Psalms 9

För sångmästaren, till Mutlabbén; en psalm av David.
Εις τον πρωτον μουσικον, επι Μουθ−λαββεν. Ψαλμος του Δαβιδ. Θελω σε δοξολογησει, Κυριε, εν ολη καρδια μου θελω διηγηθη παντα τα θαυμασια σου.
 Jag vill tacka HERREN av allt mitt hjärta;  jag vill förtälja alla dina under.
Θελω ευφρανθη και χαρη εν σοι θελω ψαλμωδησει εις το ονομα σου, Υψιστε.
 Jag vill vara glad och fröjdas i dig,  jag vill lovsjunga ditt namn, du den Högste.
Οταν στραφωσιν οι εχθροι μου εις τα οπισω, πεσωσι και αφανισθωσιν απ εμπροσθεν σου.
 Ty mina fiender vika tillbaka,  de falla och förgås för ditt ansikte.
Διοτι συ εκαμες την κρισιν μου και την δικην μου εκαθησας επι θρονου κρινων εν δικαιοσυνη
 Ja, du har utfört min rätt och min sak;  du sitter på din tron      såsom en rättfärdig domare.
Επετιμησας τα εθνη εξωλοθρευσας τον ασεβη το ονομα αυτων εξηλειψας εις τον αιωνα του αιωνος
 Du har näpst hedningarna      och förgjort de ogudaktiga;  deras namn har du utplånat      för alltid och evinnerligen.
Εχθρε, αι ερημωσεις εξελιπον διαπαντος και κατηδαφισας πολεις το μνημοσυνον αυτων εχαθη μετ αυτων.
 Fienderna äro nedgjorda,      utrotade för alltid;  deras städer har du omstörtat,      deras åminnelse har förgåtts.
Αλλ ο Κυριος διαμενει εις τον αιωνα ητοιμασε τον θρονον αυτου δια κρισιν.
 Men HERREN tronar evinnerligen,  sin stol har han berett till doms;
Και αυτος θελει κρινει την οικουμενην εν δικαιοσυνη θελει κρινει τους λαους εν ευθυτητι.
 och han skall döma jordens krets med rättfärdighet,  han skall skipa lag bland folken med rättvisa.
Και ο Κυριος θελει εισθαι καταφυγιον εις τον πενητα, καταφυγιον εν καιρω θλιψεως.
 Så vare då HERREN en borg för den förtryckte,  en borg i nödens tider.
Και θελουσιν ελπισει επι σε οι γνωριζοντες το ονομα σου διοτι δεν εγκατελιπες τους εκζητουντας σε, Κυριε.
 Och må de som känna ditt namn förtrösta på dig;  ty du övergiver icke dem som söka dig, HERRE.
Ψαλμωδειτε εις τον Κυριον, τον κατοικουντα εν Σιων αναγγειλατε μεταξυ των λαων τα κατορθωματα αυτου
 Lovsjungen HERREN,      som bor i Sion,  förkunnen bland folken hans gärningar.
διοτι οταν καμνη εκζητησιν αιματων, ενθυμειται αυτους δεν λησμονει την κραυγην των ταλαιπωρουμενων.
 Ty han som utkräver blodskulder      har kommit ihåg dem;  han har icke förgätit de betrycktas klagorop.
Ελεησον με, Κυριε ιδε την θλιψιν μου την εκ των εχθρων μου, συ ο υψονων με εκ των πυλων του θανατου,
 Var mig nådig, HERRE;  se huru jag plågas av dem som hata mig,  du som lyfter mig upp från dödens portar;
δια να διηγηθω πασας τας αινεσεις σου εν ταις πυλαις της θυγατρος Σιων εγω θελω αγαλλιασθαι δια την σωτηριαν σου.
 på det att jag må förtälja allt ditt lov  och i dottern Sions portar      fröjda mig över din frälsning.
Τα εθνη κατεβυθισθησαν εις τον λακκον, τον οποιον εκαμον εν τη παγιδι, την οποιαν εκρυψαν, επιασθη ο πους αυτων.
 Hedningarna hava sjunkit ned      i den grav som de grävde;  i det nät som de lade ut      har deras fot blivit fångad.
Ο Κυριος γνωριζεται δια την κρισιν, την οποιαν καμνει ο ασεβης παγιδευεται εν τω εργω των χειρων αυτου Ιγαιων Διαψαλμα.
 HERREN har gjort sig känd,      han har hållit dom;  han snärjer den ogudaktige      i hans händers verk.  Higgajón.  Sela.
Οι ασεβεις θελουσιν επιστραφη εις τον αδην παντα τα εθνη τα λησμονουντα τον Θεον.
 DE ogudaktiga vika tillbaka, ned i dödsriket,  alla hedningar, de som förgäta Gud.
Διοτι δεν θελει λησμονηθη διαπαντος ο πτωχος η προσδοκια των πενητων δεν θελει απολεσθη διαπαντος.
 Ty icke för alltid      skall den fattige vara förgäten,  de betrycktas hopp      skall ej varda om intet evinnerligen.
Αναστηθι, Κυριε ας μη υπερισχυη ανθρωπος ας κριθωσι τα εθνη ενωπιον σου.
 Stå upp, HERRE;      låt icke människor få överhanden,  låt hedningarna bliva dömda inför ditt ansikte. [ (Psalms 9:21)  Låt, o HERRE,      förskräckelse komma över dem;  må hedningarna förnimma      att de äro människor.  Sela. ]
Καταστησον, Κυριε, νομοθετην επ αυτους ας γνωρισωσι τα εθνη, οτι ειναι ανθρωποι. Διαψαλμα.