Luke 18

Propose loro ancora questa parabola per mostrare che doveano del continuo pregare e non stancarsi.
Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους περι του οτι πρεπει παντοτε να προσευχωνται και να μη αποκαμνωσι,
In una certa città v’era un giudice, che non temeva Iddio né avea rispetto per alcun uomo;
λεγων Κριτης τις ητο εν τινι πολει, οστις τον Θεον δεν εφοβειτο και ανθρωπον δεν εντρεπετο.
e in quella città vi era una vedova, la quale andava da lui dicendo: Fammi giustizia del mio avversario.
Ητο δε χηρα τις εν εκεινη τη πολει και ηρχετο προς αυτον, λεγουσα Εκδικησον με απο του αντιδικου μου.
Ed egli per un tempo non volle farlo; ma poi disse fra sé: benché io non tema Iddio e non abbia rispetto per alcun uomo,
Και μεχρι τινος δεν ηθελησε μετα δε ταυτα ειπε καθ εαυτον Αν και τον Θεον δεν φοβωμαι και ανθρωπον δεν εντρεπωμαι,
pure, poiché questa vedova mi dà molestia, le farò giustizia, che talora, a forza di venire, non finisca col rompermi la testa.
τουλαχιστον επειδη με ενοχλει η χηρα αυτη, ας εκδικησω αυτην, δια να μη ερχηται παντοτε και με βασανιζη.
E il Signore disse: Ascoltate quel che dice il giudice iniquo.
Και ειπεν ο Κυριος Ακουσατε τι λεγει ο αδικος κριτης
E Dio non farà egli giustizia ai suoi eletti che giorno e notte gridano a lui, e sarà egli tardo per loro?
ο δε Θεος δεν θελει καμει την εκδικησιν των εκλεκτων αυτου των βοωντων προς αυτον ημεραν και νυκτα, αν και μακροθυμη δι αυτους;
Io vi dico che farà loro prontamente giustizia. Ma quando il Figliuol dell’uomo verrà, troverà egli la fede sulla terra?
σας λεγω οτι θελει καμει την εκδικησιν αυτων ταχεως. Πλην ο Υιος του ανθρωπου, οταν ελθη, αρα γε θελει ευρει την πιστιν επι της γης;
E disse ancora questa parabola per certuni che confidavano in se stessi di esser giusti e disprezzavano gli altri:
Ειπε δε και προς τινας, τους θαρρουντας εις εαυτους οτι ειναι δικαιοι και καταφρονουντας τους λοιπους, την παραβολην ταυτην
Due uomini salirono al tempio per pregare; l’uno Fariseo, e l’altro pubblicano.
Ανθρωποι δυο ανεβησαν εις το ιερον δια να προσευχηθωσιν, ο εις Φαρισαιος και ο αλλος τελωνης.
Il Fariseo, stando in piè, pregava così dentro di sé: O Dio, ti ringrazio ch’io non sono come gli altri uomini, rapaci, ingiusti, adulteri; né pure come quel pubblicano.
Ο Φαρισαιος σταθεις προσηυχετο καθ εαυτον ταυτα Ευχαριστω σοι, Θεε, οτι δεν ειμαι καθως οι λοιποι ανθρωποι, αρπαγες, αδικοι, μοιχοι, η και καθως ουτος ο τελωνης
Io digiuno due volte la settimana; pago la decima su tutto quel che posseggo.
νηστευω δις της εβδομαδος, αποδεκατιζω παντα οσα εχω.
Ma il pubblicano, stando da lungi, non ardiva neppure alzar gli occhi al cielo; ma si batteva il petto, dicendo: O Dio, sii placato verso me peccatore!
Και ο τελωνης μακροθεν ισταμενος, δεν ηθελεν ουδε τους οφθαλμους να υψωση εις τον ουρανον, αλλ ετυπτεν εις το στηθος αυτου, λεγων Ο Θεος, ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω.
Io vi dico che questi scese a casa sua giustificato, piuttosto che quell’altro; perché chiunque s’innalza sarà abbassato; ma chi si abbassa sarà innalzato.
Σας λεγω, Κατεβη ουτος εις τον οικον αυτου δεδικαιωμενος μαλλον παρα εκεινος διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη, ο δε ταπεινων εαυτον θελει υψωθη.
Or gli recavano anche i bambini, perché li toccasse; ma i discepoli, veduto questo, sgridavano quelli che glieli recavano.
Εφερον δε προς αυτον και τα βρεφη, δια να εγγιζη αυτα ιδοντες δε οι μαθηται, επεπληξαν αυτους.
Ma Gesù chiamò a sé i bambini, e disse: Lasciate i piccoli fanciulli venire a me, e non glielo vietate, perché di tali è il regno di Dio.
Ο Ιησους ομως προσκαλεσας αυτα, ειπεν Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
In verità io vi dico che chiunque non avrà ricevuto il regno di Dio come un piccolo fanciullo, non entrerà punto in esso.
Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
E uno dei principali lo interrogò, dicendo: Maestro buono, che farò io per ereditare la vita eterna?
Και αρχων τις ηρωτησεν αυτον λεγων Διδασκαλε αγαθε, τι να πραξω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
E Gesù gli disse: Perché mi chiami buono? Nessuno è buono, salvo uno solo, cioè Iddio.
Και ο Ιησους ειπε προς αυτον Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις ο Θεος.
Tu sai i comandamenti: Non commettere adulterio; non uccidere; non rubare; non dir falsa testimonianza; onora tuo padre e tua madre.
Τας εντολας εξευρεις Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου.
Ed egli rispose: Tutte queste cose io le ho osservate fin dalla mia giovinezza.
Ο δε ειπε Ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
E Gesù, udito questo, gli disse: Una cosa ti manca ancora; vendi tutto ciò che hai, e distribuiscilo ai poveri, e tu avrai un tesoro nel cielo; poi vieni e seguitami.
Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους, ειπε προς αυτον Ετι εν σοι λειπει παντα οσα εχεις πωλησον και διαμοιρασον εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι.
Ma egli, udite queste cose, ne fu grandemente attristato, perché era molto ricco.
Ο δε ακουσας ταυτα εγεινε περιλυπος διοτι ητο πλουσιος σφοδρα.
E Gesù, vedendolo a quel modo, disse: Quanto malagevolmente coloro che hanno delle ricchezze entreranno nel regno di Dio!
Ιδων δε αυτον ο Ιησους περιλυπον γενομενον, ειπε Πως δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα
Poiché è più facile a un cammello passare per la cruna d’un ago, che ad un ricco entrare nel regno di Dio.
διοτι ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπης βελονης, παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
E quelli che udiron questo dissero: Chi dunque può esser salvato?
Ειπον δε οι ακουσαντες Και τις δυναται να σωθη;
Ma egli rispose: Le cose impossibili agli uomini sono possibili a Dio.
Ο δε ειπε Τα αδυνατα παρα ανθρωποις ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
E Pietro disse: Ecco, noi abbiam lasciato le nostre case, e t’abbiam seguitato.
Ειπε δε ο Πετρος Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
Ed egli disse loro: Io vi dico in verità che non v’è alcuno che abbia lasciato casa, o moglie, o fratelli, o genitori, o figliuoli per amor del regno di Dio,
Ο δε ειπε προς αυτους Αληθως σας λεγω οτι δεν ειναι ουδεις, οστις αφηκεν οικιαν η γονεις η αδελφους η γυναικα η τεκνα ενεκεν της βασιλειας του Θεου,
il quale non ne riceva molte volte tanto in questo tempo, e nel secolo avvenire la vita eterna.
οστις δεν θελει απολαυσει πολλαπλασια εν τω καιρω τουτω και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
Poi, presi seco i dodici, disse loro: Ecco, noi saliamo a Gerusalemme, e saranno adempiute rispetto al Figliuol dell’uomo tutte le cose scritte dai profeti;
Παραλαβων δε τους δωδεκα, ειπε προς αυτους Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και θελουσιν εκτελεσθη παντα τα γεγραμμενα δια των προφητων εις τον Υιον του ανθρωπου.
poiché egli sarà dato in man de’ Gentili, e sarà schernito ed oltraggiato e gli sputeranno addosso;
Διοτι θελει παραδοθη εις τα εθνη και θελει εμπαιχθη και υβρισθη και εμπτυσθη,
e dopo averlo flagellato, l’uccideranno; ma il terzo giorno risusciterà.
και μαστιγωσαντες θελουσι θανατωσει αυτον, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.
Ed essi non capirono nulla di queste cose; quel parlare era per loro oscuro, e non intendevano le cose dette loro.
Και αυτοι δεν ενοησαν ουδεν εκ τουτων, και ητο ο λογος ουτος κεκρυμμενος απ αυτων, και δεν ενοουν τα λεγομενα.
Or avvenne che com’egli si avvicinava a Gerico, un certo cieco sedeva presso la strada, mendicando;
Οτε δε επλησιαζεν εις την Ιεριχω, τυφλος τις εκαθητο παρα την οδον ζητων
e, udendo la folla che passava, domandò che cosa fosse.
ακουσας δε οχλον διαβαινοντα, ηρωτα τι ειναι τουτο.
E gli fecero sapere che passava Gesù il Nazareno.
Απηγγειλαν δε προς αυτον οτι Ιησους ο Ναζωραιος διαβαινει.
Allora egli gridò: Gesù figliuol di Davide, abbi pietà di me!
Και εφωναξε λεγων Ιησου, υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
E quelli che precedevano lo sgridavano perché tacesse; ma lui gridava più forte: Figliuol di Davide, abbi pietà di me!
Και οι προπορευομενοι επεπληττον αυτον δια να σιωπηση αλλ αυτος πολλω μαλλον εκραζεν Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
E Gesù, fermatosi, comandò che gli fosse menato; e quando gli fu vicino, gli domandò:
Σταθεις δε ο Ιησους, προσεταξε να φερθη προς αυτον. Και αφου επλησιασεν, ηρωτησεν αυτον
Che vuoi tu ch’io ti faccia? Ed egli disse: Signore, ch’io ricuperi la vista.
λεγων Τι θελεις να σοι καμω; Ο δε ειπε Κυριε, να αναβλεψω.
E Gesù gli disse: Ricupera la vista; la tua fede t’ha salvato.
Και ο Ιησους ειπε προς αυτον Αναβλεψον η πιστις σου σε εσωσε.
E in quell’istante ricuperò la vista, e lo seguiva glorificando Iddio; e tutto il popolo, veduto ciò, diede lode a Dio.
Και παρευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει αυτον δοξαζων τον Θεον και πας ο λαος ιδων ηνεσε τον Θεον.