Leviticus 18

Rzekł jeszcze Pan do Mojżesza, mówiąc:
Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
Mów do synów Izraelskich, i rzecz im: Jam jest Pan, Bóg wasz.
Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Εγω ειμαι Κυριος, ο Θεος σας.
Według obyczajów ziemi Egipskiej, w którejście mieszkali, nie czyńcie, ani według obyczajów ziemi Chananejskiej, do której Ja was prowadzę, nie czyńcie, a w ustawach ich nie chodźcie.
Κατα τας πραξεις της γης Αιγυπτου, εν η κατωκησατε, δεν θελετε πραξει και κατα τας πραξεις της γης Χανααν, εις την οποιαν εγω σας φερω, δεν θελετε πραξει και κατα τα νομιμα αυτων δεν θελετε περιπατησει.
Sądy moje czyńcie, a ustaw moich strzeżcie, abyście chodzili w nich; Jam Pan, Bóg wasz.
Τας κρισεις μου θελετε καμει και τα προσταγματα μου θελετε φυλαττει, δια να περιπατητε εις αυτα. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.
Przestrzegajcież tedy ustaw moich i sądów moich: które zachowywając człowiek, będzie w nich żył; Jam Pan.
Θελετε φυλαττει λοιπον τα προσταγματα μου και τας κρισεις μου τα οποια καμνων ο ανθρωπος, θελει ζησει δι αυτων. Εγω ειμαι ο Κυριος.
Żaden człowiek do bliskiej pokrewnej swojej nie przystępuj, aby odkrył sromotę jej; Jam Pan.
Ουδεις ανθρωπος θελει πλησιασει εις ουδενα συγγενη αυτου κατα σαρκα, δια να αποκαλυψη την ασχημοσυνην αυτου. Εγω ειμαι ο Κυριος.
Sromoty ojca twego, także sromoty matki twojej nie odkryjesz; matką twoją jest, nie odkryjesz sromoty jej.
Ασχημοσυνην πατρος σου, η ασχημοσυνην μητρος σου δεν θελεις αποκαλυψει ειναι μητηρ σου δεν θελεις αποκαλυψει την ασχημοσυνην αυτης.
Sromoty żony ojca twego nie odkryjesz; sromota ojca twego jest.
Ασχημοσυνην γυναικος του πατρος σου δεν θελεις αποκαλυψει ειναι ασχημοσυνη του πατρος σου.
Sromoty siostry twej, córki ojca twego, także córki matki twojej, tak rodzonej, jako i przyrodniej, nie odkryjesz sromoty ich.
Ασχημοσυνην αδελφης σου θυγατρος του πατρος σου η θυγατρος της μητρος σου, γεννημενης εν τη οικια η γεννημενης εξω, τουτων την ασχημοσυνην δεν θελεις αποκαλυψει.
Sromoty córki syna twego, także sromoty córki córki twojej, nie odkryjesz; bo to sromota twoja.
Ασχημοσυνην θυγατρος του υιου σου η θυγατρος της θυγατρος σου, τουτων την ασχημοσυνην δεν θελεις αποκαλυψει διοτι ιδικη σου ειναι η ασχημοσυνη αυτων.
Sromoty córki żony ojca twego, która się narodziła z ojca twego, siostra twoja jest, nie odkryjesz sromoty jej.
Ασχημοσυνην θυγατρος της γυναικος του πατρος σου, γεννημενης απο του πατρος σου, ητις ειναι αδελφη σου, δεν θελεις αποκαλυψει την ασχημοσυνην αυτης.
Sromoty siostry ojca twego nie odkryjesz; bo jest pokrewna ojca twego.
Ασχημοσυνην αδελφης του πατρος σου δεν θελεις αποκαλυψει ειναι στενη συγγενης του πατρος σου.
Sromoty siostry matki twojej nie odkryjesz; bo pokrewna matki twojej jest.
Ασχημοσυνην αδελφης της μητρος σου δεν θελεις αποκαλυψει διοτι ειναι στενη συγγενης της μητρος σου.
Sromoty brata ojca twego nie odkryjesz, do żony jego nie wnijdziesz; żona stryja twego jest.
Ασχημοσυνην αδελφου του πατρος σου δεν θελεις αποκαλυψει εις την γυναικα αυτου δεν θελεις πλησιασει ειναι θεια σου.
Sromoty synowej twojej nie odkryjesz; żona jest syna twego, nie odkryjesz sromoty jej;
Ασχημοσυνην νυμφης σου δεν θελεις αποκαλυψει ειναι γυνη του υιου σου δεν θελεις αποκαλυψει την ασχημοσυνην αυτης.
Sromoty żony brata twego nie odkryjesz: sromota brata twego jest.
Ασχημοσυνην αδελφου σου δεν θελεις αποκαλυψει ειναι η ασχημοσυνη του αδελφου σου.
Sromoty żony, i córki jej, nie odkryjesz; córki syna jej, i córki córki jej nie pojmiesz, abyś odkrył sromotę jej; bo pokrewne są, i sprośna to rzecz jest.
Ασχημοσυνην γυναικος και της θυγατρος αυτης δεν θελεις αποκαλυψει ουδε θελεις λαβει την θυγατερα του υιου αυτης η την θυγατερα της θυγατρος αυτης, δια να αποκαλυψης την ασχημοσυνην αυτης ειναι στεναι συγγενεις αυτης ειναι ασεβημα.
Siostry żony twej nie pojmuj, abyś jej nie trapił, odkrywając sromotę jej, póki ona żywa.
Και γυναικα προς τη αδελφη αυτης αντιζηλον δεν θελεις λαβει, δια να αποκαλυψης την ασχημοσυνην αυτης προς τη αλλη, εν οσω ζη.
Do niewiasty, gdy jest w odłączeniu nieczystości, nie przystępuj, abyś odkrył sromotę jej.
Και εις γυναικα, εν καιρω αποχωρισμου δια την ακαθαρσιαν αυτης δεν θελεις πλησιασει δια να αποκαλυψης την ασχημοσυνην αυτης.
Z żoną bliźniego twego obcować nie będziesz, bo byś się splugawił z nią,
Και μετα της γυναικος του πλησιον σου δεν θελεις συνουσιασθη, δια να μιανθης μετ αυτης.
Z nasienia twego nie dopuszczaj ofiarować Molochowi, abyś nie splugawił imienia Boga twego; Jam Pan
Και δεν θελεις αφησει τινα εκ του σπερματος σου να περαση δια του πυρος εις τον Μολοχ και δεν θελεις βεβηλωσει το ονομα του Θεου σου. Εγω ειμαι ο Κυριος.
Z mężczyną nie będziesz obcował, jako z niewiastą; obrzydliwością to jest.
Και μετα αρρενος δεν θελεις συνουσιασθη, ως μετα γυναικος ειναι βδελυγμα.
Także z bydlęciem żadnem obcować nie będziesz, abyś się z niem miał splugawiać. Niewiasta też niech nie podlega bydlęciu dla obcowania z nim; sprośna rzecz jest.
Ουδε θελεις συνουσιασθη μετ ουδενος κτηνους, δια να μιανθης μετ αυτου ουδε γυνη θελει σταθη εμπροσθεν κτηνους, δια να βατευθη ειναι μυσαρον.
Nie plugawcież się temi wszystkiemi rzeczami; bo tem wszystkiem splugawili się poganie, które Ja wyrzucam przed obliczem waszem.
Μη μιαινεσθε εις ουδεν εκ τουτων διοτι εις παντα ταυτα εμιανθησαν τα εθνη, τα οποια εγω εκδιωκω απ εμπροσθεν σας
Bo splugawiła się ziemia; przetoż nawiedzę nieprawość jej na niej, i wyrzuci ziemia obywatele swoje.
και εμιανθη η γη δια τουτο ανταποδιδω την ανομιαν αυτης επ αυτην, και η γη θελει εξεμεσει τους κατοικους αυτης.
A tak wy przestrzegajcie ustaw moich i sądów moich, a nie czyńcie żadnych obrzydliwości tych, w domu zrodzony, i przychodzień, który jest gościem w pośrodku was.
Σεις λοιπον θελετε φυλαξει τα προσταγματα μου και τας κρισεις μου και δεν θελετε πραττει ουδεν εκ παντων των βδελυγματων τουτων, ο αυτοχθων η ο ξενος ο παροικων μεταξυ σας
Albowiem wszystkie te obrzydliwości czynili ludzie tej ziemi, którzy byli przed wami, czem splugawiona jest ziemia.
διοτι παντα τα βδελυγματα ταυτα επραξαν οι ανθρωποι της γης, οι προ υμων, και εμιανθη η γη
Aby was nie wyrzuciła ziemia, gdybyście ją splugawili, jako wyrzuciła naród, który był przed wami.
δια να μη σας εξεμεση η γη, οταν μιανητε αυτην, καθως εξημεσε τα εθνη τα προ υμων.
Albowiem ktobykolwiek co uczynił z tych wszystkich obrzydliwości, zaiste wytracone będą dusze to czyniące z pośrodku ludu swego.
Διοτι πας οστις πραξη τι εκ των βδελυγματων τουτων, αι ψυχαι αιτινες ηθελον πραξει αυτα θελουσιν εξολοθρευθη εκ μεσου του λαου αυτων.
Strzeżcież tedy ustaw moich, nie czyniąc ustaw obrzydliwych, które czyniono przed wami, ani się plugawcie niemi; Jam Pan, Bóg wasz.
Οθεν θελετε φυλαττει τα προσταγματα μου, ωστε να μη πραξητε μηδεν εκ των βδελυρων τουτων νομιμων, τα οποια επραχθησαν προ υμων, και να μη μιανθητε εις αυτα. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.