Psalms 35

Davidin Psalmi. Riitele, Herra, riitaveljeini kanssa: sodi vihollisiani vastaan.
Ψαλμος του Δαβιδ. Δικασον, Κυριε, τους δικαζομενους μετ εμου πολεμησον τους πολεμουντας με.
Tempaa kilpi ja keihäs, ja nouse minua auttamaan.
Αναλαβε οπλον και ασπιδα και αναστηθι εις βοηθειαν μου.
Sivalla ase ja suojele minua sortajiani vastaan: sano sielulleni: minä olen apus.
Και δραξον το δορυ και συγκλεισον την οδον των καταδιωκοντων με ειπε εις την ψυχην μου, Εγω ειμαι η σωτηρια σου.
Häpiään ja pilkkaan tulkoon kaikki, jotka sieluani väijyvät: palatkoon takaperin ja nauruksi tulkoon, jotka minulle pahaa suovat.
Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν οι ζητουντες την ψυχην μου ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας αισχυνθωσιν οι βουλευομενοι το κακον μου.
Olkoon he niinkuin akanat tuulessa; ja Herran enkeli sysätköön heitä pois.
Ας ηναι ως λεπτον αχυρον κατα προσωπον ανεμου, και αγγελος Κυριου ας διωκη αυτους.
Heidän tiensä olkaan pimiä ja niljakas; ja Herran enkeli vainotkoon heitä.
Ας ηναι η οδος αυτων σκοτος και ολισθημα, και αγγελος Κυριου ας καταδιωκη αυτους.
Sillä he ovat ilman syytä verkkonsa virittäneet minua kadottaaksensa, ja ilman syytä ovat sielulleni kaivaneet haudan.
Διοτι αναιτιως εκρυψαν δι εμε την παγιδα αυτων εν λακκω αναιτιως εσκαψαν αυτον δια την ψυχην μου.
Tulkoon hänelle vaiva, jota ei hän tiedä, ja verkko, jonka hän viritti, käsittäköön hänen: siihen hän langetkoon.
Ας ελθη επ αυτον ολεθρος απροσδοκητος και η παγις αυτου, την οποιαν εκρυψεν, ας συλλαβη αυτον ας πεση εις αυτην εν ολεθρω.
Mutta minun sieluni iloitkoon Herrassa ja riemuitkaan hänen avustansa.
Η δε ψυχη μου θελει αγαλλεσθαι εις τον Κυριον, θελει χαιρει εις την σωτηριαν αυτου.
Kaikki minun luuni sanokaan: Herra, kuka on sinun vertaises? sinä joka päästät nöyrän väkevämmän käsistä, raadollisen ja köyhän raatelialtansa.
Παντα τα οστα μου θελουσιν ειπει, Κυριε, τις ομοιος σου, οστις ελευθερονεις τον πτωχον απο του ισχυροτερου αυτου, και τον πτωχον και τον πενητα απο του διαρπαζοντος αυτον;
Väärät todistajat astuvat edes, jotka minua niihin soimaavat, joista en mitään tiedä.
Σηκωθεντες μαρτυρες αδικοι, με ηρωτων περι πραγματων, τα οποια εγω δεν ηξευρον
He tekevät minulle pahaa hyvästä, minulle mielikarvaudeksi.
Ανταπεδωκαν εις εμε κακον αντι καλου στερησιν εις την ψυχην μου.
Mutta minä, kuin he sairastivat, puin säkin päälleni, vaivasin itsiäni paastolla, ja rukoilin sydämestäni;
Εγω δε, οτε αυτοι ησαν εν θλιψει, ενεδυομην σακκον εταπεινωσα εν νηστεια την ψυχην μου και η προσευχη μου επεστρεφεν εις τον κολπον μου.
Minä käytin itseni kuin he olisivat olleet minun ystäväni ja veljeni: niinkuin se joka äitiänsä murehtii, kävin minä kumarruksissa murhevaatteissa.
Εφερομην ως προς φιλον, ως προς αδελφον μου εκυπτον σκυθρωπαζων, ως ο πενθων δια την μητερα αυτου.
Mutta he iloitsevat minun vahingostani ja kokoontuvat: ontuvat myös kokoovat heitänsä havaitsematta minua vastaan, he repivät ja ei lakkaa.
Αλλ αυτοι εχαρησαν δια την συμφοραν μου και συνηχθησαν συνηχθησαν εναντιον μου οι χαμερπεις, και εγω δεν ηξευρον με εξεσχιζον και δεν επαυον
Ulkokullattuin seassa, jotka leipäkyrsänkin tähden pilkkaavat, kiristävät he hampaitansa minun päälleni.
Μετα υποκριτικων χλευαστων εν συμποσιοις ετριζον κατ εμου τους οδοντας αυτων.
Herra, kuinka kauvan sinä tätä katselet? Päästä siis sieluni heidän hävityksestänsä, ja yksinäiseni nuorista jalopeuroista.
Κυριε, ποτε θελεις ιδει; ελευθερωσον την ψυχην μου απο του ολεθρου αυτων, την μεμονωμενην μου εκ των λεοντων.
Minä kiitän sinua suuressa seurakunnassa; paljon kansan keskellä minä sinua ylistän.
Εγω θελω σε υμνει εν μεγαλη συναξει μεταξυ πολυαριθμου λαου θελω σε υμνει.
Älä salli niiden iloita minusta, jotka syyttömästi minun viholliseni ovat, eli silmää iskeä, jotka minua ilman syytä vihaavat.
Ας μη χαρωσιν επ εμε οι εχθρευομενοι με αδικως οι μισουντες με αναιτιως ας μη νευωσι με τους οφθαλμους.
Sillä ei he puhu ystävällisesti, vaan etsivät vääriä syitä hiljaisia vastaan maan päällä,
Διοτι δεν ελαλουν ειρηνην, αλλα εμελετων δολους κατα των ησυχαζοντων επι της γης
Ja levittävät kitansa avaralta minua vastaan, ja sanovat: niin, niin: sen me mielellämme näemme.
και επλατυναν κατ εμου το στομα αυτων, Λεγοντες, Ευγε, ευγε ειδεν ο οφθαλμος ημων.
Herra, sinä sen myös näet, älä siis vaiti ole: Herra, älä kaukana ole minusta.
Ειδες, Κυριε μη σιωπησης Κυριε, μη απομακρυνθης απ εμου.
Herää ja nouse katsomaan minun oikeuttani ja asiatani, minun Jumalani ja Herrani.
Εγερθητι και εξυπνησον δια την κρισιν μου, Θεε μου και Κυριε μου, δια την δικην μου.
Herra minun Jumalani, tuomitse minua vanhurskautes jälkeen, ettei he riemuitsisi minusta.
Κρινον με, Κυριε ο Θεος μου, κατα την δικαιοσυνην σου, και ας μη χαρωσιν επ εμε.
Älä salli heidän sydämissänsä sanoa: niin, niin me tahdomme; ja älä anna heidän sanoa: me olemme hänen nielleet.
Ας μη ειπωσιν εν ταις καρδιαις αυτων, Ευγε, ψυχη ημων. μηδε ας ειπωσι, Κατεπιομεν αυτον.
Häväistäköön ja nauruksi joutukoon kaikki, jotka onnettomuudestani iloitsevat: puetettakoon häpiällä ja pilkalla, jotka itsiänsä minusta kerskaavat.
Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν ομου οι επιχαιροντες εις το κακον μου ας ενδυθωσιν εντροπην και ονειδος οι μεγαλαυχουντες κατ εμου.
Iloitkaan ja riemuitkaan, jotka minun vanhurskauttani rakastavat, ja sanokaan aina: Herra olkoon suuresti kiitetty, joka suo palveliallensa rauhan.
Ας ευφρανθωσι και ας χαρωσιν οι θελοντες την δικαιοσυνην μου και διαπαντος ας λεγωσιν, Ας μεγαλυνθη ο Κυριος, οστις θελει την ειρηνην του δουλου αυτου.
Ja minun kieleni puhuu sinun vanhurskauttas, ja kiittää sinua joka päivä.
Και η γλωσσα μου θελει μελετα την δικαιοσυνην σου και τον επαινον σου ολην την ημεραν.