I Chronicles 11

Då församlade sig hela Israel till David i Hebron och sade: »Vi äro ju ditt kött och ben.2 Sam. 5,1 f. 1 Krön. 12,23 f.
Τοτε συνηχθη πας ο Ισραηλ προς τον Δαβιδ εις Χεβρων, λεγοντες, Ιδου, οστουν σου και σαρξ σου ειμεθα.
Redan för länge sedan, redan då Saul ännu var konung, var det du som var ledare och anförare för Israel. Och till dig har HERREN, din Gud, sagt: Du skall vara en herde för mitt folk Israel, ja, du skall vara en furste över mitt folk Israel.»1 Sam. 13,14. 18,5 f. 19,8.
Και προτερον ετι και οτε εβασιλευεν ο Σαουλ, συ ησο ο εξαγων και εισαγων τον Ισραηλ και προς σε ειπε Κυριος ο Θεος σου, συ θελεις ποιμανει τον λαον μου τον Ισραηλ, και συ θελεις εισθαι ηγεμων επι τον λαον μου τον Ισραηλ.
När så alla de äldste i Israel kommo till konungen i Hebron, slöt David ett förbund med dem där i Hebron, inför HERREN; och sedan smorde de David till konung över Israel, i enlighet med HERRENS ord genom Samuel.1 Sam. 16,18.
Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ προς τον βασιλεα εις Χεβρων και εκαμεν ο Δαβιδ συνθηκην μετ αυτων εν Χεβρων ενωπιον του Κυριου και εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ, κατα τον λογον του Κυριου τον λαληθεντα δια του Σαμουηλ.
Och David drog med hela Israel till Jerusalem, det är Jebus; där befunno sig jebuséerna, som ännu bodde kvar i landet.2 Sam. 5,6 f.
Και υπηγον ο Δαβιδ και πας ο Ισραηλ εις Ιερουσαλημ, ητις ειναι η Ιεβους, οπου ησαν οι Ιεβουσαιοι, οι κατοικουντες την γην.
Och invånarna i Jebus sade till David: »Hitin kommer du icke.» Men David intog likväl Sions borg, det är Davids stad
Και οι κατοικοι της Ιεβους ειπον προς τον Δαβιδ, Δεν θελεις εισελθει ενταυθα. Αλλ ο Δαβιδ εκυριευσε το φρουριον Σιων, ητις ειναι η πολις Δαβιδ.
Och David sade: »Vemhelst som först slår ihjäl en jebusé, han skall bliva hövding och anförare.» Och Joab, Serujas son, kom först ditupp och blev så hövding.
Και ειπεν ο Δαβιδ, Οστις πρωτος παταξη τους Ιεβουσαιους, θελει εισθαι αρχηγος και στρατηγος. Πρωτος δε ανεβη ο Ιωαβ, ο υιος της Σερουιας, και εγεινεν αρχηγος.
Sedan tog David sin boning i bergfästet; därför kallade man det Davids stad.
Και κατωκησεν ο Δαβιδ εν τω φρουριω οθεν ωνομασαν αυτην πολιν Δαβιδ.
Och han uppförde befästningsverk runt omkring staden, från Millo och allt omkring; och Joab återställde det övriga av staden.
Και ωκοδομησε την πολιν κυκλοθεν απο Μιλλω και κυκλω και επεσκευασεν ο Ιωαβ το επιλοιπον της πολεως.
Och David blev allt mäktigare och mäktigare, och HERREN Sebaot var med honom
Και προεχωρει ο Δαβιδ μεγαλυνομενος και ο Κυριος των δυναμεων ητο μετ αυτου.
Och dessa äro de förnämsta bland Davids hjältar, vilka gåvo honom kraftig hjälp att bliva konung, de jämte hela Israel, och så skaffade honom konungaväldet, enligt HERRENS ord angående Israel.2 Sam. 23,8 f.
Ουτοι δε ησαν οι αρχηγοι των ισχυρων, τους οποιους ειχεν ο Δαβιδ, οιτινες ηγωνισθησαν μετ αυτου δια την βασιλειαν αυτου, μετα παντος του Ισραηλ, δια να καμωσιν αυτον βασιλεα, κατα τον λογον του Κυριου τον περι του Ισραηλ.
Detta är förteckningen på Davids hjältar: Jasobeam, son till en hakmonit, den förnämste bland kämparna, han som svängde sitt spjut över tre hundra som hade blivit slagna på en gång.1 Krön. 27,2.
Και ουτος ειναι ο αριθμος των ισχυρων τους οποιους ειχεν ο Δαβιδ Ιασωβεαμ ο υιος του Αχμονι, πρωτος των οπλαρχηγων ουτος σειων την λογχην αυτου εναντιον τριακοσιων, εθανατωσεν αυτους εν μια μαχη.
Och efter honom kom ahoaiten Eleasar, son till Dodo; han var en av de tre hjältarna.1 Krön. 27,4.
Και μετ αυτον Ελεαζαρ ο υιος του Δωδω ο Αχωχιτης, οστις ητο εις εκ των τριων ισχυρων.
Han var med David vid Pas-Dammim, när filistéerna där hade församlat sig till strid. Och där var ett åkerstycke, fullt med korn. Och folket flydde för filistéerna.
Ουτος ητο μετα του Δαβιδ εν Φασ−δαμμειμ, και οι Φιλισταιοι συνηθροισθησαν εκει δια πολεμον, οπου ητο μεριδιον αγρου πληρες κριθης ο δε λαος εφυγεν απο προσωπου των Φιλισταιων.
Då ställde de sig mitt på åkerstycket och försvarade det och slogo filistéerna; och HERREN lät dem så vinna en stor seger.
Και ουτοι εστηλωθησαν εν τω μεσω του μεριδιου και ηλευθερωσαν αυτο και επαταξαν τους Φιλισταιους και ο Κυριος εκαμε σωτηριαν μεγαλην.
En gång drogo tre av de trettio förnämsta männen ned över klippan till David vid Adullams grotta, medan en avdelning filistéer var lägrad i Refaimsdalen.1 Sam. 22,1.
Κατεβησαν ετι τρεις εκ των τριακοντα αρχηγων εις την πετραν προς τον Δαβιδ, εις το σπηλαιον Οδολλαμ το δε στρατοπεδον των Φιλισταιων εστρατοπεδευεν εν τη κοιλαδι Ραφαειμ.
Men David var då på borgen, under det att en filisteisk utpost fanns i Bet-Lehem.
Και ο Δαβιδ ητο τοτε εν τω οχυρωματι και η φρουρα των Φιλισταιων τοτε ο εν Βηθλεεμ.
Och David greps av lystnad och sade: »Ack att någon ville giva mig vatten att dricka från brunnen vid Bet-Lehems stadsport!»
Και επεποθησεν ο Δαβιδ υδωρ και ειπε, Τις ηθελε μοι δωσει να πιω υδωρ εκ του φρεατος της Βηθλεεμ, του εν τη πυλη;
Då bröto de tre sig igenom filistéernas läger och hämtade vatten ur brunnen vid Bet-Lehems stadsport och togo det och buro det till David. Men David ville icke dricka det, utan göt ut det såsom ett drickoffer åt HERREN.
Και οι τρεις διασχισαντες το στρατοπεδον των Φιλισταιων, ηντλησαν υδωρ εκ του φρεατος της Βηθλεεμ του εν τη πυλη, και λαβοντες εφεραν προς τον Δαβιδ πλην ο Δαβιδ δεν ηθελησε να πιη αυτο, αλλ εκαμεν αυτο σπονδην εις τον Κυριον,
Han sade nämligen: »Gud låte det vara fjärran ifrån mig att jag skulle göra detta! Skulle jag dricka dessa mäns blod, som hava vågat sina liv? Ty med fara för sina liv hava de burit det hit.» Och han ville icke dricka det. Sådana ting hade de tre hjältarna gjort.
λεγων, Μη γενοιτο εις εμε παρα του Θεου μου να καμω τουτο θελω πιει το αιμα των ανδρων τουτων, οιτινες εξεθεσαν την ζωην αυτων εις κινδυνον; διοτι μετα κινδυνου της ζωης αυτων εφεραν αυτο. Δια τουτο δεν ηθελησε να πιη αυτο ταυτα εκαμον οι τρεις ισχυροι.
Absai, Joabs broder, var den förnämste av tre andra; han svängde en gång sitt spjut över tre hundra som hade blivit slagna. Och han hade ett stort namn bland de tre.
Και Αβισαι ο αδελφος του Ιωαβ, ουτος ητο πρωτος των τριων και ουτος σειων την λογχην αυτου εναντιον τριακοσιων, εθανατωσεν αυτους και απεκτησεν ονομα μεταξυ των τριων.
Han var dubbelt mer ansedd än någon annan i detta tretal, och han var deras hövitsman, men upp till de tre första kom han dock icke.
Εκ των τριων, ητο ενδοξοτερος υπερ τους δυο και εγεινεν αρχηγος αυτων δεν εφθασεν ομως μεχρι των τριων πρωτων.
Vidare Benaja, son till Jojada, som var son till en tapper, segerrik man från Kabseel; han slog ned de två Arielerna i Moab, och det var han som en snövädersdag steg ned och slog ihjäl lejonet i brunnen.1 Krön. 27,5 f.
Βεναιας ο υιος του Ιωδαε, ο υιος ανδρος δυνατου απο Καβσεηλ, οστις εκαμε πολλα ανδραγαθηματα, ουτος επαταξε τους δυο λεοντωδεις ανδρας του Μωαβ ουτος ετι κατεβη και επαταξε λεοντα εν μεσω του λακκου εν ημερα χιονος
Han slog ock ned den egyptiske mannen som var så reslig: fem alnar lång. Fastän egyptiern i handen hade ett spjut som liknade en vävbom, gick han ned mot honom, väpnad allenast med sin stav. Och han ryckte spjutet ur egyptiern hand och dräpte honom med hans eget spjut.
ουτος ετι επαταξε τον ανδρα τον Αιγυπτιον, ανδρα μεγαλου αναστηματος, πενταπηχον και εν τη χειρι του Αιγυπτιου ητο λογχη ως αντιον υφαντου κατεβη δε προς αυτον με αβδον, και αρπασας την λογχην εκ της χειρος του Αιγυπτιου εθανατωσεν αυτον δια της ιδιας αυτου λογχης
Sådana ting hade Benaja, Jojadas son, gjort. Och han hade ett stort namn bland de tre hjältarna.
ταυτα εκαμε Βεναιας ο υιος του Ιωδαε, και απεκτησεν ονομα μεταξυ των τριων ισχυρων
Ja, han var mer ansedd än någon av de trettio, men upp till de tre första kom han icke. Och David satte honom till anförare för sin livvakt.
ιδου, αυτος εσταθη ενδοξοτερος των τριακοντα, δεν εφθασεν ομως μεχρι των τριων πρωτων και κατεστησεν αυτον ο Δαβιδ επι των δορυφορων αυτου.
De tappra hjältarna voro: Asael, Joabs broder, Elhanan, Dodos son, från Bet-Lehem;2 Sam. 2,18. f Krön. 27,7 f.
Και οι ισχυροι των στρατευματων ησαν Ασαηλ ο αδελφος του Ιωαβ, Ελχαναν ο υιος του Δωδω εκ της Βηθλεεμ,
haroriten Sammot; peloniten Heles;
Σαμμωθ ο Αρουριτης, Χελης ο Φελωνιτης,
tekoaiten Ira, Ickes' son; anatotiten Abieser;
Ιρας ο υιος του Ικκης ο Θεκωιτης, Αβιεζερ ο Αναθωθιτης,
husatiten Sibbekai; ahoaiten Ilai;
Σιββεχαι ο Χουσαθιτης, Ιλαι ο Αχωχιτης,
netofatiten Maherai; netofatiten Heled, Baanas son;
Μααραι ο Νετωφαθιτης, Χελεδ ο υιος του Βαανα Νετωφαθιτης,
Itai, Ribais son, från Gibea i Benjamins barns stam; pirgatoniten Benaja;
Ιτθαι ο υιος του Ριβαι εκ της Γαβαα των υιων Βενιαμιν, Βεναιας ο Πιραθωνιτης,
Hurai från Gaas' dalar; arabatiten Abiel;
Ουραι εκ των κοιλαδων Γαας, Αβιηλ ο Αρβαθιτης,
baharumiten Asmavet; saalboniten Eljaba;
Αζμαβεθ ο Βααρουμιτης, Ελιαβα ο Σααλβωνιτης,
gisoniten Bene-Hasem; harariten Jonatan, Sages son;
οι υιοι του Ασημ του Γιζονιτου, Ιωναθαν ο υιος του Σαγη ο Αραριτης,
harariten Ahiam, Sakars son; Elifal, Urs son;
Αχιαμ υιος του Σαχαρ ο Αραριτης, Ελιφαλ υιος του Ουρ,
mekeratiten Hefer; peloniten Ahia;
Εφερ ο Μεχηραθιτης, Αχια ο Φελωνιτης,
Hesro från Karmel; Naarai, Esbais son;
Εσρω ο Καρμηλιτης, Νααραι ο υιος του Εσβαι,
Joel, broder till Natan; Mibhar, Hagris son;
Ιωηλ ο αδελφος του Ναθαν, Μιβαρ ο υιος του Αγηρι,
ammoniten Selek; berotiten Naherai, vapendragare åt Joab, Serujas son;
Σελεκ ο Αμμωνιτης, Νααραι ο Βηρωθαιος, ο οπλοφορος του Ιωαβ υιου της Σερουιας,
jeteriten Ira; jeteriten Gareb;
Ιρας ο Ιεθριτης, Γαρηβ Ιεθριτης,
hetiten Uria; Sabad, Alais son;2 Sam. 11,3, 6 f.
Ουριας ο Χετταιος, Ζαβαδ ο υιος του Ααλαι,
rubeniten Adina, Sisas son, en huvudman bland rubeniterna, och jämte honom trettio andra;
Αδινα ο υιος του Σιζα του Ρουβηνιτου, αρχων των Ρουβηνιτων, και τριακοντα μετ αυτου,
Hanan, Maakas son, och mitniten Josafat;
Αναν ο υιος του Μααχα και Ιωσαφατ ο Μιθνιτης,
astarotiten Ussia; Sama och Jeguel, aroeriten Hotams söner;
Οζιας ο Αστερωθιτης, Σαμα και Ιεχιηλ οι υιοι του Χωθαν του Αροηριτου,
Jediael, Simris son, och hans broder Joha, tisiten;
Ιεδιαηλ ο υιος του Σιμρι και Ιωχα αδελφος αυτου ο Θισιτης,
Eliel-Hammahavim samt Jeribai och Josauja, Elnaams söner, och moabiten Jitma;
Ελιηλ ο Μααβιτης και Ιεριβαι και Ιωσαυια, οι υιοι του Ελνααμ, και Ιεθεμα ο Μωαβιτης,
slutligen Eliel, Obed och Jaasiel-Hammesobaja.
Ελιηλ και Ωβηδ και Ιασιηλ ο Μεσωβαιτης.