Proverbs 23

Οταν καθησης να φαγης μετα αρχοντος, παρατηρει επιμελως τα παρατιθεμενα εμπροσθεν σου
 När du sitter till bords med en furste,  så besinna väl vad du har framför dig,Syr. 31,12 f.
και βαλε μαχαιραν εις τον λαιμον σου, εαν ησαι αδηφαγος
 och sätt en kniv på din strupe,  om du är alltför hungrig.
μη επιθυμει τα εδεσματα αυτου διοτι ταυτα ειναι τροφη δολιοτητος.
 Var ej lysten efter hans smakliga rätter,  ty de äro en bedräglig kost.
Μη μεριμνα δια να γεινης πλουσιος απεχε απο της σοφιας σου.
 Möda dig icke för att bliva rik;  avstå från att bruka klokskap.
Θελεις επιστησει τους οφθαλμους σου εις το μη υπαρχον; διοτι ο πλουτος κατασκευαζει βεβαιως εις εαυτον πτερυγας ως αετου και πετα προς τον ουρανον.
 Låt icke dina blickar flyga efter det som ej har bestånd;  ty förvisso gör det sig vingar  och flyger sin väg, såsom örnen mot himmelen.
Μη τρωγε τον αρτον του φθονερου, μηδε επιθυμει τα εδεσματα αυτου
 Ät icke den missunnsammes bröd,  och var ej lysten efter hans smakliga rätter;
διοτι καθως φρονει εν τη ψυχη αυτου, τοιουτος ειναι φαγε και πιε, λεγει προς σε αλλ η καρδια αυτου δεν ειναι μετα σου.
 ty han förfar efter sina själviska beräkningar.  »Ät och drick» kan han val säga till dig,  men hans hjärta är icke med dig.
Το ψωμιον, το οποιον εφαγες, θελεις εξεμεσει και θελεις χασει τας γλυκειας συνομιλιας σου.
 Den bit du har ätit måste du utspy,  och dina vänliga ord har du förspillt.
Μη λαλει εις τα ωτα του αφρονος διοτι θελει καταφρονησει την σοφιαν των λογων σου.
 Tala icke för en dåres öron,  ty han föraktar vad klokt du säger.Ords. 9,8. Matt. 7,6.
Μη μετακινει ορια αρχαια και μη εισελθης εις τους αγρους των ορφανων
 Flytta icke ett gammalt råmärke,  och gör icke intrång på de faderlösas åkrar.2 Mos. 22,22 f. 5 Mos. 19,14. 27.17. Ords. 22,28.
διοτι ο Λυτρωτης αυτων ειναι ισχυρος αυτος θελει εκδικασει την δικην αυτων εναντιον σου.
 Ty deras bördeman är stark;  han skall utföra deras sak mot dig.2 Mos. 22,23. 3 Mos. 25,26. Ps. 68,6. Ords. 22,23.
Προσκολλησον την καρδιαν σου εις την παιδειαν και τα ωτα σου εις τους λογους της γνωσεως.
 Vänd ditt hjärta till tuktan  och dina öron till de ord som giva kunskap.Ords. 19,27.
Μη φειδου να παιδευης το παιδιον διοτι εαν κτυπησης αυτο δια της ραβδου, δεν θελει αποθανει
 Låt icke gossen vara utan aga;  ty om du slår honom med riset, så bevaras han från döden;Ords. 13,24. 19,18. 22,16. Syr. 30,1 f
συ κτυπων αυτο δια της ραβδου, θελεις ελευθερωσει την ψυχην αυτου εκ του αδου.
 ja, om du slår honom med riset,  så räddar du hans själ undan dödsriket.
Υιε μου, εαν η καρδια σου γεινη σοφη, θελει ευφραινεσθαι και η καρδια εμου
 Min son, om ditt hjärta bliver vist,  så gläder sig ock mitt hjärta;Ords. 10,1. 27,11. 29,3.
και τα νεφρα μου θελουσιν αγαλλεσθαι, οταν τα χειλη σου λαλωσιν ορθα.
 ja, mitt innersta fröjdar sig,  när dina läppar tala vad rätt är.
Ας μη ζηλευη η καρδια σου τους αμαρτωλους αλλ εσο εν τω φοβω του Κυριου ολην την ημεραν
 Låt icke ditt hjärta avundas syndare,  men nitälska för HERRENS fruktan beständigt.Ords. 24,1.
διοτι βεβαιως ειναι αμοιβη, και η ελπις σου δεν θελει εκκοπη.
 Förvisso har du då en framtid,  och ditt hopp varder icke om intet.Ps. 37,37. Ords. 24,14, 20.
Ακουε συ, υιε μου, και γινου σοφος, και κατευθυνε την καρδιαν σου εις την οδον.
 Hör, du min son, och bliv vis,  och låt ditt hjärta gå rätta vägar.
Μη εσο μεταξυ οινοποτων, μεταξυ κρεοφαγων ασωτων
 Var icke bland vindrinkare,  icke bland dem som äro överdådiga i mat.
διοτι ο μεθυσος και ο ασωτος θελουσι πτωχευσει και ο υπνωδης θελει ενδυθη ρακη.
 Ty drinkare och frossare bliva fattiga,  och sömnaktighet giver trasiga kläder.Ords. 21,17.
Υπακουε εις τον πατερα σου, οστις σε εγεννησε και μη καταφρονει την μητερα σου, οταν γηραση.
 Hör din fader, som har fött dig,  och förakta icke din moder, när hon varder gammal.Ords. 1,8. Syr. 3,2 f.
Αγοραζε την αληθειαν και μη πωλει την σοφιαν και την παιδειαν και την συνεσιν.
 Sök förvärva sanning, och avhänd dig henne icke,  sök vishet och tukt och förstånd.
Ο πατηρ του δικαιου θελει χαρη σφοδρα και οστις γεννα σοφον υιον, θελει ευφραινεσθαι εις αυτον.
 Stor fröjd har den rättfärdiges fader;  den som har fått en vis son har glädje av honom.Ords. 10,1. 15,20.
Ο πατηρ σου και η μητηρ σου θελουσιν ευφραινεσθαι μαλιστα εκεινη, ητις σε εγεννησε, θελει χαιρει.
 Må då din fader och din moder få glädje,  och må hon som har fött dig kunna fröjda sig.
Υιε μου, δος την καρδιαν σου εις εμε, και ας προσεχωσιν οι οφθαλμοι σου εις τας οδους μου
 Giv mig, min son, ditt hjärta,  och låt mina vägar behaga dina ögon.
διοτι η πορνη ειναι λακκος βαθυς και η αλλοτρια γυνη στενον φρεαρ.
 Ty skökan är en djup grop,  och nästans hustru är en trång brunn.Ords. 22,14.
Αυτη προσετι ενεδρευει ως ληστης και πληθυνει τους παραβατας μεταξυ των ανθρωπων.
 Ja, såsom en rövare ligger hon på lur  och de trolösas antal förökar hon bland människorna.
Εις τινα ειναι ουαι; εις τινα στεναγμοι; εις τινα εριδες; εις τινα ματαιολογιαι; εις τινα κτυπηματα ανευ αιτιας; εις τινα φλογωσις οφθαλμων;
 Var är ve, var är jämmer?  Var äro trätor, var är klagan?  Var äro sår utan sak?  Var äro ögon höljda i dunkel?
Εις τους εγχρονιζοντας εν τω οινω εις εκεινους οιτινες διαγουσιν ανιχνευοντες οινοποσιας.
 Jo, där man länge sitter kvar vid vinet,  där man samlas för att pröva kryddade drycker.Jes. 5,11 f., 22.
Μη θεωρει τον οινον οτι κοκκινιζει, οτι διδει το χρωμα αυτου εις το ποτηριον, οτι καταβαινει ευαρεστως.
 Så se då icke på vinet, att det är så rött,  att det giver sådan glans i bägaren,  och att det så lätt rinner ned.Ef. 5,18.
Εν τω τελει αυτου δακνει ως οφις και κεντρονει ως βασιλισκος
 På sistone stinger det ju såsom ormen,  och likt basilisken sprutar det gift.
Οι οφθαλμοι σου θελουσι κυτταξει αλλοτριας γυναικας, και η καρδια σου θελει λαλησει αισχρα
 Dina ögon få då skåda sällsamma syner,  och ditt hjärta talar förvända ting.
και θελεις εισθαι ως κοιμωμενος εν μεσω θαλασσης, και ως κοιτωμενος επι κορυφης, καταρτιου
 Det är dig såsom låge du i havets djup,  eller såsom svävade du uppe i en mast:
με ετυπτον, θελεις ειπει, και δεν επονεσα με εδειραν, και δεν ησθανθην ποτε θελω εγερθη, δια να υπαγω να ζητησω αυτον παλιν;
 »De slå mig, men åt vållar mig ingen smärta,  de stöta mig, men jag känner det icke.  När skall jag då vakna upp,  så att jag återigen får skaffa mig sådant?»