Matthew 18

Te dierzelfder ure kwamen de discipelen tot Jezus, zeggende: Wie is toch de meeste in het Koninkrijk der hemelen?
Εν εκεινη τη ωρα ηλθον οι μαθηται προς τον Ιησουν, λεγοντες Τις αρα ειναι μεγαλητερος εν τη βασιλεια των ουρανων;
En Jezus een kindeken tot Zich geroepen hebbende, stelde dat in het midden van hen;
Και προσκαλεσας ο Ιησους παιδιον, εστησεν αυτο εν τω μεσω αυτων
En zeide: Voorwaar zeg Ik u: Indien gij u niet verandert, en wordt gelijk de kinderkens, zo zult gij in het Koninkrijk der hemelen geenszins ingaan.
και ειπεν Αληθως σας λεγω, εαν δεν επιστρεψητε και γεινητε ως τα παιδια, δεν θελετε εισελθει εις την βασιλειαν των ουρανων.
Zo wie dan zichzelven zal vernederen, gelijk dit kindeken, deze is de meeste in het Koninkrijk der hemelen.
Οστις λοιπον ταπεινωση εαυτον ως το παιδιον τουτο, ουτος ειναι ο μεγαλητερος εν τη βασιλεια των ουρανων.
En zo wie zodanig een kindeken ontvangt in Mijn Naam, die ontvangt Mij.
Και οστις δεχθη εν τοιουτον παιδιον εις το ονομα μου, εμε δεχεται
Maar zo wie een van deze kleinen, die in Mij geloven, ergert, het ware hem nutter, dat een molensteen aan zijn hals gehangen, en dat hij verzonken ware in de diepte der zee.
οστις ομως σκανδαλιση ενα των μικρων τουτων των πιστευοντων εις εμε, συμφερει εις αυτον να κρεμασθη μυλου πετρα επι τον τραχηλον αυτου και να καταποντισθη εις το πελαγος της θαλασσης.
Wee der wereld van de ergernissen, want het is noodzakelijk, dat de ergernissen komen; doch wee dien mens, door welken de ergernis komt!
Ουαι εις τον κοσμον δια τα σκανδαλα διοτι ειναι αναγκη να ελθωσι τα σκανδαλα πλην ουαι εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου το σκανδαλον ερχεται.
Indien dan uw hand of uw voet u ergert, houwt ze af en werpt ze van u. Het is u beter, tot het leven in te gaan, kreupel of verminkt zijnde, dan twee handen of twee voeten hebbende, in het eeuwige vuur geworpen te worden.
Και εαν η χειρ σου η ο πους σου σε σκανδαλιζη, εκκοψον αυτο και ριψον απο σου καλητερον σοι ειναι να εισελθης εις την ζωην χωλος η κουλλος, παρα εχων δυο χειρας η δυο ποδας να ριφθης εις το πυρ το αιωνιον.
En indien uw oog u ergert, trekt het uit, en werpt het van u. Het is u beter, maar een oog hebbende, tot het leven in te gaan, dan twee ogen hebbende, in het helse vuur geworpen te worden.
Και εαν ο οφθαλμος σου σε σκανδαλιζη, εκβαλε αυτον και ριψον απο σου καλητερον σοι ειναι μονοφθαλμος να εισελθης εις την ζωην, παρα εχων δυο οφθαλμους να ριφθης εις την γεενναν του πυρος.
Ziet toe, dat gij niet een van deze kleinen veracht. Want Ik zeg ulieden, dat hun engelen, in de hemelen, altijd zien het aangezicht Mijns Vaders, Die in de hemelen is.
Προσεχετε μη καταφρονησητε ενα των μικρων τουτων διοτι σας λεγω οτι οι αγγελοι αυτων εν τοις ουρανοις διαπαντος βλεπουσι το προσωπον του Πατρος μου του εν ουρανοις.
Want de Zoon des mensen is gekomen om zalig te maken, dat verloren was.
Επειδη ο Υιος του ανθρωπου ηλθε δια να σωση το απολωλος.
Wat dunkt u, indien enig mens honderd schapen had, en een uit dezelve afgedwaald ware, zal hij niet de negen en negentig laten, en op de bergen heengaande, het afgedwaalde zoeken?
Τι σας φαινεται; εαν ανθρωπος τις εχη εκατον προβατα και πλανηθη εν εξ αυτων, δεν αφινει τα ενενηκοντα εννεα και υπαγων επι τα ορη, ζητει το πλανωμενον;
En indien het geschiedt, dat hij hetzelve vindt, voorwaar zeg Ik u, dat hij zich meer verblijdt over hetzelve, dan over de negen en negentig, die niet afgedwaald zijn geweest.
Και εαν συμβη να ευρη αυτο, αληθως σας λεγω οτι χαιρει δι αυτο μαλλον παρα δια τα ενενηκοντα εννεα τα μη πεπλανημενα.
Alzo is de wil niet uws Vaders, Die in de hemelen is, dat een van deze kleinen verloren ga.
Ουτω δεν ειναι θελημα εμπροσθεν του Πατρος σας του εν ουρανοις να απολεσθη εις των μικρων τουτων.
Maar indien uw broeder tegen u gezondigd heeft, ga heen en bestraf hem tussen u en hem alleen; indien hij u hoort, zo hebt gij uw broeder gewonnen.
Εαν δε αμαρτηση εις σε ο αδελφος σου, υπαγε και ελεγξον αυτον μεταξυ σου και αυτου μονου εαν σου ακουση, εκερδησας τον αδελφον σου
Maar indien hij u niet hoort, zo neem nog een of twee met u; opdat in den mond van twee of drie getuigen alle woord besta.
εαν ομως δεν ακουση, παραλαβε μετα σου ετι ενα η δυο, δια να βεβαιωθη πας λογος επι στοματος δυο μαρτυρων η τριων.
En indien hij denzelven geen gehoor geeft; zo zeg het der gemeente; en indien hij ook der gemeente geen gehoor geeft, zo zij hij u als de heiden en de tollenaar.
Και εαν παρακουση αυτων, ειπε τουτο προς την εκκλησιαν αλλ εαν και της εκκλησιας παρακουση, ας ειναι εις σε ως ο εθνικος και ο τελωνης.
Voorwaar zeg Ik u: Al wat gij op de aarde binden zult, zal in den hemel gebonden wezen; en al wat gij op de aarde ontbinden zult, zal in den hemel ontbonden wezen.
Αληθως σας λεγω, Οσα εαν δεσητε επι της γης, θελουσιν εισθαι δεδεμενα εν τω ουρανω, και οσα εαν λυσητε επι της γης, θελουσιν εισθαι λελυμενα εν τω ουρανω.
Wederom zeg Ik u: Indien er twee van u samenstemmen op de aarde, over enige zaak, die zij zouden mogen begeren, dat die hun zal geschieden van Mijn Vader, Die in de hemelen is.
Παλιν σας λεγω οτι εαν δυο απο σας συμφωνησωσιν επι της γης περι παντος πραγματος, περι του οποιου ηθελον καμει αιτησιν, θελει γεινει εις αυτους παρα του Πατρος μου του εν ουρανοις.
Want waar twee of drie vergaderd zijn in Mijn Naam, daar ben Ik in het midden van hen.
Διοτι οπου ειναι δυο η τρεις συνηγμενοι εις το ονομα μου, εκει ειμαι εγω εν τω μεσω αυτων.
Toen kwam Petrus tot Hem, en zeide: Heere! hoe menigmaal zal mijn broeder tegen mij zondigen, en ik hem vergeven! Tot zevenmaal?
Τοτε προσελθων προς αυτον ο Πετρος, ειπε Κυριε, ποσακις αν αμαρτηση εις εμε ο αδελφος μου και θελω συγχωρησει αυτον; εως επτακις;
Jezus zeide tot hem: Ik zeg u, niet tot zevenmaal, maar tot zeventigmaal zeven maal.
Λεγει προς αυτον ο Ιησους Δεν σοι λεγω εως επτακις, αλλ εως εβδομηκοντακις επτα.
Daarom wordt het Koninkrijk der hemelen vergeleken bij een zeker koning, die rekening met zijn dienstknechten houden wilde.
Δια τουτο η βασιλεια των ουρανων ωμοιωθη με ανθρωπον βασιλεα, οστις ηθελησε να θεωρηση λογαριασμον μετα των δουλων αυτου.
Als hij nu begon te rekenen, werd tot hem gebracht een, die hem schuldig was tien duizend talenten.
Και οτε ηρχισε να θεωρη, εφερθη προς αυτον εις οφειλετης μυριων ταλαντων.
En als hij niet had, om te betalen, beval zijn heer, dat men hem zou verkopen, en zijn vrouw en kinderen, en al wat hij had, en dat de schuld zou betaald worden.
Και επειδη δεν ειχε να αποδωση, προσεταξεν ο κυριος αυτου να πωληθη αυτος και η γυνη αυτου και τα τεκνα και παντα οσα ειχε, και να αποδοθη το οφειλομενον.
De dienstknecht dan, nedervallende, aanbad hem, zeggende: Heer! wees lankmoedig over mij, en ik zal u alles betalen.
Πεσων λοιπον ο δουλος προσεκυνει αυτον, λεγων Κυριε, μακροθυμησον εις εμε, και παντα θελω σοι αποδωσει.
En de heer van dezen dienstknecht, met barmhartigheid innerlijk bewogen zijnde, heeft hem ontslagen, en de schuld hem kwijtgescholden.
Σπλαγχνισθεις δε ο κυριος του δουλου εκεινου, απελυσεν αυτον και το δανειον αφηκεν εις αυτον.
Maar dezelve dienstknecht, uitgaande, heeft gevonden een zijner mededienstknechten, die hem honderd penningen schuldig was, en hem aanvattende, greep hem bij de keel, zeggende: Betaal mij, wat gij schuldig zijt.
Αφου ομως εξηλθεν ο δουλος εκεινος, ευρεν ενα των συνδουλων αυτου, οστις εχρεωστει εις αυτον εκατον δηναρια, και πιασας αυτον επνιγε, λεγων Αποδος μοι ο, τι χρεωστεις.
Zijn mededienstknecht dan, nedervallende aan zijn voeten, bad hem, zeggende: Wees lankmoedig over mij, en ik zal u alles betalen.
Πεσων λοιπον ο συνδουλος αυτου εις τους ποδας αυτου, παρεκαλει αυτον λεγων Μακροθυμησον εις εμε, και παντα θελω σοι αποδωσει.
Doch hij wilde niet, maar ging heen, en wierp hem in de gevangenis, totdat hij de schuld zou betaald hebben.
Εκεινος ομως δεν ηθελεν, αλλ απελθων εβαλεν αυτον εις φυλακην, εωσου αποδωση το οφειλομενον.
Als nu zijn mededienstknechten zagen, hetgeen geschied was, zijn zij zeer bedroefd geworden; en komende, verklaarden zij hunnen heer al wat er geschied was.
Ιδοντες δε οι συνδουλοι αυτου τα γενομενα, ελυπηθησαν σφοδρα και ελθοντες εφανερωσαν προς τον κυριον αυτων παντα τα γενομενα.
Toen heeft hem zijn heer tot zich geroepen, en zeide tot hem: Gij boze dienstknecht, al die schuld heb ik u kwijtgescholden, dewijl gij mij gebeden hebt;
Τοτε προσκαλεσας αυτον ο κυριος αυτου, λεγει προς αυτον Δουλε πονηρε, παν το χρεος εκεινο σοι αφηκα, επειδη με παρεκαλεσας
Behoordet gij ook niet u over uw mededienstknecht te ontfermen, gelijk ik ook mij over u ontfermd heb?
δεν επρεπε και συ να ελεησης τον συνδουλον σου, καθως και εγω σε ηλεησα;
En zijn heer, vertoornd zijnde, leverde hem den pijnigers over, totdat hij zou betaald hebben al wat hij hem schuldig was.
Και οργισθεις ο κυριος αυτου παρεδωκεν αυτον εις τους βασανιστας, εωσου αποδωση παν το οφειλομενον εις αυτον.
Alzo zal ook Mijn hemelse Vader u doen, indien gij niet van harte vergeeft een iegelijk zijn broeder zijn misdaden.
Ουτω και ο Πατηρ μου ο επουρανιος θελει καμει εις εσας, εαν δεν συγχωρησητε εκ καρδιας σας εκαστος εις τον αδελφον αυτου τα πταισματα αυτων.