Ezra 10

Ενω δε ο Εσδρας προσηυχετο και εξωμολογειτο, κλαιων και πεπτωκως εμπροσθεν του οικου του Θεου, συνηχθη προς αυτον εκ του Ισραηλ συναξις μεγαλη σφοδρα, ανδρες και γυναικες και παιδια διοτι εκλαιεν ο λαος κλαυθμον μεγαν.
A gdy się modlił Ezdrasz, i wyznawał grzechy z płaczem, leżąc przed domem Bożym, zebrało się do niego z Izraela zgromadzenie bardzo wielkie mężów i niewiast i dziatek; a płakał lud wielkim płaczem.
Και απεκριθη Σεχανιας ο υιος του Ιεχιηλ, εκ των υιων Ελαμ, και ειπε προς τον Εσδραν, Ημεις ηνομησαμεν εις τον Θεον ημων και ελαβομεν ξενας γυναικας εκ των λαων της γης πλην τωρα ειναι ελπις εις τον Ισραηλ περι τουτου
Tedy odpowiadając Sechanijasz, syn Jechyjelowy z synów Elamowych, rzekł do Ezdrasza: Myśmyć zgrzeszyli przeciwko Panu, Bogu naszemu, żeśmy pojęli żony obce z narodu tej ziemi; ale wżdy ma jeszcze nadzieję Izrael przytem.
οθεν ας καμωμεν τωρα διαθηκην προς τον Θεον ημων, να αποβαλωμεν πασας τας γυναικας και τα γεννηθεντα εξ αυτων, κατα την συμβουλην του κυριου μου και των οσοι τρεμουσιν εις την εντολην του Θεου ημων και ας γεινη κατα τον νομον
Tylko teraz uczyńmy przymierze z Bogiem naszym, że porzucimy wszystkie żony i narodzone z nich, według rady Pańskiej, i tych, którzy drżą przed przykazaniem Boga naszego, a niech to będzie podług zakonu.
εγερθητι διοτι το πραγμα ανηκει εις σε και ημεις ειμεθα μετα σου ανδριζου και πραττε.
Wstańże, bo ta rzecz tobie należy, a my będziemy z tobą; zmocnij się, a uczyń tak.
Τοτε εγερθεις ο Εσδρας, ωρκισε τους αρχοντας των ιερεων, των Λευιτων και παντος του Ισραηλ, οτι θελουσι καμει κατα τον λογον τουτον. Και ωρκισθησαν.
Tedy wstał Ezdrasz, i poprzysiągł książąt kapłańskich, i Lewitów, i wszystkiego Izraela, aby uczynili według tego słowa. I przysięgli.
Και σηκωθεις ο Εσδρας απ εμπροσθεν του οικου του Θεου, υπηγεν εις το οικημα του Ιωαναν υιου του Ελιασειβ και οτε ηλθεν εκει, αρτον δεν εφαγεν και υδωρ δεν επιε διοτι ητο εις πενθος δια την παραβασιν των μετοικισθεντων.
A tak wstawszy Ezdrasz od domu Bożego szedł do komory Jochanana, syna Elijasybowego, a wszedłszy tam, nie jadł chleba, i wody nie pił; albowiem był żałośny dla przestępstwa tych, co się wrócili z niewoli.
Και διεκηρυξαν κατα την Ιουδαιαν και Ιερουσαλημ προς παντας τους υιους της μετοικεσιας, να συναχθωσιν εις Ιερουσαλημ
Zatem kazali obwołać w Judztwie i w Jeruzalemie między wszystkimi, którzy przyszli z niewoli, aby się zgromadzili do Jeruzalemu.
και πας οστις δεν ελθη εντος τριων ημερων, κατα την βουλην των αρχοντων και πρεσβυτερων, θελει γεινει αναθεμα πασα η περιουσια αυτου, και αυτος θελει χωρισθη απο της συναξεως των μετοικισθεντων.
A ktobykolwiek nie przyszedł we trzech dniach według uradzenia książąt i starszych, aby przepadła wszystka majętność jego, a sam aby był wyłączony od zgromadzenia tych, co przyszli z niewoli.
Και συνηχθησαν παντες οι ανδρες Ιουδα και Βενιαμιν εις Ιερουσαλημ εντος τριων ημερων. Ητο ο ενατος μην και η εικοστη του μηνος και πας ο λαος εκαθησεν εν τη πλατεια του οικου του Θεου, τρεμων δια το πραγμα και δια την μεγαλην βροχην.
Przetoż zgromadzili się wszyscy mężowie z Judy i z Benjamina do Jeruzalemu we trzech dniach, dwudziestego dnia miesiąca dziewiątego, i siedział wszystek lud na placu przed domem Bożym, drżąc dla onej rzeczy i dla deszczu.
Και εγερθεις ο Εσδρας ο ιερευς, ειπε προς αυτους, Σεις ηνομησατε και ελαβετε γυναικας ξενας, δια να επιπροσθεσητε εις την παραβασιν του Ισραηλ
Tedy powstawszy Ezdrasz kapłan rzekł do nich: Wyście zgrzeszyli, iżeście pojęli żony obce, przydawając do grzechów Izraelskich.
τωρα λοιπον εξομολογηθητε προς Κυριον τον Θεον των πατερων σας και καμετε το θελημα αυτου και χωρισθητε απο των λαων της γης και απο των ξενων γυναικων.
Przetoż uczyńcie teraz wyznanie przed Panem, Bogiem ojców waszych, a wykonajcie wolę jego, i odłączcie się od narodów tej ziemi, i od żon obcych.
Και απεκριθη πασα η συναξις και ειπον μετα φωνης μεγαλης, Καθως ελαλησας προς ημας, ουτω να καμωμεν
I odpowiedziało wszystko ono zgromadzenie, i rzekło głosem wielkim: Jakoś nam powiedział, tak uczynimy.
ο λαος ομως ειναι πολυς και ο καιρος πολυ βροχερος, και δεν δυναμεθα να στεκωμεθα εξω, και το εργον δεν ειναι μιας ημερας ουδε δυο διοτι ειμεθα πολλοι οι αμαρτησαντες εις τουτο το πραγμα
Ale wielki jest lud, i czas dżdżysty, i nie możemy stać na dworze; dotego ta sprawa nie jest dnia jednego, ani dwóch; bo nas wiele, którzyśmy się tego przestępstwa dopuścili.
ας διορισθωσι τωρα αρχοντες ημων εν ολη τη συναξει, και ας ελθωσι καθ ωρισμενους καιρους παντες οι λαβοντες ξενας γυναικας εις τας πολεις ημων, και μετ αυτων οι πρεσβυτεροι εκαστης πολεως και οι κριται αυτης, εωσου η φλογερα οργη του Θεου ημων δια το πραγμα τουτο αποστραφη αφ ημων.
Prosimy tedy, niechże będą postanowieni książęta nasi nad wszystkiem zgromadzeniem; a ktobykolwiek był w miastach naszych, co pojął żony obce, niechaj przyjdzie na czas zamierzony, a z nimi starsi z każdego miasta, sędziowie ich, abyśmy tak odwrócili gniew popędliwości Boga naszego od nas dla tej sprawy.
Διωρισθησαν λοιπον εις τουτο Ιωναθαν ο υιος του Ασαηλ, και Ιααζιας ο υιος του Τικβα ο δε Μεσουλλαμ και ο Σαββεθαι, οι Λευιται, ησαν βοηθοι αυτων.
A tak Jonatan, syn Asahijelowy, i Jachsyjasz, syn Tekujego, byli na to wysądzeni; ale Mesullam i Sebetaj, Lewitowie, pomagali im.
Και εκαμον ουτως οι υιοι της μετοικεσιας. Και ο Εσδρας ο ιερευς και αρχοντες τινες των πατριων, κατα τους πατρικους οικους αυτων, και ουτοι παντες κατ ονομα, εχωρισθησαν και εκαθησαν την πρωτην ημεραν του δεκατου μηνος δια να εξετασωσι την υποθεσιν.
Tedy uczynili tak ci, co przyszli z niewoli. I odłączeni są Ezdrasz kapłan, i mężowie przedniejsi z domów ojcowskich według domów ojców swoich; a ci wszyscy z imienia mianowani byli, i zasiedli dnia pierwszego, miesiąca dziesiątego, aby się o tem wywiadywali.
Και ετελειωσαν με παντας τους ανδρας, τους λαβοντας ξενας γυναικας, εως της πρωτης ημερας του πρωτου μηνος.
A odprawowali to przy wszystkich mężach, którzy byli pojęli żony obce, aż do pierwszego dnia, miesiąca pierwszego.
Και μεταξυ των υιων των ιερεων ευρεθησαν οι λαβοντες ξενας γυναικας, εκ των υιων του Ιησου υιου του Ιωσεδεκ και των αδελφων αυτου, ο Μαασιας και ο Ελιεζερ, και ο Ιαρειβ και ο Γεδαλιας.
I znaleźli się z synów kapłańskich, którzy byli pojęli żony obce: z synów Jesui, syna Jozedekowego, i z braci jego Maasejasz i Elijezer, i Jaryb, i Giedalijasz.
Και εδωκαν τας χειρας αυτων, οτι θελουσιν αποβαλει τας γυναικας αυτων και ως ενοχοι, προσεφεραν κριον εκ του ποιμνιου δια την ανομιαν αυτων.
I dali ręce swe, że mieli porzucić żony swe; a ci, którzy zgrzeszyli, ofiarowali każdy barana z stada za występek swój.
Και εκ των υιων του Ιμμηρ, Ανανι και Ζεβαδιας.
A z synów Immerowych: Hanani i Zabadyjasz;
Και εκ των υιων του Χαρημ, Μαασιας και Ηλιας και Σεμαιας και Ιεχιηλ και Οζιας.
A z synów Harymowych: Maasyjasz i Elijasz, i Semejasz, i Jechyjel, i Uzyjasz;
Και εκ των υιων του Πασχωρ, Ελιωηναι, Μαασιας, Ισμαηλ, Ναθαναηλ, Ιωζαβαδ και Ελασα.
A z synów Passurowych: Elijenaj, Maasejasz, Izmael, Natanael, Jozabad, i Elasa.
Εκ δε των Λευιτων, Ιωζαβαδ και Σιμει και Κελαιας, ουτος ειναι ο Κελιτα, Πεθαια, Ιουδας και Ελιεζερ.
A z Lewitów: Jozabad, i Symei, i Kielajasz, (ten jest Kielita) Petachyjasz, Judas, i Elijezer.
Και εκ των ψαλτωδων, Ελιασειβ και εκ των θυρωρων, Σαλλουμ και Τελεμ και Ουρει.
A z śpiewaków: Elijasyb; a z odźwiernych: Sallum i Telem, i Ury.
Εκ δε του Ισραηλ, εκ των υιων Φαρως, Ραμιας και Ιεζιας και Μαλχιας και Μιαμειν και Ελεαζαρ και Μαλχιας και Βεναιας.
A z Izraela, z synów Farosowych: Ramijasz, i Jezyjasz, i Malchyjasz, i Miamin, i Elazar, i Malchyjasz, i Benajasz;
Και εκ των υιων Ελαμ, Ματθανιας, Ζαχαριας και Ιεχιηλ και Αβδι και Ιερεμωθ και Ηλια.
A z synów Elamowych: Matanijasz, Zacharyjasz, i Jechyjel, i Abdy, i Jerymot, i Elijasz;
Και εκ των υιων Ζατθου, Ελιωηναι, Ελιασειβ, Ματθανιας και Ιερεμωθ και Ζαβαδ και Αζιζα.
A z synów Zattuowych: Elijenaj, Elijasyb, Matanijasz, i Jerymot, i Zabad, i Asysa;
Εκ δε των υιων Βηβαι, Ιωαναν, Ανανιας, Ζαββαι και Αθλαι.
A z synów Bebajowych: Johanan, Hananijasz, Zabbaj, Atlaj;
Και εκ των υιων Βανι, Μεσουλλαμ, Μαλλουχ και Αδαιας, Ιασουβ και Σεαλ και Ραμωθ.
A z synów Bani: Mesullam, Malluch, i Adajasz, Jasub, i Seal, Jeramot;
Και εκ των υιων Φααθ−μωαβ, Αδνα και Χελαλ, Βεναιας, Μαασιας, Ματθανιας, Βεζελεηλ και Βιννουι και Μανασσης.
A z synów Pachatmoabowych Adna, i Chelal, Benajasz, Maasejasz, Matanijasz, Besaleel, i Binnui, i Manase;
Και εκ των υιων Χαρημ, Ελιεζερ, Ιεσιας, Μαλχιας, Σεμαιας και Συμεων,
A z synów Harymowych: Elijezer, Isyjasz, Malchyjasz, Semaajasz, Symeon,
Βενιαμιν, Μαλλουχ και Σεμαριας.
Benjamin, Maluch, Samaryjasz;
Εκ των υιων Ασουμ, Ματθεναι, Ματταθα, Ζαβαδ, Ελιφελετ, Ιερεμαι, Μανασσης και Σιμει.
Z synów Hasumowych: Matenajasz, Matata, Zabad, Elifelet, Jeremijasz, Manase, Symhy;
Εκ των υιων Βανι, Μααδαιας, Αμραμ και Ουηλ,
Z synów Bani: Maadaj, Amram, i Uel.
Βεναιας, Βεδειας, Χελλου,
Banajasz, Bedyjasz, i Cheluhu,
Βανιας, Μερημωθ, Ελιασειβ,
Wanijasz, Meremot, Elijasyb,
Ματθανιας, Ματθεναι και Ιαασω
Mattanijasz, Matenajasz, i Jahasaw.
και Βανι και Βιννουι, Σιμει,
I Bani, i Binnui, Symhy,
και Σελεμιας και Ναθαν και Αδαιας,
I Selemijasz, i Natan, i Adajasz,
Μαχναδεβαι, Σασαι, Σαραι,
Machnadbaj, Sasaj, Saraj,
Αζαρεηλ και Σελεμιας, Σεμαριας,
Asarel, I Selemijasz, Semaryjasz,
Σαλλουμ, Αμαριας και Ιωσηφ.
Sallum, Amaryjasz, i Józef.
Εκ των υιων Νεβω, Ιειηλ, Ματταθιας, Ζαβαδ, Ζεβινα, Ιαδαυ και Ιωηλ και Βεναιας.
Z synów Nebowych: Jehijel, Matytyjasz, Zabad, Zebina, Jaddaj, i Joel, i Benajasz.
Παντες ουτοι ειχον λαβει ξενας γυναικας και τινες εξ αυτων γυναικας, εξ ων ετεκνοποιησαν.
Ci wszyscy pojęli byli żony obce; a były między niemi niewiasty, które im narodziły synów.