Judges 9

Na ka haere a Apimereke tama a Ierupaara ki Hekeme ki nga tungane o tona whaea, a ka korero ki a ratou, ki te hapu katoa ano hoki o te whare o te papa o tona whaea, ka mea,
Και υπηγεν Αβιμελεχ ο υιος του Ιεροβααλ εις Συχεμ προς τους αδελφους της μητρος αυτου και ειπε προς αυτους και προς πασαν την συγγενειαν του οικου του πατρος της μητρος αυτου, λεγων,
Tena, ki atu ki nga taringa o nga tangata katoa o Hekeme, Ko tehea te mea pai ki a koutou, ko nga tangata e whitu tekau, ko nga tama katoa a Ierupaara, hei kingi mo koutou, kia kotahi ranei te tangata hei kingi mo koutou? Kia mahara hoki he wheua ahau no koutou, he kikokiko no koutou.
Λαλησατε, παρακαλω, εις επηκοον παντων των ανδρων της Συχεμ, Τι ειναι καλητερον εις εσας, να αρχωσιν επανω σας παντες οι υιοι του Ιεροβααλ, εβδομηκοντα ανδρες, η να αρχη εις μονος επανω σας; και ενθυμηθητε οτι οστουν υμων και σαρξ υμων ειμαι.
Na ka korerotia e nga tungane o tona whaea enei kupu katoa mona ki nga taringa o nga tangata katoa o Hekeme, a ka anga o ratou ngakau ki te aru i a Apimereke; i mea hoki ratou, Ko to tatou teina ia.
Και ελαλησαν περι αυτου οι αδελφοι της μητρος αυτου εις επηκοον παντων των ανδρων της Συχεμ παντας τους λογους τουτους και εκλινεν η καρδια αυτων κατοπιν του Αβιμελεχ διοτι ειπον, Αδελφος ημων ειναι.
Na ka homai e ratou ki a ia etahi hiriwa, e whitu tekau, i roto i te whare o Paaraperiti, a ka utua e Apimereke ki aua mea etahi tangata wairangi, he hunga hikaka, a aru ana ratou i a ia.
Και εδωκαν εις αυτον εβδομηκοντα αργυρια εκ του οικου του Βααλ−βεριθ, και δι αυτων εμισθωσεν ο Αβιμελεχ ανδρας ποταπους και θρασεις, και ηκολουθησαν αυτον.
Na ka haere ia ki te whare o tona papa ki Opora, a patua iho e ia ona tuakana, ona teina, nga tama a Ierupaara, e whitu tekau nga tangata, i runga i te kohatu kotahi; otiia i mahue a Iotama te tama whakaotinga a Ierupaara; i piri hoki ia.
Και εισηλθεν εις τον οικον του πατρος αυτου εις Οφρα και εθανατωσε τους αδελφους αυτου τους υιους του Ιεροβααλ, εβδομηκοντα ανδρας, επι λιθον ενα εναπελειφθη ομως ο Ιωθαμ ο νεωτερος υιος του Ιεροβααλ, διοτι εκρυφθη.
Na ka huihui nga tangata katoa o Hekeme, ratou ko te whare katoa o Miro, a ka haere, ka mea i a Apimereke hei kingi, ki te oki i te pou i Hekeme.
Και συνηχθησαν παντες οι ανδρες της Συχεμ και πας ο οικος του Μιλλω και ελθοντες εκαμον τον Αβιμελεχ βασιλεα, πλησιον της δρυος της ισταμενης εν Συχεμ.
A ka korerotia ki a Iotama, na ka haere ia, a tu ana i runga i te tihi o Maunga Keritimi; na ka ara tona reo, ka karanga, ka mea ki a ratou, Whakarongo mai ki ahau, e nga tangata o Hekeme, kia whakarongo ai te Atua ki a koutou.
Και οτε ανηγγελθη τουτο εις τον Ιωθαμ, υπηγε και εσταθη επι την κορυφην του ορους Γαριζιν, και υψωσε την φωνην αυτου και εβοησε και ειπε προς αυτους, Ακουσατε μου, ανδρες της Συχεμ, και θελει σας ακουσει ο Θεος.
I haere nga rakau ki te whakawahi i tetahi kingi mo ratou, a ka mea ki te oriwa, Ko koe hei kingi mo matou.
Υπηγον ποτε τα δενδρα να χρισωσι βασιλεα εφ εαυτων και ειπον προς την ελαιαν, Βασιλευσον εφ ημων.
Na ka mea te oriwa ki a ratou, Kia whakarerea koia e ahau toku momonatanga, taku mea i whai kororia ai te Atua, te tangata, a kia haere ki runga i nga rakau tiwhaiwhai ai?
Αλλ η ελαια ειπε προς αυτα, Να αφησω εγω το παχος μου, δια της οποιας τιμωνται Θεος και ανθρωποι, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
Na ka mea nga rakau ki te piki, Haere mai hei kingi mo matou.
Και ειπον τα δενδρα προς την συκην, Ελθε συ, βασιλευσον εφ ημων.
Ano ra ko te piki ki a ratou, Kia whakarerea koia e ahau toku reka me oku hua pai, a kia haere ki runga i nga rakau tiwhaiwhai ai?
Αλλ η συκη ειπε προς αυτα, Να αφησω την γλυκυτητα μου και τον καρπον μου τον καλον, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
Katahi ka mea nga rakau ki te waina, Haere mai koe hei kingi mo matou.
Και ειπον τα δενδρα προς την αμπελον, Ελθε συ, βασιλευσον εφ ημων.
Na ka mea te waina ki a ratou, Kia whakarerea koia e ahau toku waina e whakahari nei i te Atua, i te tangata, a kia haere ki runga i nga rakau tiwhaiwhai ai?
Και ειπεν η αμπελος προς αυτα, Να αφησω τον οινον μου, οστις ευφραινει Θεον και ανθρωπους, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
Na ka mea nga rakau katoa ki te taraheke, Haere mai hei kingi mo matou.
Τοτε ειπον παντα τα δενδρα προς την ακανθαν, Ελθε συ, βασιλευσον εφ ημων.
Na ka mea te taraheke ki nga rakau, Ki te mea he pono ta koutou whakawahi i ahau hei kingi mo koutou, haere mai ki raro ki toku taumarumarutanga iho okioki ai, a ki te kahore, kia puta atu he ahi i roto i te taraheke hei kai i nga hita o Repanon a.
Και ειπεν η ακανθα προς τα δενδρα, Εαν αληθως σεις με χριητε βασιλεα υμων, ελθετε, καταφυγετε υπο την σκιαν μου ει δε μη, πυρ να εξελθη εκ της ακανθης και να καταφαγη τας κεδρους του Λιβανου.
Na ki te mea he pono, he tika, ta koutou mahi, i a koutou i mea nei i a Apimereke hei kingi, ki te pai hoki ta koutou mahi ki a Ierupaara ratou ko tona whare, ki te mea hoki i rite ki nga mahi a ona ringa ta koutou i mea ai ki a ia;
Τωρα λοιπον, εαν επραξατε εν αληθεια και ακεραιοτητι καμνοντες τον Αβιμελεχ βασιλεα, και εαν εφερθητε καλως προς τον Ιεροβααλ και προς τον οικον αυτου, και εαν εκαμετε προς αυτον κατα την αξιαν των χειρων αυτου
Na toku papa hoki i whawhai a koutou whawhai, a taruke ana ki te mate; a ora ake koutou i te ringa o Miriana:
διοτι ο πατηρ μου επολεμησε δια σας και ερριψοκινδυνευσε την ζωην αυτου και σας εσωσεν εκ της χειρος του Μαδιαμ
Na kua whakatika nei koutou i tenei ra ki te whare o toku papa, a patua iho ana tama, e whitu tekau tangata, ki runga ki te kohatu kotahi, a meinga ana a Apimereke, tama a tana pononga wahine hei kingi mo nga tangata o Hekeme, no te mea ko to ko utou teina ia;
και σεις εσηκωθητε σημερον εναντιον του οικου του πατρος μου και εθανατωσατε τους υιους αυτου, εβδομηκοντα ανδρας, επι λιθον ενα, και εκαμετε τον Αβιμελεχ, τον υιον της δουλης αυτου, βασιλεα επι παντων των ανδρων της Συχεμ, διοτι ειναι αδελφος σας
Na ki te mea he pono, he tika, ta koutou i mea ai ki a Ierupaara ratou ko tona whare i tenei ra, kia hari ki a Apimereke, kia hari hoki ia ki a koutou.
εαν λοιπον επραξατε σημερον εν αληθεια και ακεραιοτητι προς τον Ιεροβααλ και προς τον οικον αυτου, χαιρετε εις τον Αβιμελεχ και ας χαιρη και αυτος εις εσας.
Ki te kahore ia kia puta he ahi i a Apimereke hei kai i nga tangata o Hekeme, ratou ko te whare o Miro; kia puta hoki he ahi i nga tangata o Hekeme, i te whare hoki o Miro, hei kai a Apimereke.
ει δε μη, πυρ να εξελθη εκ του Αβιμελεχ και να καταφαγη τους ανδρας της Συχεμ και τον οικον του Μιλλω και πυρ να εξελθη εκ των ανδρων της Συχεμ και εκ του οικου του Μιλλω, και να καταφαγη τον Αβιμελεχ.
Na ko te rerenga i rere ai a Iotama, haere ana ki Peere, a noho ana i reira i te wehi o tona tuakana, o Apimereke.
Τοτε εφυγεν ο Ιωθαμ μετα σπουδης και υπηγεν εις Βηρ και κατωκησεν εκει, δια τον φοβον Αβιμελεχ του αδελφου αυτου.
A e toru nga tau o Apimereke e kawana ana i a Iharaira,
Και εβασιλευσεν ο Αβιμελεχ επι του Ισραηλ τρια ετη.
Na ka unga e te Atua he wairua kino hei wehe i a Apimereke ratou ko nga tangata o Hekeme; a ka mahi tinihanga nga tangata o Hekeme ki a Apimereke.
Και εξαπεστειλεν ο Θεος πνευμα πονηρον μεταξυ του Αβιμελεχ και των ανδρων της Συχεμ και εστασιασαν οι ανδρες της Συχεμ κατα του Αβιμελεχ
He mea mo te tukinotanga i nga tama e whitu tekau a Ierupaara kia eke mai, kia utaina o ratou toto ki runga ki to ratou teina, ki a Apimereke, nana nei ratou i patu; ki runga ano hoki i nga tangata o Hekeme nana nei i whakakaha ona ringa i patua ai ona tuakana, ona teina.
δια να ελθη η αδικια των εβδομηκοντα υιων του Ιεροβααλ, και να επελθη το αιμα αυτων επι τον Αβιμελεχ τον αδελφον αυτων τον θανατωσαντα αυτους, και επι τους ανδρας της Συχεμ, τους ενισχυσαντας τας χειρας αυτου, δια να θανατωση τους αδελφους αυτου.
Na ka whakanohoia e nga tangata o Hekeme he kaiwhanga mona ki nga tihi o nga maunga, a pahuatia ana e ratou te hunga katoa i puta ki a ratou i te ara; a ka korerotia ki a Apimereke.
Και εθεσαν κατ αυτου οι ανδρες της Συχεμ ενεδρας επι τας κορυφας των ορεων, και εγυμνονον παντας τους διαβαινοντας πλησιον αυτων δια της οδου και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ.
Na ka haere mai a Kaara tama a Epere ratou ko ona teina, a ka tae atu ki Hekeme; na ka whakawhirinaki nga tangata o Hekeme ki a ia.
Και ηλθε Γααλ ο υιος του Εβεδ και οι αδελφοι αυτου, και διεβησαν εις Συχεμ, και ενεπιστευθησαν εις αυτον οι ανδρες της Συχεμ.
Na ka haere ratou ki te mara, a whakiia ana nga hua o a ratou mara waina, takahia ana; na ka tuku hakari ratou, a ka haere ki te whare o to ratou atua, ka kai, ka inu, a kohukohua ana e ratou a Apimereke.
Και εξηλθον εις τους αγρους και ετρυγησαν τας αμπελους αυτων και επατησαν και ευθυμησαν, και υπηγαν εις τον οικον του Θεου αυτων και εφαγον και επιον, και κατηρασθησαν τον Αβιμελεχ.
I mea ano a Kaara tama a Epere, Ko wai a Apimereke, ko wai hoki a Hekeme e mahi ai tatou ki a ia? ehara ianei ia i te tama a Ierupaara? ko Tepuru hoki tana kaiwhakahauhau? me mahi koutou ki nga tangata a Hamora, a te papa o Hekeme: engari he aha tatou ka mahi ai ki a ia?
Και ειπε Γααλ ο υιος του Εβεδ, Τις ειναι ο Αβιμελεχ, και τις η Συχεμ, ωστε να δουλευωμεν εις αυτον; δεν ειναι ουτος ο υιος του Ιεροβααλ; και Ζεβουλ ο επιστατης αυτου; δουλευσατε εις τους ανδρας του Εμμωρ πατρος του Συχεμ και δια τι ημεις να δουλευωμεν εις εκεινον;
Na me i pai te Atua ki tenei iwi ki raro ki toku ringa! ina kua peia e ahau a Apimereke. Katahi ia ka mea ki a Apimereke, Whakanuia tou ope, puta mai hoki.
ειθε να εδιδετο ο λαος ουτος υπο την χειρα μου. Τοτε ηθελον εκδιωξει τον Αβιμελεχ. Και ειπε προς τον Αβιμελεχ, Πληθυνον το στρατευμα σου και εξελθε.
A, no te rongonga o Tepuru rangatira o te pa ki nga kupu a Kaara tama a Epere, ka mura tona riri.
Και ηκουσε Ζεβουλ ο αρχων της πολεως τους λογους Γααλ του υιου του Εβεδ, και εξηφθη ο θυμος αυτου
Na ka tono puku ia i etahi tangata ki a Apimereke hei me, Ko Kaara tama a Epere tenei, ratou ko ona teina, kua tae mai ki Hekeme; a kei te whakatutehu ratou i te pa kia tu atu ki a koe.
και απεστειλε κρυφιως μηνυτας προς τον Αβιμελεχ, λεγων, Ιδου, Γααλ ο υιος του Εβεδ και οι αδελφοι αυτου ηλθον εις Συχεμ και ιδου, αυτοι διεγειρουσι την πολιν εναντιον σου
Na reira whakatika i te po, a koe me au tangata, ka takoto tauwhanga ai i te parae.
δια τουτο λοιπον σηκωθητι την νυκτα, συ και ο λαος ο μετα σου, και βαλε ενεδρας εν τοις αγροις
A ka whiti te ra i te ata, ka maranga wawe koe, ka huaki ki te pa: a ka puta ia, ratou ko ana tangata ki te whawhai ki a koe, mau e mea ki a ia tau e kite ai.
και το πρωι, αμα ανατειλη ο ηλιος, θελεις σηκωθη ενωρις και θελεις εφορμησει επι την πολιν και ιδου, αυτος και ο λαος ο μετ αυτου θελουσιν εξελθει εναντιον σου, και συ θελεις καμει εις αυτον οπως δυνηθης.
Na ko te whakatikanga ake o Apimereke ratou ko ana tangata katoa i te po, a e wha o ratou matua i takoto tauwhanga ai mo Hekeme.
Και εσηκωθη ο Αβιμελεχ και πας ο λαος ο μετ αυτου την νυκτα και εβαλον εις ενεδραν κατα της Συχεμ τεσσαρα σωματα.
A ka puta atu a Kaara tama a Epere, ka tu i te tomokanga ki te kuwaha o te pa: na kua whakatika ake a Apimereke ratou ko ana tangata i te pehipehi.
Και εξηλθε Γααλ ο υιος του Εβεδ και εσταθη εν τη εισοδω της πυλης της πολεως και εσηκωθη ο Αβιμελεχ και ο λαος ο μετ αυτου εκ της ενεδρας.
A, i te kitenga o Kaara i aua tangata, ka mea ia ki a Tepuru, Nana, he tangata e heke mai ra i nga tihi o nga maunga. Na ka mea a Tepuru ki a ia, Ko te ata o nga maunga tau e kite na, me te mea he tangata.
Και οτε ειδεν ο Γααλ τον λαον, ειπε προς τον Ζεβουλ, Ιδου, λαος καταβαινει απο των κορυφων των ορεων ειπε δε προς αυτον ο Ζεβουλ, την σκιαν των ορεων βλεπεις συ ως ανδρας.
Na ka korero ano a Kaara, ka mea, Nana, titiro ki te hunga e heke mai ra ma waenganui o te whenua! kotahi hoki tera matua e haere mai ra i te ara i te oki o Meonenimi.
Και ελαλησε παλιν ο Γααλ και ειπεν, Ιδου, λαος καταβαινει απο των υψηλων του τοπου, και εν σωμα ερχεται δια της οδου της δρυος Μεωνενιμ.
Na ka mea a Tepuru ki a ia, Kei hea ra tou mangai i mea ra koe, Ko wai a Apimereke, e mahi ai tatou ki a ia? ehara ianei tenei i te iwi i whakahaweatia ra e koe? Na haere atu inaianei ki te whawhai ki a ia.
Τοτε ειπε προς αυτον ο Ζεβουλ, Που ειναι τωρα το στομα σου, με το οποιον ειπας, Τις ειναι ο Αβιμελεχ, ωστε να δουλευωμεν εις αυτον; Δεν ειναι ουτος ο λαος, τον οποιον εξουθενησας; εξελθε λοιπον τωρα και πολεμησον αυτους.
Na ka haere a Kaara i te aroaro o nga tangata o Hekeme ki te whawhai ki a Apimereke.
Και εξηλθεν ο Γααλ εμπροσθεν των ανδρων της Συχεμ και επολεμησε με τον Αβιμελεχ
Na ka whaia ia e Apimereke, a rere ana ia i tona aroaro, a he tokomaha i hinga, i patua, a te tomokanga ra ano o te kuwaha.
ο δε Αβιμελεχ κατεδιωξεν αυτον, και εφυγεν απ εμπροσθεν αυτου, και επεσον τετραυματισμενοι πολλοι εως της εισοδου της πυλης.
Na ka noho a Apimereke ki Aruma: a ka peia a Kaara ratou ko ona teina e Tepuru, kei noho ki Hekeme.
Και εκαθισεν Αβιμελεχ εν Αρουμα και εξεβαλεν ο Ζεβουλ τον Γααλ και τους αδελφους αυτου, δια να μη κατοικωσιν εν Συχεμ.
A i te aonga ake ka puta atu nga tangata ki te parae; a ka korerotia e ratou ki a Apimereke.
Και την επαυριον εξηλθεν ο λαος εις την πεδιαδα και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ.
Na ka mau ia ki nga tangata, a wehea ana e ia kia toru nga matua, a ka tauwhanga i te parae. A ka kite ia, na, kua puta mai te iwi i roto i te pa, ka whakatika ia ki a ratou a patua iho.
Τοτε ελαβε τον λαον και διηρεσεν αυτον εις τρια σωματα και εθεσεν ενεδρας εις την πεδιαδα και ειδε, και ιδου, ο λαος εξηρχετο εκ της πολεως και εσηκωθη εναντιον αυτων και επαταξεν αυτους.
I kokiri hoki a Apimereke ratou ko ana ngohi, a tu ana i te tomokanga ki te kuwaha o te pa: a kokiri ana nga ngohi e rua ki te hunga katoa i te parae, a patua iho.
Και ο Αβιμελεχ και το σωμα το μετ αυτον εφωρμησαν και εσταθησαν εν τη εισοδω της πυλης της πολεως τα δε αλλα δυο σωματα εφωρμησαν επι παντας τους εν τοις αγροις και επαταξαν αυτους.
A whakapaua ana e Apimereke taua ra ki te whawhai ki te pa, a horo ana te pa i a ia, patua iho hoki nga tangata katoa i roto; na wahia ana e ia te pa, ruia iho ki te tote.
Και επολεμει ο Αβιμελεχ εναντιον της πολεως ολην εκεινην την ημεραν και εκυριευσε την πολιν και εφονευσε τον λαον τον εν αυτη και κατεσκαψε την πολιν και εσπειρεν αυτην αλας.
A, no te rongonga o nga tangata katoa o te pourewa o Hekeme, ka haere ratou ki roto ki te taumaihi o te whare o te atua, o Periti.
Και οτε ηκουσαν παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ, εισηλθον εις το οχυρωμα του οικου του Θεου Βεριθ.
A ka korerotia ki a Apimereke kua huihui katoa nga tangata o te pourewa o Hekeme.
Και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ, οτι συνηθροισθησαν παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ.
Katahi ka piki atu a Apimereke ki Maunga Taramono, ratou ko ana tangata katoa; i mauria atu ano i Apimereke he toki i tona ringa; na ka tapahia e ia he rakau, a hapainga ana, amohia ana e ia i runga i ona pokohiwi, me te mea ano ki ana tangata, Ko ta koutou i kite nei e meatia ana e ahau, kia hohoro ta koutou pera.
Και ανεβη ο Αβιμελεχ εις το ορος Σαλμων, αυτος και πας ο λαος ο μετ αυτου και ελαβεν ο Αβιμελεχ την αξινην εις την χειρα αυτου και εκοψε κλαδον δενδρου, και εσηκωσεν αυτον και επεθεσεν επι των ωμων αυτου και ειπε προς τον λαον τον μετ αυτου, Ο, τι βλεπετε εμε πραττοντα, σπευσατε και σεις να πραξητε ως εγω.
Na ka tapahia he peka e tenei, e tenei o te iwi katoa, a haere ana ki te whai i a Apimereke: na ka whakatakotoria e ratou ki te taha o te taumaihi, a tahuna ana te taumaihi ki te ahi ki runga ki a ratou: na ka mate ano hoki nga tangata katoa o t e pourewa o Hekeme; ki te whakaaro iho kotahi mano nga tane, nga wahine.
Εκοψε λοιπον και πας ο λαος εκαστος τον κλαδον αυτου, και ακολουθησαντες τον Αβιμελεχ επεθεσαν αυτους εις το οχυρωμα και κατεκαυσαν εν πυρι το οχυρωμα επ αυτους και απεθανον ομου παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ, εως χιλιοι ανδρες και γυναικες.
Katahi ka haere a Apimereke ki Tepehe, a whakapaea ana a Tepehe e ia, a horo ana i a ia.
Τοτε υπηγεν ο Αβιμελεχ εις Θαβαις και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Θαβαις και εκυριευσεν αυτην.
Na i waenganui o te pa he pourewa kaha, a ka rere ki reira nga tane katoa, me nga wahine, nga tangata katoa o te pa, a tutakina ana mai ratou ki roto, a piki ana ratou ki runga ki te tuanui o te pourewa.
Αλλ ητο πυργος ισχυρος εν τω μεσω της πολεως, και κατεφυγον εκει παντες οι ανδρες και αι γυναικες και παντες οι κατοικοι της πολεως, και εκλεισαν οπισθεν αυτων και ανεβησαν εις το δωμα του πυργου.
Na ko te haerenga atu o Apimereke ki te pourewa, tauria ana e ia, ka whakatata hoki ki te kuwaha o te pourewa, he tahu ki te ahi.
Και υπηγεν ο Αβιμελεχ μεχρι του πυργου και επολεμει αυτον, και επλησιασε μεχρι της θυρας του πυργου δια να καυση αυτον εν πυρι.
Ko te tino makanga iho a tetahi wahine i to runga kohatu mira ki runga ki te matenga o Apimereke, na ngawha iho tona angaanga.
Και γυνη τις ερριψε τμημα μυλοπετρας επι την κεφαλην του Αβιμελεχ και συνεθλασε το κρανιον αυτου.
Na hohoro tonu tana karanga ki te tangata i mau i ana patu, ka mea ki a ia, Unuhia tau hoari, whakamatea hoki ahau, kei korerotia ahau, He wahine nana ia i patu. Na werohia ana ia e tana tangata, a ka mate.
Και εφωναξε ταχεως προς τον νεον τον οπλοφορον αυτου και ειπε προς αυτον, Συρε την μαχαιραν σου και θανατωσον με, δια να μη ειπωσι περι εμου, Γυνη εφονευσεν αυτον. Και ο νεος αυτου διεπερασεν αυτον, και απεθανε.
A, no te kitenga o nga tangata o Iharaira kua mate a Apimereke, ka haere ratou ki tona wahi, ki tona wahi.
Και οτε ειδον οι ανδρες Ισραηλ οτι απεθανεν ο Αβιμελεχ, ανεχωρησαν εκαστος εις τον τοπον αυτου.
Na i penei te whakautu a te Atua i te kino a Apimereke i meatia e ia ki tona papa, i a ia i patu ai i ona tuakana, i ona teina, e whitu tekau:
Ουτως ανταπεδωκεν ο Θεος την κακιαν του Αβιμελεχ, την οποιαν εκαμε προς τον πατερα αυτου, φονευσας τους εβδομηκοντα αδελφους αυτου.
Me te kino hoki a nga tangata o Hekeme, i whakautua katoatia e te Atua ki runga ki o ratou matenga; a ka tau iho ki a ratou te kanga a Iotama tama a Ierupaara.
Και πασαν την κακιαν των ανδρων της Συχεμ ο Θεος ανταπεδωκεν επι τας κεφαλας αυτων και ηλθεν επ αυτους η καταρα του Ιωθαμ υιου του Ιεροβααλ.