Genesis 9

І поблагословив Бог Ноя й синів його, та й промовив: Плодіться й розмножуйтеся, та наповнюйте землю!
Και ευλογησεν ο Θεος τον Νωε και τους υιους αυτου και ειπε προς αυτους, Αυξανεσθε και πληθυνεσθε, και γεμισατε την γην
І ляк перед вами, і страх перед вами буде між усією звіриною землі, і між усім птаством небесним, між усім, чим роїться земля, і між усіма рибами моря. У ваші руки віддані вони.
και ο φοβος σας και ο τρομος σας θελει εισθαι επι παντα τα ζωα της γης, και επι παντα τα πτηνα του ουρανου, επι παν ο, τι ερπει επι της γης, και επι παντας τους ιχθυας της θαλασσης εις τας χειρας σας εδοθησαν
Усе, що плазує, що живе воно, буде вам на їжу. Як зелену ярину Я віддав вам усе.
παν κινουμενον, το οποιον ζη, θελει εισθαι εις σας προς τροφην ως τον χλωρον χορτον εδωκα τα παντα εις εσας
Тільки м'яса з душею його, цебто з кров'ю його, не будете ви споживати.
κρεας ομως με την ζωην αυτου, με το αιμα αυτου, δεν θελετε φαγει
А тільки Я буду жадати вашу кров із душ ваших, з руки кожної звірини буду жадати її, і з руки чоловіка, з руки кожного брата його Я буду жадати душу людську.
και εξαπαντος το αιμα σας, το αιμα της ζωης σας, θελω εκζητησει εκ της χειρος παντος ζωου θελω εκζητησει αυτο, και εκ της χειρος του ανθρωπου εκ της χειρος παντος αδελφου αυτου θελω εκζητησει την ζωην του ανθρωπου
Хто виллє кров людську з людини, то виллята буде його кров, бо Він учинив людину за образом Божим.
οστις χυση αιμα ανθρωπου, υπο ανθρωπου θελει χυθη το αιμα αυτου διοτι κατ εικονα Θεου εποιησεν ο Θεος τον ανθρωπον
Ви ж плодіться й розмножуйтеся, роїться на землі та розмножуйтесь на ній!
σεις δε αυξανεσθε και πληθυνεσθε, πολλαπλασιαζεσθε επι της γης, και πληθυνεσθε επ αυτης.
І сказав Бог до Ноя та до синів його з ним, кажучи:
Και ειπεν ο Θεος προς τον Νωε και προς τους υιους αυτου μετ αυτου, λεγων,
А Я, ось Свого заповіта укладаю Я з вами та з вашим потомством по вас.
Και εγω, ιδου, στηνω την διαθηκην μου προς εσας, και προς το σπερμα σας υστερον απο σας
І з кожною живою душею, що з вами: серед птаства, серед худоби, і серед усієї земної звірини з вами, від усіх, що виходять з ковчегу, до всієї земної звірини.
και προς παν εμψυχον ζωον, το οποιον ειναι με σας, εκ των πτηνων, εκ των κτηνων και εκ παντων των ζωων της γης, τα οποια ειναι με σας απο παντος του εξελθοντος εκ της κιβωτου, εως παντος ζωου της γης
І Я укладу заповіта Свого з вами, і жодне тіло не буде вже знищене водою потопу, і більш не буде потопу, щоб землю нищити.
και στηνω την διαθηκην μου προς εσας και δεν θελει πλεον εξολοθρευθη πασα σαρξ απο των υδατων του κατακλυσμου ουδε θελει εισθαι πλεον κατακλυσμος δια να φθειρη την γην.
І Бог промовляв: Оце знак заповіту, що даю Я його поміж Мною та вами, і поміж кожною живою душею, що з вами, на вічні покоління:
Και ειπεν ο Θεος, Τουτο ειναι το σημειον της διαθηκης, την οποιαν εγω καμνω μεταξυ εμου και υμων και παντος εμψυχου ζωου το οποιον ειναι με σας, εις γενεας αιωνιους
Я веселку Свою дав у хмарі, і стане вона за знака заповіту між Мною та між землею.
Θετω το τοξον μου εν τη νεφελη, και θελει εισθαι εις σημειον διαθηκης μεταξυ εμου και της γης
І станеться, коли над землею Я хмару захмарю, то буде виднітися в хмарі веселка.
και οταν συννεφωσω νεφελην επι της γης, θελει φανη το τοξον εν τη νεφελη
І згадаю про Свого заповіта, що між Мною й між вами, і між кожною живою душею в кожному тілі. І більш не буде вода для потопу, щоб вигубляти кожне тіло.
και θελω ενθυμηθη την διαθηκην μου, την μεταξυ εμου και υμων, και παντος εμψυχου ζωου εκ πασης σαρκος και τα υδατα δεν θελουσιν εισθαι πλεον εις κατακλυσμον δια να εξαλειψωσι πασαν σαρκα
І буде веселка у хмарі, і побачу її, щоб пам'ятати про вічний заповіт між Богом і між кожною живою душею в кожному тілі, що воно на землі.
και το τοξον θελει εισθαι εν τη νεφελη και θελω βλεπει αυτο, δια να ενθυμωμαι την παντοτεινην διαθηκην την μεταξυ Θεου και παντος εμψυχου ζωου εκ πασης σαρκος ητις ειναι επι της γης.
І сказав Бог до Ноя: Це знак заповіту, що Я встановив поміж Мною й поміж кожним тілом, що воно на землі.
Και ειπεν ο Θεος προς τον Νωε, Τουτο ειναι το σημειον της διαθηκης, την οποιαν εστησα μεταξυ εμου και πασης σαρκος ητις ειναι επι της γης.
І були сини Ноєві, що вийшли з ковчегу: Сим, і Хам, і Яфет. А Хам він був батько Ханаанів.
Ησαν δε οι υιοι του Νωε, οι εξελθοντες εκ της κιβωτου, Σημ και Χαμ και Ιαφεθ. Ο δε Χαμ ητο πατηρ του Χανααν.
Оці троє були сини Ноєві, і від них залюднилася вся земля.
Οι τρεις ουτοι ειναι οι υιοι του Νωε, και εκ τουτων διεσπαρησαν εις πασαν την γην.
І зачав був Ной, муж землі, садити виноград.
Και ηρχισεν ο Νωε να ηναι γεωργος και εφυτευσεν αμπελωνα
І пив він вино та й упився, й обнажився в середині свого намету.
και επιεν εκ του οινου και εμεθυσθη, και εγυμνωθη εν τη σκηνη αυτου.
І побачив Хам, батько Ханаанів, наготу батька свого, та й розказав обом браттям своїм надворі.
Και ειδεν ο Χαμ, ο πατηρ του Χανααν, την γυμνωσιν του πατρος αυτου και ανηγγειλε τουτο προς τους δυο αδελφους αυτου εξω.
Узяли тоді Сим та Яфет одежину, і поклали обидва на плечі свої, і позадкували, та й прикрили наготу батька свого. Вони відвернули дозаду обличчя свої, і не бачили наготи батька свого.
Και λαβοντες ο Σημ και ο Ιαφεθ το ενδυμα, επεθηκαν αυτο επι τα δυο αυτων νωτα και βαδισαντες οπισθονωτα, εσκεπασαν την γυμνωσιν του πατρος αυτων και τα προσωπα αυτων ησαν προς τα οπισω, και την γυμνωσιν του πατρος αυτων δεν ειδον.
А Ной витверезився від свого вина, і довідався, що йому був учинив його син наймолодший.
Ανανηψας δε ο Νωε απο του οινου αυτου, εμαθεν οσα εκαμεν εις αυτον ο υιος αυτου ο νεωτερος.
І сказав він: Проклятий будь Ханаан, він буде рабом рабів своїм браттям!
Και ειπεν, Επικαταρατος ο Χανααν δουλος των δουλων θελει εισθαι εις τους αδελφους αυτου.
І сказав він: Благословенний Господь, Симів Бог, і хай Ханаан рабом буде йому!
Και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Σημ. Και ο Χανααν θελει εισθαι δουλος εις αυτον
Нехай Бог розпросторить Яфета, і нехай пробуває в наметах він Симових, і нехай Ханаан рабом буде йому!
ο Θεος θελει πλατυνει τον Ιαφεθ, και θελει κατοικησει εν ταις σκηναις του Σημ, ο δε Χανααν θελει εισθαι δουλος εις αυτον
А Ной жив по потопі триста літ і п'ятдесят літ.
Και εζησεν ο Νωε μετα τον κατακλυσμον τριακοσια πεντηκοντα ετη.
А всіх Ноєвих днів було дев'ятсот літ і п'ятдесят літ. Та й помер.
Και εγειναν πασαι αι ημεραι του Νωε εννεακοσια πεντηκοντα ετη και απεθανε.