Proverbs 31

Detta är konung Lemuels ord, vad hans moder sade, när hon förmanade honom:
Οι λογοι του βασιλεως Λεμουηλ, ο χρησμος, τον οποιον η μητηρ αυτου εδιδαξεν αυτον.
 Hör, min son, ja, hör, du mitt livs son,  hör, du mina löftens son.
Τι, υιε μου; και τι, τεκνον της κοιλιας μου; και τι, υιε των ευχων μου;
 Giv icke din kraft åt kvinnor,  vänd icke dina vägar till dem som äro konungars fördärv.5 Mos. 17,17.
Μη δωσης τας δυναμεις σου εις τας γυναικας, μηδε τας οδους σου εις τας αφανιστριας των βασιλεων.
 Ej konungar tillkommer det, Lemoel,  ej konungar tillkommer det att dricka vin  ej furstar att fråga efter starka drycker.Pred. 10,16 f.
Δεν ειναι των βασιλεων, Λεμουηλ, δεν ειναι των βασιλεων να πινωσιν οινον, ουδε των ηγεμονων, σικερα
 De kunde eljest under sitt drickande förgäta lagen  och förvända rätten för alla eländets barn.Jes. 5,22 f. 28,7.
μηποτε πιοντες λησμονησωσι τον νομον και διαστρεψωσι την κρισιν τινος τεθλιμμενου.
 Nej, åt den olycklige give man starka drycker  och vin åt dem som hava en bedrövad själ.Syr. 31,28.
Διδετε σικερα εις τους τεθλιμμενους, και οινον εις τους πεπικραμενους την ψυχην
 Må dessa dricka och förgäta sitt armod  och höra upp att tänka på sin vedermöda.
δια να πιωσι και να λησμονησωσι την πτωχειαν αυτων και να μη ενθυμωνται πλεον την δυστυχιαν αυτων.
 Upplåt din mun till förmån för den stumme  och till att skaffa alla hjälplösa rätt.Job 29,12 f. Ords. 24,1l.
Ανοιγε το στομα σου υπερ του αφωνου, υπερ της κρισεως παντων των εγκαταλελειμμενων.
 Ja, upplåt din mun och döm med rättvisa,  och skaffa den betryckte och fattige rätt.Ps. 82,3. Jes. 1,17               ----
Ανοιγε το στομα σου, κρινε δικαιως, και υπερασπιζου τον πτωχον και τον ενδεη.
 En idog hustru, var finner man en sådan?  Långt högre än pärlor står hon i pris.Ords. 18,22. 19,14. Syr. 26,1.
Γυναικα εναρετον τις θελει ευρει; διοτι η τοιαυτη ειναι πολυ τιμιωτερα υπερ τους μαργαριτας.
 På henne förlitar sig hennes mans hjärta,  och bärgning kommer icke att fattas honom.Ords 12,4 14,1.
Η καρδια του ανδρος αυτης θαρρει επ αυτην, και δεν θελει στερεισθαι αφθονιας.
 Hon gör honom vad ljuvt är och icke vad lett är,  i alla sina levnadsdagar.
Θελει φερει εις αυτον καλον και ουχι κακον, πασας τας ημερας της ζωης αυτης.
 Omsorg har hon om ull och lin  och låter sina händer arbeta med lust.
Ζητει μαλλιον και λιναριον και εργαζεται ευχαριστως με τας χειρας αυτης.
 Hon är såsom en köpmans skepp,  sitt förråd hämtar hon fjärran ifrån.
Ειναι ως τα πλοια των εμπορων φερει την τροφην αυτης απο μακροθεν.
 Medan det ännu är natt, står hon upp  och sätter fram mat åt sitt husfolk,  åt tjänarinnorna deras bestämda del.
Και εγειρεται ενω ειναι ετι νυξ και διδει τροφην εις τον οικον αυτης, και εργα εις τας θεραπαινας αυτης.
 Hon har planer på en åker, och hon skaffar sig den;  av sina händers förvärv planterar hon en vingård.
Θεωρει αγρον και αγοραζει αυτον εκ του καρπου των χειρων αυτης φυτευει αμπελωνα.
 Hon omgjordar sina länder med kraft  och lägger driftighet i sina armar.
Ζωνει την οσφυν αυτης με δυναμιν, και ενισχυει τους βραχιονας αυτης.
 Så förmärker hon att hennes hushållning går väl;  hennes lampa släckes icke ut om natten.
Αισθανεται οτι το εμποριον αυτης ειναι καλον ο λυχνος αυτης δεν σβυνεται την νυκτα.
 Till spinnrocken griper hon med sina händer,  och hennes fingrar fatta om sländan.
Βαλλει τας χειρας αυτης εις το αδρακτιον και κρατει εν τη χειρι αυτης την ηλακατην.
 För den betryckte öppnar hon sin hand  och räcker ut sina armar mot den fattige.
Ανοιγει την χειρα αυτης εις τους πτωχους και εκτεινει τας χειρας αυτης προς τους ενδεεις.
 Av snötiden fruktar hon intet för sitt hus,  ty hela hennes hus har kläder av scharlakan.
Δεν φοβειται την χιονα δια τον οικον αυτης διοτι πας ο οικος αυτης ειναι ενδεδυμενοι διπλα.
 Sköna täcken gör hon åt sig,  hon har kläder av finaste linne och purpur.
Καμνει εις εαυτην σκεπασματα το ενδυμα αυτης ειναι βυσσος και πορφυρα.
 Hennes man är känd i stadens portar,  där han sitter bland landets äldste.
Ο ανηρ αυτης γνωριζεται εν ταις πυλαις, οταν καθηται μεταξυ των πρεσβυτερων του τοπου.
 Fina linneskjortor gör hon och säljer dem,  och bälten avyttrar hon till krämaren.
Καμνει λεπτον πανιον και πωλει και διδει ζωνας εις τους εμπορους.
 Kraft och heder är hennes klädnad,  och hon ler mot den dag som kommer.
Ισχυν και ευπρεπειαν ειναι ενδεδυμενη και ευφραινεται δια τον μελλοντα καιρον.
 Sin mun upplåter hon med vishet,  och har vänlig förmaning på sin tunga.
Ανοιγει το στομα αυτης εν σοφια και επι της γλωσσης αυτης ειναι νομος ευμενειας.
 Hon vakar över ordningen i sitt hus  och äter ej i lättja sitt bröd.
Επαγρυπνει εις την κυβερνησιν του οικου αυτης και αρτον οκνηριας δεν τρωγει.
 Hennes söner stå upp och prisa henne säll,  hennes man likaså och förkunnar hennes lov:
Τα τεκνα αυτης σηκονονται και μακαριζουσιν αυτην ο ανηρ αυτης, και επαινει αυτην
 »Många idoga kvinnor hava funnits,  men du, du övergår dem allasammans.»
Πολλαι θυγατερες εφερθησαν αξιως, αλλα συ υπερεβης πασας.
 Skönhet är förgänglig och fägring en vindfläkt;  men prisas må en hustru som fruktar HERREN.Ords. 11,23.
Ψευδης ειναι η χαρις και ματαιον το καλλος η γυνη η φοβουμενη τον Κυριον, αυτη θελει επαινεισθαι.
 Må hon få njuta sina gärningars frukt;  hennes verk skola prisa henne i portarna.
Δοτε εις αυτην εκ του καρπου των χειρων αυτης και τα εργα αυτης ας επαινωσιν αυτην εν ταις πυλαις.