Psalms 22

Εις τον πρωτον μουσικον, επι Αγελεθ Σαχαρ. Ψαλμος του Δαβιδ. Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες; δια τι ιστασαι μακραν απο της σωτηριας μου και απο των λογων των στεναγμων μου;
För sångmästaren, efter »Morgonrodnadens hind»; en psalm av David.
Θεε μου, κραζω την ημεραν, και δεν αποκρινεσαι και την νυκτα, και δεν σιωπω.
 Min Gud, min Gud,      varför har du övergivit mig?  Jag brister ut och klagar,      men min frälsning är fjärran.
Συ δε ο Αγιος κατοικεις μεταξυ των επαινων του Ισραηλ.
 Men Gud, jag ropar om dagen,      men du svarar icke,  så ock om natten,      men jag får ingen ro.
Επι σε ηλπισαν οι πατερες ημων ηλπισαν, και ηλευθερωσας αυτους.
 Och dock är du den Helige,  den som tronar på Israels lovsånger.
Προς σε εκραξαν και εσωθησαν επι σε ηλπισαν και δεν κατησχυνθησαν.
 På dig förtröstade våra fäder;  de förtröstade, och du räddade dem.
Εγω δε ειμαι σκωληξ και ουχι ανθρωπος ονειδος ανθρωπων και εξουθενημα του λαου.
 Till dig ropade de och blevo hulpna;  på dig förtröstade de och kommo icke på skam.
Με εμυκτηρισαν παντες οι βλεποντες με ανοιγουσι τα χειλη, κινουσι την κεφαλην, λεγοντες,
 Men jag är en mask,      och icke en människa,  till smälek bland män,      föraktad av folket.
Ηλπισεν επι τον Κυριον ας ελευθερωση αυτον ας σωση αυτον, επειδη θελει αυτον.
 Alla som se mig      bespotta mig;  de ia upp munnen,      de skaka huvudet:
Αλλα συ εισαι ο εκσπασας με εκ της κοιλιας η ελπις μου απο των μαστων της μητρος μου.
 »Befall dig åt HERREN!      Han befrie honom,  han rädde honom,      ty han har ju behag till honom.»
Επι σε ερριφθην εκ μητρας εκ κοιλιας της μητρος μου συ εισαι ο Θεος μου.
 Ja, det var du som hämtade mig ut ur moderlivet  och lät mig vila trygg vid min moders bröst.
Μη απομακρυνθης απ εμου διοτι η θλιψις ειναι πλησιον διοτι ουδεις ο βοηθων.
 På dig är jag kastad allt ifrån modersskötet;  du är min Gud allt ifrån min moders liv.
Ταυροι πολλοι με περιεκυκλωσαν ταυροι δυνατοι εκ Βασαν με περιεστοιχισαν.
 Var icke långt ifrån mig,      ty nöd är nära,      och det finnes ingen hjälpare.
Ηνοιξαν επ εμε το στομα αυτων, ως λεων αρπαζων και βρυχομενος.
 Tjurar i mängd omgiva mig,  Basans oxar omringa mig.
Εξεχυθην ως υδωρ, και εξηρθρωθησαν παντα τα οστα μου η καρδια μου εγεινεν ως κηριον, κατατηκεται εν μεσω των εντοσθιων μου.
 Såsom glupande och rytande lejon  iar man upp gapet mot mig.
Η δυναμις μου εξηρανθη ως οστρακον, και η γλωσσα μου εκολληθη εις τον λαρυγγα μου και συ με κατεβιβασας εις το χωμα του θανατου.
 Jag är lik vatten som utgjutes,  alla mina leder hava skilts åt;  mitt hjärta är såsom vax,  det smälter i mitt liv.
Διοτι κυνες με περιεκυκλωσαν συναξις πονηρευομενων με περιεκλεισεν ετρυπησαν τας χειρας μου και τους ποδας μου
 Min kraft är förtorkad och lik en lerskärva,  min tunga låder vid min gom,  och du lägger mig i dödens stoft.
Δυναμαι να αριθμησω παντα τα οστα μου ουτοι με ενατενιζουσι και με παρατηρουσι.
 Ty hundar omgiva mig;  de ondas hop har kringränt mig,  mina händer och fötter hava de genomborrat.
Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον.
 Jag kan räkna alla mina ben;  de skåda därpå, de se med lust på mig.
Αλλα συ, Κυριε, μη απομακρυνθης συ, η δυναμις μου, σπευσον εις βοηθειαν μου.
 De dela mina kläder mellan sig  och kasta lott om min klädnad.
Ελευθερωσον απο ρομφαιας την ψυχην μου την μεμονωμενην μου απο δυναμεως κυνος.
 Men du, HERRE, var icke fjärran;  du min starkhet, skynda till min hjälp.
Σωσον με εκ στοματος λεοντος και εισακουσον μου, ελευθερονων με απο κερατων μονοκερωτων.
 Rädda min själ från svärdet,  mitt liv ur hundarnas våld.
Θελω διηγεισθαι το ονομα σου προς τους αδελφους μου εν μεσω συναξεως θελω σε επαινει.
 Fräls mig från lejonets gap.  Ja, du bönhör mig och räddar mig undan vildoxarnas horn.
Οι φοβουμενοι τον Κυριον, αινειτε αυτον απαν το σπερμα Ιακωβ, δοξασατε αυτον και φοβηθητε αυτον, απαν το σπερμα Ισραηλ.
 Då skall jag förkunna ditt namn för mina bröder,  mitt i församlingen skall jag prisa dig:
Διοτι δεν εξουθενωσε και δεν απεστραφη την θλιψιν του τεθλιμμενου, και δεν εκρυψε το προσωπον αυτου απ αυτου και οτε εβοησε προς αυτον, εισηκουσεν.
 I som frukten HERREN, loven honom;  ären honom, alla Jakobs barn,  och bäven för honom, alla Israels barn.
Απο σου θελει αρχιζει η αινεσις μου εν εκκλησια μεγαλη θελω αποδωσει τας ευχας μου ενωπιον των φοβουμενων αυτον.
 Ty han föraktade icke den betrycktes elände  och höll det icke för en styggelse;  han fördolde icke sitt ansikte för honom,  och när han ropade, lyssnade han till honom.
Οι τεθλιμμενοι θελουσι φαγει και θελουσι χορτασθη θελουσιν αινεσει τον Κυριον οι εκζητουντες αυτον η καρδια σας θελει ζη εις τον αιωνα.
 Genom dig skall min lovsång ljuda      i den stora församlingen;  mina löften får jag infria      inför dem som frukta honom.
Θελουσιν ενθυμηθη και επιστραφη προς τον Κυριον παντα τα περατα της γης και θελουσι προσκυνησει ενωπιον σου πασαι αι φυλαι των εθνων.
 De ödmjuka skola äta och bliva mätta,  de som söka HERREN skola få lova honom;  ja, edra hjärtan skola leva evinnerligen.
Διοτι του Κυριου ειναι η βασιλεια, και αυτος εξουσιαζει τα εθνη.
 Alla jordens ändar skola betänka det      och omvända sig till HERREN.  Hedningarnas alla släkter      skola tillbedja inför dig.
Θελουσι φαγει και θελουσι προσκυνησει παντες οι παχεις της γης ενωπιον αυτου θελουσι κλινει παντες οι καταβαινοντες εις το χωμα και ουδεις την ζωην αυτου θελει δυνηθη να φυλαξη.
 Ty riket är HERRENS,      och han råder över hedningarna.
Οι μεταγενεστεροι θελουσι δουλευσει αυτον θελουσιν αναγραφη εις τον Κυριον ως γενεα αυτου.
 Ja, alla mäktiga på jorden      skola äta och tillbedja;  inför honom skola knäböja      alla de som måste fara ned i graven,  de som icke kunna behålla      sin själv vid liv.
Θελουσιν ελθει και αναγγειλει την δικαιοσυνην αυτου, προς λαον, οστις μελλει να γεννηθη διοτι αυτος εκαμε τουτο.
 Kommande ättled skola tjäna honom;  man skall förtälja om Herren för ett annat släkte. [ (Psalms 22:32)  Man skall träda upp och förkunna hans rättfärdighet,  ja, bland folk som skola födas att han har gjort det. ]