Acts 7

dixit autem princeps sacerdotum si haec ita se habent
Ειπε δε ο αρχιερευς Τωοντι ουτως εχουσι ταυτα;
qui ait viri fratres et patres audite Deus gloriae apparuit patri nostro Abraham cum esset in Mesopotamiam priusquam moraretur in Charram
Ο δε ειπεν Ανδρες αδελφοι και πατερες, ακουσατε. Ο Θεος της δοξης εφανη εις τον πατερα ημων Αβρααμ οτε ητο εν τη Μεσοποταμια, πριν κατοικηση εν Χαρραν,
et dixit ad illum exi de terra tua et de cognatione tua et veni in terram quam tibi monstravero
και ειπε προς αυτον Εξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενειας σου, και ελθε εις γην, την οποιαν θελω σοι δειξει.
tunc exiit de terra Chaldeorum et habitavit in Charram et inde postquam mortuus est pater eius transtulit illum in terram istam in qua nunc vos habitatis
Τοτε εξελθων εκ της γης των Χαλδαιων κατωκησεν εν Χαρραν και εκειθεν μετα τον θανατον του πατρος αυτου μετωκισεν αυτον εις την γην ταυτην, εις την οποιαν σεις κατοικειτε τωρα
et non dedit illi hereditatem in ea nec passum pedis et repromisit dare illi eam in possessionem et semini eius post ipsum cum non haberet filium
και δεν εδωκεν εις αυτον κληρονομιαν εν αυτη ουδε βημα ποδος, υπεσχεθη δε οτι θελει δωσει αυτην κτημα εις αυτην και εις το σπερμα αυτου μετ αυτον, ενω δεν ειχε τεκνον.
locutus est autem Deus quia erit semen eius accola in terra aliena et servituti eos subicient et male tractabunt eos annis quadringentis
Ελαλησε δε προς αυτον ο Θεος ουτως, οτι το σπερμα αυτου θελει εισθαι παροικον εν γη ξενη, και θελουσι δουλωσει αυτο και καταθλιψει τετρακοσια ετη
et gentem cui servierint iudicabo ego dixit Deus et post haec exibunt et deservient mihi in loco isto
και το εθνος, εις το οποιον θελουσι δουλωθη, εγω θελω κρινει, ειπεν ο Θεος και μετα ταυτα θελουσιν εξελθει και θελουσι με λατρευσει εν τω τοπω τουτω.
et dedit illi testamentum circumcisionis et sic genuit Isaac et circumcidit eum die octava et Isaac Iacob et Iacob duodecim patriarchas
Και εδωκεν εις αυτον διαθηκην περιτομης και ουτως εγεννησε τον Ισαακ και περιετεμεν αυτον τη ογδοη ημερα, και ο Ισαακ εγεννησε τον Ιακωβ, και ο Ιακωβ τους δωδεκα πατριαρχας.
et patriarchae aemulantes Ioseph vendiderunt in Aegyptum et erat Deus cum eo
Και οι πατριαρχαι, φθονησαντες τον Ιωσηφ, επωλησαν εις την Αιγυπτον. Ο Θεος ομως ητο μετ αυτου,
et eripuit eum ex omnibus tribulationibus eius et dedit ei gratiam et sapientiam in conspectu Pharaonis regis Aegypti et constituit eum praepositum super Aegyptum et super omnem domum suam
και ηλευθερωσεν αυτον εκ πασων των θλιψεων αυτου και εδωκεν εις αυτον χαριν και σοφιαν ενωπιον Φαραω του βασιλεως της Αιγυπτου, οστις κατεστησεν αυτον κυβερνητην επι της Αιγυπτου και ολου του οικου αυτου.
venit autem fames in universam Aegyptum et Chanaan et tribulatio magna et non inveniebant cibos patres nostri
Ηλθε δε πεινα εφ ολην την γην της Αιγυπτου και Χανααν και θλιψις μεγαλη, και δεν ευρισκον τροφας οι πατερες ημων.
cum audisset autem Iacob esse frumentum in Aegypto misit patres nostros primum
Ακουσας δε ο Ιακωβ οτι υπηρχε σιτος εν Αιγυπτω, εξαπεστειλε πρωτην φοραν τους πατερας ημων
et in secundo cognitus est Ioseph a fratribus suis et manifestatum est Pharaoni genus eius
και εν τη δευτερα ανεγνωρισθη ο Ιωσηφ εις τους αδελφους αυτου, και εφανερωθη εις τον Φαραω το γενος του Ιωσηφ.
mittens autem Ioseph accersivit Iacob patrem suum et omnem cognationem in animabus septuaginta quinque
Αποστειλας δε ο Ιωσηφ, εκαλεσε προς εαυτον τον πατερα αυτου Ιακωβ και πασαν την συγγενειαν αυτου εβδομηκοντα πεντε ψυχας.
et descendit Iacob in Aegyptum et defunctus est ipse et patres nostri
Και κατεβη ο Ιακωβ εις Αιγυπτον και ετελευτησεν εκει αυτος και οι πατερες ημων,
et translati sunt in Sychem et positi sunt in sepulchro quod emit Abraham pretio argenti a filiis Emmor filii Sychem
και μετεκομισθησαν εις Συχεμ και ετεθησαν εν τω μνηματι, το οποιον ηγορασεν ο Αβρααμ με τιμην αργυριου παρα των υιων του Εμμωρ πατρος του Συχεμ.
cum adpropinquaret autem tempus repromissionis quam confessus erat Deus Abrahae crevit populus et multiplicatus est in Aegypto
Καθως δε επλησιαζεν ο καιρος της επαγγελιας, την οποιαν ωμοσεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, ηυξησεν ο λαος και επληθυνθη εν Αιγυπτω,
quoadusque surrexit rex alius in Aegypto qui non sciebat Ioseph
εωσου εσηκωθη βασιλευς αλλος, οστις δεν ηξευρε τον Ιωσηφ.
hic circumveniens genus nostrum adflixit patres ut exponerent infantes suos ne vivificarentur
Ουτος δολιευθεις το γενος ημων, κατεθλιψε τους πατερας ημων, ωστε να καμη να ριπτωνται τα βρεφη αυτων, δια να μη ζωογονωνται
eodem tempore natus est Moses et fuit gratus Deo qui nutritus est tribus mensibus in domo patris sui
εν τουτω τω καιρω εγεννηθη ο Μωυσης, και ειχε θειον καλλος οστις ανετραφη τρεις μηνας εν τω οικω του πατρος αυτου.
exposito autem illo sustulit eum filia Pharaonis et enutrivit eum sibi in filium
Αφου δε ερριφθη, ανελαβεν αυτον η θυγατηρ του Φαραω και ανεθρεψεν αυτον δια να ηναι υιος αυτης.
et eruditus est Moses omni sapientia Aegyptiorum et erat potens in verbis et in operibus suis
Και εδιδαχθη ο Μωυσης πασαν την σοφιαν των Αιγυπτιων και ητο δυνατος εν λογοις και εν εργοις.
cum autem impleretur ei quadraginta annorum tempus ascendit in cor eius ut visitaret fratres suos filios Israhel
Ενω δε ετελειονε το τεσσαρακοστον ετος της ηλικιας αυτου, ηλθεν εις την καρδιαν αυτου να επισκεφθη τους αδελφους αυτου, τους υιους Ισραηλ.
et cum vidisset quendam iniuriam patientem vindicavit illum et fecit ultionem ei qui iniuriam sustinebat percusso Aegyptio
Και ιδων τινα αδικουμενον, υπερησπισθη αυτον και εκαμεν εκδικησιν υπερ του καταθλιβομενου, παταξας τον Αιγυπτιον.
existimabat autem intellegere fratres quoniam Deus per manum ipsius daret salutem illis at illi non intellexerunt
Ενομιζε δε οτι οι αδελφοι αυτου ηθελον νοησει οτι ο Θεος δια της χειρος αυτου διδει εις αυτους σωτηριαν εκεινοι ομως δεν ενοησαν.
sequenti vero die apparuit illis litigantibus et reconciliabat eos in pacem dicens viri fratres estis ut quid nocetis alterutrum
Την δε ακολουθον ημεραν εφανη εις αυτους, ενω εμαχοντο, και παρεκινησεν αυτους εις ειρηνην, ειπων Ανθρωποι, αδελφοι εισθε σεις δια τι αδικειτε αλληλους;
qui autem iniuriam faciebat proximo reppulit eum dicens quis te constituit principem et iudicem super nos
Ο δε αδικων τον πλησιον απεσπρωξεν αυτον, ειπων Τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην εφ ημας;
numquid interficere me tu vis quemadmodum interfecisti heri Aegyptium
Μηπως θελεις συ να με φονευσης, καθ ον τροπον εφονευσας χθες τον Αιγυπτιον;
fugit autem Moses in verbo isto et factus est advena in terra Madiam ubi generavit filios duos
Τοτε ο Μωυσης εφυγε δια τον λογον τουτον και εγεινε παροικος εν γη Μαδιαμ, οπου εγεννησε δυο υιους.
et expletis annis quadraginta apparuit illi in deserto montis Sina angelus in igne flammae rubi
Και αφου συνεπληρωθησαν τεσσαρακοντα ετη, εφανη εις αυτον αγγελος Κυριου εν τη ερημω του ορους Σινα εν μεσω φλογος καιομενης βατου.
Moses autem videns admiratus est visum et accedente illo ut consideraret facta est vox Domini
Ο δε Μωυσης ιδων εθαυμασε δια το οραμα και ενω επλησιαζε δια να παρατηρηση, ηλθε φωνη Κυριου προς αυτον
ego Deus patrum tuorum Deus Abraham et Deus Isaac et Deus Iacob tremefactus autem Moses non audebat considerare
Εγω ειμαι ο Θεος των πατερων σου, ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ισαακ και ο Θεος του Ιακωβ. Εντρομος δε γενομενος ο Μωυσης, δεν ετολμα να παρατηρηση.
dixit autem illi Dominus solve calciamentum pedum tuorum locus enim in quo stas terra sancta est
Και ειπε προς αυτον ο Κυριος Λυσον το υποδημα των ποδων σου διοτι ο τοπος, επι του οποιου ιστασαι, ειναι γη αγια.
videns vidi adflictionem populi mei qui est in Aegypto et gemitum eorum audivi et descendi liberare eos et nunc veni et mittam te in Aegyptum
Ειδον, ειδον την ταλαιπωριαν του λαου μου του εν Αιγυπτω και ηκουσα τον στεναγμον αυτων και κατεβην δια να ελευθερωσω αυτους και τωρα ελθε, θελω σε αποστειλει εις Αιγυπτον.
hunc Mosen quem negaverunt dicentes quis te constituit principem et iudicem hunc Deus principem et redemptorem misit cum manu angeli qui apparuit illi in rubo
Τουτον τον Μωυσην τον οποιον ηρνηθησαν ειποντες Τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην; τουτον ο Θεος απεστειλεν αρχηγον και λυτρωτην δια χειρος του αγγελου του φανεντος εις αυτον εν τη βατω.
hic eduxit illos faciens prodigia et signa in terra Aegypti et in Rubro mari et in deserto annis quadraginta
Ουτος εξηγαγεν αυτους, αφου εκαμε τερατα και σημεια εν γη Αιγυπτου και εν τη Ερυθρα θαλασση και εν τη ερημω τεσσαρακοντα ετη.
hic est Moses qui dixit filiis Israhel prophetam vobis suscitabit Deus de fratribus vestris tamquam me
Ουτος ειναι ο Μωυσης, οστις ειπε προς τους υιους του Ισραηλ προφητην εκ των αδελφων σας θελει σας αναστησει Κυριος ο Θεος σας, ως εμε αυτου θελετε ακουσει.
hic est qui fuit in ecclesia in solitudine cum angelo qui loquebatur ei in monte Sina et cum patribus nostris qui accepit verba vitae dare nobis
Ουτος ειναι οστις εν τη εκκλησια εν τη ερημω εσταθη μετα του αγγελου του λαλουντος προς αυτον εν τω ορει Σινα και μετα των πατερων ημων, και παρελαβε λογια ζωοποια δια να δωση εις ημας.
cui noluerunt oboedire patres nostri sed reppulerunt et aversi sunt cordibus suis in Aegyptum
Εις τον οποιον οι πατερες ημων δεν ηθελησαν να υπακουσωσιν, αλλ απεβαλον και εστραφησαν εν ταις καρδιαις αυτων εις Αιγυπτον
dicentes ad Aaron fac nobis deos qui praecedant nos Moses enim hic qui eduxit nos de terra Aegypti nescimus quid factum sit ei
ειποντες προς τον Ααρων Καμε εις ημας θεους, οιτινες θελουσι προπορευεσθαι ημων διοτι ουτος ο Μωυσης, οστις εξηγαγεν ημας εξ Αιγυπτου, δεν εξευρομεν τι συνεβη εις αυτον.
et vitulum fecerunt in illis diebus et obtulerunt hostiam simulacro et laetabantur in operibus manuum suarum
Και κατεσκευασαν μοσχον εν ταις ημεραις εκειναις και προσεφεραν θυσιαν εις το ειδωλον και ευφραινοντο εις τα εργα των χειρων αυτων.
convertit autem Deus et tradidit eos servire militiae caeli sicut scriptum est in libro Prophetarum numquid victimas aut hostias obtulistis mihi annis quadraginta in deserto domus Israhel
Οθεν εστραφη ο Θεος και παρεδωκεν αυτους εις το να λατρευσωσι την στρατιαν του ουρανου, καθως ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω των προφητων. Μηπως προσεφερατε εις εμε σφαγια και θυσιας τεσσαρακοντα ετη εν τη ερημω, οικος Ισραηλ;
et suscepistis tabernaculum Moloch et sidus dei vestri Rempham figuras quas fecistis adorare eas et transferam vos trans Babylonem
Μαλιστα ανελαβετε την σκηνην του Μολοχ και το αστρον του Θεου σας Ρεμφαν, τους τυπους, τους οποιους εκαμετε δια να προσκυνητε αυτους δια τουτο θελω σας μετοικισει επεκεινα της Βαβυλωνος.
tabernaculum testimonii fuit patribus nostris in deserto sicut disposuit loquens ad Mosen ut faceret illud secundum formam quam viderat
Η σκηνη του μαρτυριου ητο μετα των πατερων ημων εν τη ερημω, καθως διεταξεν εκεινος, οστις ελαλει προς τον Μωυσην, να κατασκευαση αυτην κατα τον τυπον τον οποιον ειχεν ιδει
quod et induxerunt suscipientes patres nostri cum Iesu in possessionem gentium quas expulit Deus a facie patrum nostrorum usque in diebus David
την οποιαν και παραλαβοντες οι πατερες ημων, εφεραν μετα του Ιησου εις την κατακτηθεισαν γην των εθνων, τα οποια ο Θεος εξωσεν απ εμπροσθεν των πατερων ημων, εως των ημερων του Δαβιδ
qui invenit gratiam ante Deum et petiit ut inveniret tabernaculum Deo Iacob
οστις ευρε χαριν ενωπιον του Θεου και ηυχηθη να ευρη κατοικιαν δια τον Θεον του Ιακωβ.
Salomon autem aedificavit illi domum
Ο Σολομων δε ωκοδομησεν εις αυτον οικον.
sed non Excelsus in manufactis habitat sicut propheta dicit
Αλλ ο Υψιστος δεν κατοικει εν χειροποιητοις ναοις, καθως ο προφητης λεγει
caelum mihi sedis est terra autem scabillum pedum meorum quam domum aedificabitis mihi dicit Dominus aut quis locus requietionis meae est
Ο ουρανος ειναι θρονος μου, η δε γη υποποδιον των ποδων μου ποιον οικον θελετε οικοδομησει δι εμε, λεγει Κυριος, η ποιος ο τοπος της αναπαυσεως μου;
nonne manus mea fecit haec omnia
Η χειρ μου δεν εκαμε ταυτα παντα;
dura cervice et incircumcisi cordibus et auribus vos semper Spiritui Sancto resistitis sicut patres vestri et vos
Σκληροτραχηλοι και απεριτμητοι την καρδιαν και τα ωτα, σεις παντοτε αντιφερεσθε κατα του Πνευματος του Αγιου καθως οι πατερες σας, ουτω και σεις.
quem prophetarum non sunt persecuti patres vestri et occiderunt eos qui praenuntiabant de adventu Iusti cuius vos nunc proditores et homicidae fuistis
Τινα των προφητων δεν εδιωξαν οι πατερες σας; μαλιστα εφονευσαν εκεινους, οιτινες προκατηγγειλαν περι της ελευσεως του δικαιου, του οποιου σεις εγεινατε τωρα προδοται και φονεις
qui accepistis legem in dispositionem angelorum et non custodistis
οιτινες ελαβετε τον νομον εκ διαταγων αγγελων και δεν εφυλαξατε.
audientes autem haec dissecabantur cordibus suis et stridebant dentibus in eum
Ακουοντες δε ταυτα, κατεκοπτοντο τας καρδιας αυτων και ετριζον τους οδοντας κατ αυτου.
cum autem esset plenus Spiritu Sancto intendens in caelum vidit gloriam Dei et Iesum stantem a dextris Dei
Ο δε Στεφανος, πληρης ων Πνευματος Αγιου, ατενισας εις τον ουρανον, ειδε την δοξαν του Θεου και τον Ιησουν ισταμενον εκ δεξιων του Θεου
et ait ecce video caelos apertos et Filium hominis a dextris stantem Dei
και ειπεν Ιδου, θεωρω τους ουρανους ανεωγμενους και τον Υιον του ανθρωπου ισταμενον εκ δεξιων του Θεου.
exclamantes autem voce magna continuerunt aures suas et impetum fecerunt unianimiter in eum
Τοτε φωναξαντες μετα φωνης μεγαλης, εφραξαν τα ωτα αυτων και ωρμησαν ομοθυμαδον επ αυτον,
et eicientes eum extra civitatem lapidabant et testes deposuerunt vestimenta sua secus pedes adulescentis qui vocabatur Saulus
και εκβαλοντες εξω της πολεως ελιθοβολουν. Και οι μαρτυρες απεθεσαν τα ιματια αυτων εις τους ποδας νεανιου τινος ονομαζομενου Σαυλου.
et lapidabant Stephanum invocantem et dicentem Domine Iesu suscipe spiritum meum
Και ελιθοβολουν τον Στεφανον, επικαλουμενον και λεγοντα Κυριε Ιησου, δεξαι το πνευμα μου.
positis autem genibus clamavit voce magna Domine ne statuas illis hoc peccatum et cum hoc dixisset obdormivit Saulus autem erat consentiens neci eius
Και γονατισας εφωναξε μετα φωνης μεγαλης Κυριε, μη λογαριασης εις αυτους την αμαρτιαν ταυτην. Και τουτο ειπων εκοιμηθη.