Proverbs 26

 Såsom snö icke hör till sommaren och regn icke till skördetiden,  så höves det ej heller att dåren får ära.Ords. 17,16. 19,10.
Καθως η χιων εν τω θερει και καθως η βροχη εν τω θερισμω, ουτως εις τον αφρονα η τιμη δεν αρμοζει.
 Såsom sparven far sin kos, och såsom svalan flyger bort,  så far en oförtjänt förbannelse förbi.
Ως περιφερεται το στρουθιον, ως περιπετα η χελιδων, ουτως η αδικος καταρα δεν θελει επιφθασει.
 Piskan för hästen, betslet för åsnan  och riset för dårarnas rygg!Ps. 32,9. Ords. 1O,13.
Μαστιξ δια τον ιππον, κημος δια τον ονον, και ραβδος δια την ραχιν των αφρονων.
 Svara icke dåren efter hans oförnuft,  så att du icke själv bliver honom lik.
Μη αποκρινου εις τον αφρονα κατα την αφροσυνην αυτου, δια να μη γεινης και συ ομοιος αυτου.
 Svara dåren efter hans oförnuft,  för att han icke må tycka sig vara vis.
Αποκρινου εις τον αφρονα κατα την αφροσυνην αυτου, δια να μη ηναι σοφος εις τους οφθαλμους αυτου.
 Den som sänder bud med en dåre,  han hugger själv av sig fötterna, och får olycka till dryck.Ords. 25,13.
Οστις αποστελλει μηνυμα δια χειρος του αφρονος, αποκοπτει τους ποδας αυτου και πινει ζημιαν.
 Lika den lames ben, som hänga kraftlösa ned,  äro ordspråk i dårars mun.
Ως τα σκελη του χωλου κρεμονται ανωφελη, ουτως ειναι και παροιμια εν τω στοματι των αφρονων.
 Såsom att binda slungstenen fast vid slungan,  så är det att giva ära åt en dåre.
Ως ο δεσμευων λιθον εις σφενδονην, ουτως ειναι οστις διδει τιμην εις τον αφρονα.
 Såsom när en törntagg kommer i en drucken mans hand,  så är det med ordspråk i dårars mun.
Ως η ακανθα ωθουμενη εις την χειρα του μεθυσου, ουτως ειναι η παροιμια εν τω στοματι των αφρονων.
 En mästare gör själv allt,  men dåren lejer, och lejer vem som kommer.
Ο δυναστης μιαινει τα παντα και μισθονει τους αφρονας, μισθονει και τους παραβατας.
 Lik en hund som vänder åter till i sina spyor  dåre som på nytt begynner sitt oförnuft.2 Petr. 2,22.
Ως ο κυων επιστρεφει εις τον εμετον αυτου, ουτως ο αφρων επαναλαμβανει την αφροσυνην αυτου.
 Ser du en man som tycker sig själv vara vis,  det är mer hopp om en dåre än om honom.Ords. 3,7. 29,20.
Ειδες ανθρωπον νομιζοντα εαυτον σοφον; μαλλον ελπις ειναι εκ του αφρονος παρα εξ αυτου.
 Den late säger: »Ett vilddjur är på vägen,  ja, ett lejon är på gatorna.Ords. 22,13.
Ο οκνηρος λεγει, Λεων ειναι εν τη οδω, λεων εν ταις πλατειαις.
 Dörren vänder sig på sitt gångjärn,  och den late vänder sig i sin säng.
Ως η θυρα περιστρεφεται επι τας στροφιγγας αυτης, ουτως ο οκνηρος επι την κλινην αυτου.
 Den late sticker sin hand i fatet,  men finner det mödosamt att föra den åter till munnen.Ords. 19,21.
Ο οκνηρος εμβαπτει την χειρα αυτου εις το τρυβλιον και βαρυνεται να επιστρεψη αυτην εις το στομα αυτου.
 Den late tycker sig vara vis,  mer än sju som giva förståndiga svar.
Ο οκνηρος νομιζει εαυτον σοφωτερον παρα επτα σοφους γνωμοδοτας.
 Lik en som griper en hund i öronen  är den som förivrar sig vid andras kiv, där han går fram.
Οστις διαβαινων ανακατονεται εις εριδα μη ανηκουσαν εις αυτον, ομοιαζει τον πιανοντα κυνα απο των ωτιων.
 Lik en rasande, som slungar ut brandpilar  och skjuter och dödar,
Ως ο μανιακος οστις ριπτει φλογας, βελη και θανατον,
 är en man som bedrager sin nästa  och sedan säger: »Jag gjorde det ju på skämt.»
ουτως ειναι ο ανθρωπος, οστις απατα τον πλησιον αυτου και λεγει, δεν εκαμον εγω παιζων;
 När veden tager slut, slocknar elden.  och när örontasslaren är borta, stillas trätan.Ords. 22,10.
Οπου δεν ειναι ξυλα, το πυρ σβυνεται και οπου δεν ειναι ψιθυριστης, η ερις ησυχαζει.
 Såsom glöd kommer av kol, och eld av ved,  så upptändes kiv av en trätgirig man.Ords. 15,18. Syr. 28,10 f.
Οι ανθρακες δια την ανθρακιαν και τα ξυλα δια το πυρ, και ο φιλερις ανθρωπος δια να εξαπτη εριδας.
 Örontasslarens ord äro såsom läckerbitar  och tränga ned till hjärtats innandömen.Job 34,7. Ps. 55,22. Ords. 18,8.
Οι λογοι του ψιθυριστου καταπινονται ηδεως, και καταβαινουσιν εις τα ενδομυχα της κοιλιας.
 Såsom silverglasering på ett söndrigt lerkärl  äro kärleksglödande läppar, där hjärtat är ondskefullt.
Τα ενθερμα χειλη μετα πονηρας καρδιας ειναι ως σκωρια αργυρου επικεχρισμενη επι πηλινον αγγειον.
 En fiende förställer sig i sitt tal,  men i sitt hjärta bär han på svek.
Οστις μισει, υποκρινεται με τα χειλη αυτου, και μηχανευεται δολον εν τη καρδια αυτου.
 Om han gör sin röst ljuvlig, så tro honom dock icke,  ty sjufaldig styggelse är i hans hjärta.
Οταν ομιλη χαριεντως, μη πιστευε αυτον διοτι εχει επτα βδελυγματα εν τη καρδια αυτου.
 Hatet brukar list att fördölja sig med,  men den hatfulles ondska varder dock uppenbar i församlingen.
Οστις σκεπαζει το μισος δια δολου, η πονηρια αυτου θελει φανερωθη εν μεσω της συναξεως.
 Den som gräver en grop, han faller själv däri,  och den som vältrar upp en sten, på honom rullar den tillbaka.Ps. 7,16. 9,16. 57,7. Pred. 10,8. Syr. 27,25 f.
Οστις σκαπτει λακκον, θελει πεσει εις αυτον και ο λιθος θελει επιστρεψει επι τον κυλιοντα αυτον.
 En lögnaktig tunga hatar dem hon har krossat,  och en hal mun kommer fall åstad.
Η ψευδης γλωσσα μισει τους υπ αυτης καταθλιβομενους και το απατηλον στομα εργαζεται καταστροφην.