Job 17

Το πνευμα μου φθειρεται, αι ημεραι μου σβυνονται, οι ταφοι ειναι ετοιμοι δι εμε.
Мій дух заламавсь, мої дні погасають, зостались мені самі гроби!...
Δεν ειναι χλευασται πλησιον μου; και δεν διανυκτερευει ο οφθαλμος μου εν ταις πικριαις αυτων;
Дійсно, насмішки зо мною, й моє око в розгірченні їхнім ночує...
Ασφαλισον με, δεομαι γενου εις εμε εγγυητης πλησιον σου τις ηθελεν εγγυηθη εις εμε;
Поклади, дай заставу за мене Ти Сам, хто ж то той, що умову зо мною заб'є по руках?
Διοτι συ εκρυψας την καρδιαν αυτων απο συνεσεως δια τουτο δεν θελεις υψωσει αυτους.
Бо від розуміння закрив Ти їх серце тому не звеличуєш їх.
Του λαλουντος με απατην προς τους φιλους, και οι οφθαλμοι των τεκνων αυτου θελουσι τηκεσθαι.
Він призначує ближніх на поділ, а очі синів його темніють,
Και με κατεστησε παροιμιαν των λαων και ενωπιον αυτων κατεσταθην ονειδος.
Він поставив мене за прислів'я в народів, і став я таким, на якого плюють...
Και ο οφθαλμος μου εμαρανθη υπο της θλιψεως, και παντα τα μελη μου εγειναν ως σκια.
З безталання потемніло око моє, а всі члени мої як та тінь...
Οι ευθεις θελουσι θαυμασει εις τουτο, και ο αθωος θελει διεγερθη κατα του υποκριτου.
Праведники остовпіють на це, і невинний встає на безбожного.
Ο δε δικαιος θελει κρατει την οδον αυτου, και ο καθαρος τας χειρας θελει επαυξησει την δυναμιν αυτου.
І праведний буде держатись дороги своєї, а хто чисторукий побільшиться в силі.
σεις δε παντες επιστραφητε, και ελθετε τωρα διοτι ουδενα συνετον θελω ευρει μεταξυ σας.
Але всі ви повернетеся, і приходьте, та я не знаходжу між вами розумного...
Αι ημεραι μου παρηλθον, εκοπησαν οι σκοποι μου, αι επιθυμιαι της καρδιας μου.
Мої дні проминули, порвалися думи мої, мого серця маєток,
Την νυκτα μετεβαλον εις ημεραν το φως ειναι πλησιον του σκοτους.
вони мені ніч обертають на день, наближують світло при темряві!
Εαν προσμενω, ο ταφος ειναι η κατοικια μου εστρωσα την κλινην μου εν τω σκοτει.
Якщо сподіваюсь, то тільки шеолу, як дому свого, в темноті постелю своє ложе...
Εβοησα προς την φθοραν, Εισαι, πατηρ μου προς τον σκωληκα, Μητηρ μου και αδελφη μου εισαι.
До гробу я кличу: О батьку ти мій! До черви: Моя мамо та сестро моя!...
Και που τωρα η ελπις μου; και την ελπιδα μου τις θελει ιδει;
Де ж тоді та надія моя? А надія моя, хто побачить її?
εις το βαθος του αδου θελει καταβη βεβαιως θελει αναπαυθη μετ εμου εν τω χωματι.
До шеолових засувів зійде вона, коли зійдемо разом до пороху...