Numbers 15

Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην λεγων,
locutus est Dominus ad Mosen dicens
Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Οταν εισελθητε εις την γην της κατοικησεως σας, την οποιαν εγω διδω εις εσας,
loquere ad filios Israhel et dices ad eos cum ingressi fueritis terram habitationis vestrae quam ego dabo vobis
και καμητε προσφοραν δια πυρος προς τον Κυριον, ολοκαυτωμα, θυσιαν εις εκπληρωσιν ευχης η αυτοπροαιρετως η εις τας εορτας σας, δια να καμητε οσμην ευωδιας προς τον Κυριον, ειτε εκ των βοων ειτε εκ των προβατων,
et feceritis oblationem Domino in holocaustum aut victimam vota solventes vel sponte offerentes munera aut in sollemnitatibus vestris adolentes odorem suavitatis Domino de bubus sive de ovibus
τοτε ο προσφερων το δωρον αυτου προς τον Κυριον θελει φερει προσφοραν εξ αλφιτων απο ενος δεκατου σεμιδαλεως, εζυμωμενης με το τεταρτον ενος ιν ελαιου
offeret quicumque immolaverit victimam sacrificium similae decimam partem oephi conspersae oleo quod mensuram habebit quartam partem hin
και οινον δια σπονδην, το τεταρτον ενος ιν, θελεις προσθεσει εις το ολοκαυτωμα η την θυσιαν, δι εκαστον αρνιον.
et vinum ad liba fundenda eiusdem mensurae dabit in holocausto sive in victima per agnos singulos
Η δι εκαστον κριον θελεις προσθεσει προσφοραν εξ αλφιτων, δυο δεκατα σεμιδαλεως εζυμωμενης με το τριτον ενος ιν ελαιου
et arietis erit sacrificium similae duarum decimarum quae conspersa sit oleo tertiae partis hin
και οινον δια σπονδην θελεις προσφερει, το τριτον ενος ιν, εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον.
et vinum ad libamentum tertiae partis eiusdem mensurae offeret in odorem suavitatis Domino
Εαν δε προσφερης μοσχον εκ βοων δι ολοκαυτωμα η δια θυσιαν προς εκπληρωσιν ευχης η δια ειρηνικην προσφοραν προς τον Κυριον,
quando vero de bubus feceris holocaustum aut hostiam ut impleas votum vel pacificas victimas
τοτε θελεις φερει μετα του μοσχου εκ βοων προσφοραν εξ αλφιτων, τρια δεκατα σεμιδαλεως εζυμωμενης με εν ημισυ ιν ελαιου
dabis per singulos boves similae tres decimas conspersae oleo quod habeat medium mensurae hin
και θελεις φερει οινον δια σπονδην, το ημισυ του ιν, εις προσφοραν γινομενην δια πυρος, εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον.
et vinum ad liba fundenda eiusdem mensurae in oblationem suavissimi odoris Domino
ουτω θελει γινεσθαι δι ενα μοσχον η δι ενα κριον η δι αρνιον η δια τραγον.
sic facietis
Κατα τον αριθμον τον οποιον θελετε προσφερει, ουτω θελετε καμει εις εκαστον κατα τον αριθμον αυτων.
per singulos boves et arietes et agnos et hedos
Παντες οι αυτοχθονες θελουσι καμει ταυτα κατα τον τροπον τουτον, προσφεροντες προσφοραν γινομενην δια πυρος εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον.
tam indigenae quam peregrini
Και εαν παροικη μεταξυ σας ξενος η οποιοσδηποτε ειναι μεταξυ σας εις τας γενεας σας, και θελη να καμη προσφοραν γινομενην δια πυρος εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον, καθως σεις καμνετε, ουτω θελει καμει
eodem ritu offerent sacrificia
εις νομος θελει εισθαι δια σας τους εκ της συναγωγης και δια τον ξενον τον παροικουντα μεταξυ σας, νομιμον αιωνιον εις τας γενεας σας καθως σεις, ουτω θελει εισθαι και ο ξενος ενωπιον του Κυριου
unum praeceptum erit atque iudicium tam vobis quam advenis terrae
εις νομος και μια διαταξις θελει εισθαι δια σας και δια τον ξενον τον παροικουντα μεταξυ σας.
locutus est Dominus ad Mosen dicens
Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
loquere filiis Israhel et dices ad eos
Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Οταν ελθητε εις την γην, εις την οποιαν εγω σας φερω,
cum veneritis in terram quam dabo vobis
τοτε οταν φαγητε εκ των αρτων της γης, θελετε προσφερει εις τον Κυριον προσφοραν υψουμενην.
et comederitis de panibus regionis illius separabitis primitias Domino
Θελετε προσφερει αρτον εκ της πρωτης ζυμης σας, εις προσφοραν υψουμενην καθως την προσφοραν την υψουμενην απο του αλωνιου σας, ουτω θελετε υψωσει αυτην.
de cibis vestris sicut de areis primitias separatis
Εκ του πρωτου της ζυμης σας θελετε δωσει εις τον Κυριον προσφοραν υψουμενην εις τας γενεας σας.
ita et de pulmentis dabitis primitiva Domino
Και εαν σφαλητε και δεν πραξητε παντα ταυτα τα προσταγματα, τα οποια ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην,
quod si per ignorantiam praeterieritis quicquam horum quae locutus est Dominus ad Mosen
κατα παντα οσα προσεταξεν ο Κυριος εις εσας δια χειρος του Μωυσεως αφ ης ημερας ο Κυριος προσεταξε και μετα ταυτα εις τας γενεας σας
et mandavit per eum ad vos a die qua coepit iubere et ultra
τοτε, εαν γεινη τι εξ αγνοιας, χωρις να εξευρη αυτο η συναγωγη, πασα η συναγωγη θελει προσφερει ενα μοσχον εκ βοων δια ολοκαυτωμα, εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον, μετα της εξ αλφιτων προσφορας αυτου και της σπονδης αυτου κατα το διατεταγμενον, και ενα τραγον εξ αιγων εις προσφοραν περι αμαρτιας
oblitaque fuerit facere multitudo offeret vitulum de armento holocaustum in odorem suavissimum Domino et sacrificium eius ac liba ut caerimoniae postulant hircumque pro peccato
και θελει καμει ο ιερευς εξιλεωσιν υπερ πασης της συναγωγης των υιων Ισραηλ, και θελει συγχωρηθη εις αυτους διοτι εγεινεν εξ αγνοιας και θελουσι φερει την προσφοραν αυτων, θυσιαν γινομενην δια πυρος προς τον Κυριον, και την περι αμαρτιας προσφοραν αυτων, ενωπιον του Κυριου, δια την αγνοιαν αυτων
et rogabit sacerdos pro omni multitudine filiorum Israhel et dimittetur eis quoniam non sponte peccaverunt nihilominus offerentes incensum Domino pro se et pro peccato atque errore suo
και θελει συγχωρηθη εις πασαν την συναγωγην των υιων Ισραηλ και εις τον ξενον τον παροικουντα μεταξυ αυτων διοτι πας ο λαος ημαρτεν εξ αγνοιας.
et dimittetur universae plebi filiorum Israhel et advenis qui peregrinantur inter vos quoniam culpa est omnis populi per ignorantiam
Εαν δε ψυχη τις αμαρτηση εξ αγνοιας, ουτος πρεπει να φερη αιγα ενιαυσιον εις προσφοραν περι αμαρτιας
quod si anima una nesciens peccaverit offeret capram anniculam pro peccato suo
και θελει καμει εξιλεωσιν ο ιερευς υπερ της ψυχης ητις ημαρτησεν εξ αγνοιας, οταν αμαρτηση εξ αγνοιας ενωπιον του Κυριου, δια να καμη εξιλεωσιν υπερ αυτου και θελει συγχωρηθη εις αυτον.
et deprecabitur pro ea sacerdos quod inscia peccaverit coram Domino inpetrabitque ei veniam et dimittetur illi
Εις νομος θελει εισθαι εις εσας δια τον αυτοχθονα μεταξυ των υιων Ισραηλ και δια τον ξενον τον παροικουντα μεταξυ αυτων, οταν αμαρτηση εξ αγνοιας.
tam indigenis quam advenis una lex erit omnium qui peccaverint ignorantes
Η δε ψυχη ητις πραξη αμαρτημα με χειρα υπερηφανον, ειτε αυτοχθων ειτε ξενος, ουτος καταφρονει τον Κυριον και θελει εξολοθρευθη η ψυχη εκεινη εκ μεσου του λαου αυτης.
anima vero quae per superbiam aliquid commiserit sive civis sit ille sive peregrinus quoniam adversum Dominum rebellis fuit peribit de populo suo
Επειδη κατεφρονησε τον λογον του Κυριου και παρεβη την προσταγην αυτου, η ψυχη εκεινη εξαπαντος θελει εξολοθρευθη η αμαρτια αυτης θελει εισθαι επ αυτην.
verbum enim Domini contempsit et praeceptum illius fecit irritum idcirco delebitur et portabit iniquitatem suam
Και οτε ησαν οι υιοι Ισραηλ εν τη ερημω, ευρον ανθρωπον συλλεγοντα ξυλα την ημεραν του σαββατου.
factum est autem cum essent filii Israhel in solitudine et invenissent hominem colligentem ligna in die sabbati
Και οι ευροντες αυτον συλλεγοντα ξυλα εφεραν αυτον προς τον Μωυσην και τον Ααρων και προς πασαν την συναγωγην
obtulerunt eum Mosi et Aaron et universae multitudini
και εβαλον αυτον εις φυλαξιν, επειδη δεν ητο οτι φανερον τι επρεπε να καμωσιν εις αυτον.
qui recluserunt eum in carcerem nescientes quid super eo facere deberent
Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Ο ανθρωπος εξαπαντος θελει θανατωθη πασα η συναγωγη θελει λιθοβολησει αυτον με λιθους εξω του στρατοπεδου.
dixitque Dominus ad Mosen morte moriatur homo iste obruat eum lapidibus omnis turba extra castra
Και πασα η συναγωγη εφεραν αυτον εξω του στρατοπεδου και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους και απεθανε καθως προσεταξε Κυριος εις τον Μωυσην.
cumque eduxissent eum foras obruerunt lapidibus et mortuus est sicut praeceperat Dominus
Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην λεγων,
dixit quoque Dominus ad Mosen
Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους να καμωσι κρασπεδα εις τα ακρα των ιματιων αυτων, εις τας γενεας αυτων, και να βαλωσιν εις τα κρασπεδα των ακρων ταινιαν κυανην
loquere filiis Israhel et dices ad eos ut faciant sibi fimbrias per angulos palliorum ponentes in eis vittas hyacinthinas
και θελετε εχει αυτην εις τα κρασπεδα, δια να βλεπητε αυτην και να ενθυμησθε πασας τας εντολας του Κυριου και να εκτελητε αυτας, και να μη διαστραφητε κατοπιν των καρδιων σας και κατοπιν των οφθαλμων σας, κατοπιν των οποιων σεις εκπορνευετε
quas cum viderint recordentur omnium mandatorum Domini nec sequantur cogitationes suas et oculos per res varias fornicantes
δια να ενθυμησθε και να εκτελητε πασας τας εντολας μου, και να ησθε αγιοι εις τον Θεον σας.
sed magis memores praeceptorum Domini faciant ea sintque sancti Deo suo
Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας, οστις εξηγαγον υμας εκ γης Αιγυπτου, δια να ημαι Θεος σας. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.
ego Dominus Deus vester qui eduxi vos de terra Aegypti ut essem vester Deus