про суд, хто посвідчить мені?
Εαν ηθελον να δικαιωσω εμαυτον, το στομα μου ηθελε με καταδικασει εαν ηθελον ειπει, ειμαι αμεμπτος, ηθελε με αποδειξει διεφθαρμενον.
Якщо б справедливим я був, то осудять мене мої уста, якщо я безневинний, то вчинять мене винуватим...
Και αν ημην αμεμπτος, δεν ηθελον φροντισει περι εμαυτου ηθελον καταφρονησει την ζωην μου.
Я невинний, проте своєї душі я не знаю, і не радий життям своїм я...
Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη.
Це одне, а тому я кажу: невинного як і лукавого Він вигубляє...
Και αν η μαστιξ αυτου θανατονη ευθυς, γελα ομως εις την δοκιμασιαν των αθωων.
Якщо нагло бич смерть заподіює, Він з проби невинних сміється...
Η γη παρεδοθη εις τας χειρας του ασεβους αυτος σκεπαζει τα προσωπα των κριτων αυτης αν ουχι αυτος, που και τις ειναι;
У руку безбожного дана земля, та Він лиця суддів її закриває... Як не Він, тоді хто?
Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον.
А дні мої стали швидкіші, як той скороход, повтікали, не бачили доброго,
Παρηλθον ως πλοια σπευδοντα ως αετος πετωμενος επι το θηραμα.
проминули, немов ті човни очеретяні, мов орел, що несеться на здобич...
Εαν ειπω, Θελω λησμονησει το παραπονον μου, θελω παραιτησει το πενθος μου και παρηγορηθη
Якщо я скажу: Хай забуду своє нарікання, хай зміню я обличчя своє й підбадьорюся,
τρομαζω δια πασας τας θλιψεις μου, γνωριζων οτι δεν θελεις με αθωωσει.
то боюся всіх смутків своїх, і я знаю, що Ти не очистиш мене...
Ειμαι ασεβης δια τι λοιπον να κοπιαζω εις ματην;
Все одно буду я винуватий, то нащо надармо я мучитися буду?
Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου
Коли б я умився сніговою водою, і почистив би лугом долоні свої,
συ ομως θελεις με βυθισει εις τον βορβορον, ωστε και αυτα μου τα ιματια θελουσι με βδελυττεσθαι.
то й тоді Ти до гробу опустиш мене, і учинить бридким мене одіж моя...
Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου.
Бо Він не людина, як я, й Йому відповіді я не дам, і не підемо разом на суд,
Δεν υπαρχει μεσιτης μεταξυ ημων, δια να βαλη την χειρα αυτου επ αμφοτερους ημας.
поміж нами нема посередника, що поклав би на нас на обох свою руку...
Ας απομακρυνη απ εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη
Нехай забере Він від мене Свойого бича, Його ж страх хай мене не жахає,
τοτε θελω λαλησει και δεν θελω φοβηθη αυτον διοτι ουτω δεν ειμαι εν εμαυτω.
тоді буду казати, й не буду боятись Його, бо я не такий сам з собою!...