Job 19

А Йов відповів та й сказав:
Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν
Аж доки смутити ви будете душу мою, та душити словами мене?
Εως ποτε θελετε θλιβει την ψυχην μου, και θελετε με κατασυντριβει με λογους;
Десять раз це мене ви соромите, гнобити мене не стидаєтесь!...
Δεκακις ηδη με ωνειδισατε δεν αισχυνεσθε να σκληρυνησθε εναντιον μου;
Якщо справді зблудив я, то мій гріх при мені позостане.
Και εαν τωοντι εσφαλα, το σφαλμα μου μενει εν εμοι.
Чи ви величаєтесь справді над мною, і виказуєте мою ганьбу на мене?
Αλλ εαν θελητε εξαπαντος να μεγαλυνθητε εναντιον μου, και να ριπτητε κατ εμου το ονειδος μου,
Знайте тоді, що Бог скривдив мене, і тенета Свої розточив надо мною!
μαθετε τωρα οτι ο Θεος με κατεστρεψε, και με περιεκυκλωσε με το δικτυον αυτου.
Ось ґвалт! я кричу, та не відповідає ніхто, голошу, та немає суду!...
Ιδου, φωναζω, Αδικια αλλα δεν εισακουομαι επικαλουμαι, αλλ ουδεμια κρισις.
Він дорогу мою оточив і я не перейду, Він поклав на стежки мої темряву!
Εφραξε την οδον μου, και δεν δυναμαι να περασω, και εθεσε σκοτος εις τας τριβους μου.
Він стягнув з мене славу мою і вінця зняв мені з голови!
Με εξεδυσε την δοξαν μου, και αφηρεσε τον στεφανον της κεφαλης μου.
Звідусіль Він ламає мене, і я йду, надію мою, як те дерево, вивернув Він...
Με ηφανισε πανταχοθεν, και χανομαι και εξερριζωσε την ελπιδα μου ως δενδρον.
І на мене Свій гнів запалив, і зарахував Він мене до Своїх ворогів:
Και εξηψε κατ εμου τον θυμον αυτου, και με στοχαζεται ως εχθρον αυτου.
полки Його разом приходять, і торують на мене дорогу свою, і таборують навколо намету мого...
Τα ταγματα αυτου ηλθον ομου και ητοιμασαν την οδον αυτων εναντιον μου, και εστρατοπεδευσαν περιξ της σκηνης μου.
Віддалив Він від мене братів моїх, а знайомі мої почужіли для мене,
Απεμακρυνεν απ εμου τους αδελφους μου, και ηλλοτριωθησαν ολως απ εμου οι γνωριμοι μου.
мої ближні відстали, і забули про мене знайомі мої...
Οι πλησιον μου με αφηκαν, και οι γνωστοι μου με ελησμονησαν.
Мешканці дому мого, і служниці мої за чужого вважають мене, чужаком я став в їхніх очах...
Οι κατοικουντες εν τω οικω μου και αι θεραπαιναι μου με στοχαζονται ως ξενον ξενος κατεσταθην εις τους οφθαλμους αυτων.
Я кличу свойого раба і він відповіді не дає, хоч своїми устами благаю його...
Καλω τον υπηρετην μου, και δεν αποκρινεται με το στομα μου ικετευσα αυτον.
Мій дух став бридкий для моєї дружини, а мій запах синам моєї утроби...
Η πνοη μου εγεινε ξενη εις την γυναικα μου, και αι παρακλησεις μου εις τα τεκνα της κοιλιας μου.
Навіть діти малі зневажають мене, коли я встаю, то глузують із мене...
Και αυτα τα παιδαρια με κατεφρονησαν εσηκωθην, και ελαλησαν εναντιον μου.
Мої всі повірники бридяться мною, а кого я кохав обернулись на мене...
Παντες οι μυστικοι φιλοι μου με εβδελυχθησαν και εκεινοι, τους οποιους ηγαπησα, εστραφησαν εναντιον μου.
До шкіри моєї й до тіла мого приліпилися кості мої, ще біля зубів лиш зосталася шкіра моя...
Τα οστα μου εκολληθησαν εις το δερμα μου και εις την σαρκα μου και διεσωθην με το δερμα των οδοντων μου.
Змилуйтеся надо мною, о, змилуйтеся надо мною ви, ближні мої, бо Божа рука доторкнулась мене!...
Ελεησατε με, ελεησατε με, σεις φιλοι μου διοτι χειρ Θεου με επληγωσε.
Чого ви мене переслідуєте, немов Бог, і не насичуєтесь моїм тілом?
Δια τι με κατατρεχετε ως ο Θεος, και δεν εχορτασθητε απο των σαρκων μου;
О, коли б записати слова мої, о, коли б були в книжці вони позазначувані,
Ω και να εγραφοντο οι λογοι μου να ενετυπουντο εν βιβλιω
коли б рильцем залізним та оливом в скелі навіки вони були витесані!
να ενεχαραττοντο επι βραχον δια σιδηρας γραφιδος και μολυβδου διαπαντος
Та я знаю, що мій Викупитель живий, і останнього дня Він підійме із пороху
Διοτι εξευρω οτι ζη ο Λυτρωτης μου, και θελει εγερθη εν τοις εσχατοις καιροις επι της γης
цю шкіру мою, яка розпадається, і з тіла свойого я Бога побачу,
και αφου μετα το δερμα μου το σωμα τουτο φθαρη, παλιν με την σαρκα μου θελω ιδη τον Θεον
сам я побачу Його, й мої очі побачать, а не очі чужі... Тануть нирки мої в моїм нутрі!...
τον οποιον αυτος εγω θελω ιδει, και θελουσι θεωρησει οι οφθαλμοι μου, και ουχι αλλος οι νεφροι μου κατατηκονται εν τω κολπω μου.
Коли скажете ви: Нащо будемо гнати його, коли корень справи знаходиться в ньому!
Αλλα σεις επρεπε να ειπητε, Δια τι κατατρεχομεν αυτον; επειδη η ριζα του πραγματος ευρισκεται εν εμοι.
то побійтесь меча собі ви, бо гнів за провину то меч, щоб ви знали, що є ще Суддя!...
Φοβηθητε την ρομφαιαν διοτι η ρομφαια ειναι ο εκδικητης των ανομιων, δια να γνωρισητε οτι υπαρχει κρισις.