Proverbs 18

Ο ιδιογνωμων ζητει κατα την επιθυμιαν αυτου και εναντιονεται εις παν ο, τι ειναι ορθον.
 Den egensinnige följer sin egen lystnad,  med all makt söker han strid.
Ο αφρων δεν ηδυνεται εις την συνεσιν, αλλ εις ο, τι φανταζεται η καρδια αυτου.
 Dåren frågar ej efter förstånd,  allenast efter att få lägga fram vad han har i hjärtat.Ords. 13,16.
Οταν ερχηται ο ασεβης, ερχεται και η καταφρονησις και μετα του ονειδους, η ατιμια.
 Där den ogudaktige kommer, där kommer förakt,  och med skamlig vandel följer smälek.Ords. 11,2.
Οι λογοι του στοματος του ανθρωπου ειναι υδατα βαθεα και η πηγη της σοφιας, χειμαρρος αναπηδων.
 Orden i en mans mun äro såsom ett djupt vatten,  såsom en flödande bäck, en vishetens källa.Ords. 13,14. 20,5.
Δεν ειναι καλον να προσωποληπτη τις τον ασεβη, δια να ανατρεπη το δικαιον εν τη κρισει.
 Att vara partisk för den skyldige är icke tillbörligt  ej heller att vränga rätten för den oskyldige.3 Mod. 19,16. 5 Mos. 1,17. 16,19. Ords. 24,23. 28,21.
Τα χειλη του αφρονος εμβαινουσιν εις εριδας, και το στομα αυτου προσκαλει ραπισματα.
 Dårens läppar komma med kiv,  och hans mun ropar efter slag.Ords. 16,23.
Το στομα του αφρονος ειναι ο αφανισμος αυτου, και τα χειλη αυτου παγις εις την ψυχην αυτου.
 Dårens mun är honom själv till olycka,  och hans läppar äro en snara hans liv.
Οι λογοι του ψιθυριστου καταπινονται ηδεως και καταβαινουσιν εως των ενδομυχων της κοιλιας.
 Örontasslarens ord äro såsom läckerbitar  och tränga ned till hjärtats innandömen.Job 34,7. Ps. 55,22. Ords. 26,22.
Ο οκνηρος εις το εργον αυτου ειναι βεβαιως αδελφος του ασωτου.
 Den som är försumlig i sitt arbete,  han är allaredan en broder till rövaren.
Το ονομα του Κυριου ειναι πυργος οχυρος ο δικαιος, καταφευγων εις αυτον, ειναι εν ασφαλεια.
 HERRENS namn är ett starkt torn;  den rättfärdige hastar dit och varder beskyddad.Ps. 31,4. 61,4. Ords. 14,26.
Τα αγαθα του πλουσιου ειναι η οχυρα αυτου πολις, και φανταζεται αυτα ως υψηλον τειχος.
 Den rikes skatter äro honom en fast stad,  höga murar likna de, i hans inbillning.Ords. 10,15.
Προ του αφανισμου υψονεται η καρδια του ανθρωπου και η ταπεινωσις προπορευεται της δοξης.
 Före fall går högmod i mannens hjärta,  och ödmjukhet går före ära.Ords. 15,33. 16,18. 22,4. 29,23. Syr. 10,13 f.
Το να αποκρινηται τις πριν ακουση, ειναι εις αυτον αφροσυνη και ονειδος.
 Om någon giver svar, förrän han har hört,  så tillräknas det honom såsom oförnuft och skam.Syr. 11,8.
Το πνευμα του ανθρωπου θελει υποστηριζει την αδυναμιαν αυτου αλλα το κατατεθλιμμενον πνευμα τις δυναται να υποφερη;
 Mod uppehåller mannen i hans svaghet;  men ett brutet mod, vem kan bära det?Ords. 15,13. 17,22.
Η καρδια του φρονιμου αποκτα συνεσιν και το ωτιον των σοφων ζητει γνωσιν.
 Den förståndiges hjärta förvärvar kunskap,  och de visas öron söka kunskap.
Το δωρον του ανθρωπου ανοιγει τοπον εις αυτον, και φερει αυτον εμπροσθεν των μεγαλων.
 Gåvor öppna väg för en människa  och föra henne fram inför de store.Ords. 17,8. 21,14.
Ο πρωτολογων εν τη κρισει αυτου φαινεται δικαιος αλλ ο αντιδικος αυτου ερχεται και εξελεγχει αυτον.
 Den som först lägger fram sin sak har rätt;  sedan kommer vederparten och uppdagar huru det är.
Ο κληρος παυει τας αντιλογιας και αποφασιζει μεταξυ των δυνατων.
 Lottkastning gör en ände på trätor,  den skiljer mellan mäktiga män.Ords. 16,33.
Αδελφος δυσαρεστηθεις υποτασσεται δυσκολωτερα παρα οχυρα πολις αι δε διαφοραι αυτων ειναι ως μοχλοι φρουριου.
 En förorättad broder är svårare att vinna än en fast stad,  och trätor äro såsom bommar för ett slott.
Εκ των καρπων του στοματος του ανθρωπου θελει χορτασθη η κοιλια αυτου απο του προιοντος των χειλεων αυτου θελει εμπλησθη.
 Av sin muns frukt får envar sin buk mättad,  han varder mättad av sina läppars gröda.Ords. 12,13 f. 13,2.
Θανατος και ζωη ειναι εις την χειρα της γλωσσης και οι αγαπωντες αυτην θελουσι φαγει τους καρπους αυτης.
 Död och liv har tungan i sitt våld,  de som gärna bruka henne få äta hennes frukt.Syr. 37,18.
Οστις ευρηκε γυναικα, ευρηκεν αγαθον και απηλαυσε χαριν παρα Κυριου.
 Den som har funnit en rätt hustru, han har funnit lycka  och har undfått nåd av HERREN.Ords. 19,11. 31,10 f.
Ο πενης λαλει μετα ικεσιων αλλ ο πλουσιος αποκρινεται μετα σκληροτητος.
 Bönfallande är den fattiges tal,  men den rike svarar med hårda ord.
Ο ανθρωπος ο εχων φιλους πρεπει να φερηται φιλικως και υπαρχει φιλος στενωτερος αδελφου.
 Den som ävlas att få vänner, han kommer i olycka;  men vänner finnas, mer trogna än en broder.Ords. 17,l7. Syr. 6,14.