Job 6

А Йов відповів та й сказав:
Ο δε Ιωβ απεκριθη και ειπεν
Коли б смуток мій вірно був зважений, а з ним разом нещастя моє підняли на вазі,
Ειθε να εζυγιζετο τωοντι η λυπη μου, και η συμφορα μου να ετιθετο ολη ομου εν τη πλαστιγγι.
то тепер воно тяжче було б від морського піску, тому нерозважне слова мої кажуть!...
Επειδη τωρα ηθελεν εισθαι βαρυτερα υπερ την αμμον της θαλασσης δια τουτο οι λογοι μου καταπινονται.
Бо в мені Всемогутнього стріли, і їхня отрута п'є духа мого, страхи Божі шикуються в бій проти мене...
Διοτι τα βελη του Παντοδυναμου ειναι εντος μου, των οποιων το φαρμακιον εκπινει το πνευμα μου οι τρομοι του Θεου παραταττονται εναντιον μου.
Чи дикий осел над травою реве? Хіба реве віл, коли ясла повні?
Ογκαται ο αγριος ονος παρα τη χλοη; η μυκαται ο βους παρα τη φατνη αυτου;
Чи без соли їдять несмачне, чи є смак у білкові яйця?
Τρωγεται το ανοστον χωρις αλατος; η υπαρχει γευσις εν τω λευκωματι του ωου;
Чого не хотіла торкнутись душа моя, все те стало мені за поживу в хворобі...
Τα πραγματα, τα οποια η ψυχη μου απεστρεφετο να εγγιση, εγειναν ως το αηδες φαγητον μου.
О, коли б же збулося прохання моє, а моє сподівання дав Бог!
Ειθε να απελαμβανον την αιτησιν μου, και να μοι εδιδεν ο Θεος την Επιθυμιαν μου.
О, коли б зволив Бог розчавити мене, простягнув Свою руку й мене поламав,
Και να ηθελεν ευδοκησει ο Θεος να με αφανιση να απολυση την χειρα αυτου και να με κοψη.
то була б ще потіха мені, і скакав би я в немилосердному болі, бо я не зрікався слів Святого!...
Και θελει εισθαι ετι η παρηγορια μου, οτι, και αν καταναλωθω εν τη θλιψει και αυτος δεν με λυπηθη, εγω δεν εκρυψα τους λογους του Αγιου.
Яка сила моя, що надію я матиму? І який мій кінець, щоб продовжити життя моє це?
Ποια η δυναμις μου, ωστε να εγκαρτερω; και ποιον το τελος μου, ωστε να υποφερη η ψυχη μου;
Чи сила камінна то сила моя? Чи тіло моє мідяне?
Μηπως η δυναμις μου ειναι δυναμις λιθων; η η σαρξ μου χαλκος;
Чи не поміч для мене в мені, чи спасіння від мене відсунене?
Μηπως δεν εξελιπεν εν εμοι η βοηθεια μου και απεμακρυνθη απ εμου η σωτηρια;
Для того, хто гине, товариш то ласка, хоча б опустив того страх Всемогутнього...
Εις τον τεθλιμμενον ελεος πρεπει παρα του φιλου αυτου αλλ αυτος εγκατελιπε τον φοβον του Παντοδυναμου.
Брати мої зраджують, мов той потік, мов річище потоків, минають вони,
Οι αδελφοι μου εφερθησαν απατηλως ως χειμαρρος, ως ρευμα χειμαρρων παρηλθον
темніші від льоду вони, в них ховається сніг.
οιτινες θολονονται εκ του παγου, εις τους οποιους διαλυεται η χιων
Коли сонце їх гріє, вони висихають, у теплі гинуть з місця свого.
οταν θερμανθωσιν, εκλειπουσιν οταν γεινη θερμοτης, εξαλειφονται απο του τοπου αυτων.
Каравани дорогу свою відхиляють, уходять в пустиню й щезають.
Τα ιχνη της πορειας αυτων συστρεφονται καταντωσιν εις το μηδεν και χανονται
Каравани з Теми поглядають, походи з Шеви покладають надії на них.
τα πληθη της Θαιμα εθεωρουν, οι συνοδοιποροι της Σεβα περιεμενον αυτους
І засоромилися, що вони сподівались; до нього прийшли та й збентежились.
Εψευσθησαν της ελπιδος αυτων ηλθον εκει και ενετραπησαν.
Так і ви тепер стали ніщо, побачили страх і злякались!
Τωρα και σεις εισθε ως αυτοι ειδετε την πληγην μου και ετρομαξατε.
Чи я говорив коли: Дайте мені, а з маєтку свого дайте підкуп за мене,
Μηπως εγω ειπα, Φερετε προς εμε; η, Δοτε δωρον εις εμε απο της περιουσιας υμων;
і врятуйте мене з руки ворога, і з рук гнобителевих мене викупіть?
η, Ελευθερωσατε με εκ της χειρος του εχθρου; η, Λυτρωσατε με εκ της χειρος των ισχυρων;
Навчіть ви мене і я буду мовчати, а в чім я невмисне згрішив розтлумачте мені...
Διδαξατε με, και εγω θελω σιωπησει και δειξατε μοι κατα τι εσφαλα.
Які гострі слова справедливі, та що то доводить догана від вас?
Ποσον ισχυροι ειναι οι ορθοι λογοι αλλ ο ελεγχος σας, τι αποδεικνυει;
Чи ви думаєте докоряти словами? Бо на вітер слова одчайдушного,
Φανταζεσθε να ελεγξητε λογους, ενω αι ομιλιαι του απηλπισμενου ειναι ως ανεμος;
і на сироту нападаєте ви, і копаєте яму для друга свого!...
Τωοντι, σεις επιπιπτετε επι τον ορφανον, και σκαπτετε λακκον εις τον φιλον σας.
Та звольте поглянути на мене тепер, а я не скажу перед вами неправди.
Τωρα λοιπον ευαρεστηθητε να εμβλεψητε εις εμε, διοτι εμπροσθεν υμων κειται αν εγω ψευδωμαι.
Верніться ж, хай кривди не буде, і верніться, ще в тім моя правда!
Επιστρεψατε, παρακαλω ας μη γεινη αδικια ναι, επιστρεψατε παλιν η δικαιοσυνη μου ειναι εν τουτω.
Хіба в мене на язиці є неправда? чи ж не маю смаку, щоб розпізнати нещастя?
Υπαρχει αδικια εν τη γλωσση μου; δεν δυναται ο ουρανισκος μου να διακρινη τα διεφθαρμενα;