James 1

Ιακωβος, δουλος του Θεου και του Κυριου Ιησου Χριστου, προς τας δωδεκα φυλας τας διεσπαρμενας, χαιρειν.
Jakob, Guds och Herrens, Jesu Kristi, tjänare, hälsar de tolv stammar som bo kringspridda bland folken.Joh. 7:35.
Πασαν χαραν νομισατε, αδελφοι μου, οταν περιπεσητε εις διαφορους πειρασμους,
Mina bröder, hållen det för idel glädje, när I kommen i allahanda frestelser,1 Petr. 1:6 f.
γνωριζοντες οτι η δοκιμασια της πιστεως σας εργαζεται υπομονην.
och veten, att om eder tro håller provet, så verkar detta ståndaktighet.Rom. 5:3.
Η δε υπομονη ας εχη εργον τελειον, δια να ησθε τελειοι και ολοκληροι, μη οντες εις μηδεν ελλιπεις.
Och låten ståndaktigheten hava med sig fullkomlighet i gärning, så att I ären fullkomliga, utan fel och utan brist i något stycke.
Εαν δε τις απο σας ηναι ελλιπης σοφιας, ας ζητη παρα του Θεου του διδοντος εις παντας πλουσιως και μη ονειδιζοντος, και θελει δοθη εις αυτον.
Men om någon av eder brister i vishet, så må han utbedja sig sådan från Gud, som giver åt alla villigt och utan hårda ord, och den skall bliva honom given.1 Kon. 3:5 f. Ords. 2:3 f. Jer. 29:12 f. Vish. 8:21.Matt. 7:7 f. Jak. 5:13 f.
Ας ζητη ομως μετα πιστεως, χωρις να δισταζη παντελως διοτι ο δισταζων ομοιαζει με κυμα θαλασσης κινουμενον υπο ανεμων και συνταραττομενον.
Men han bedje i tro, utan att tvivla; ty den som tvivlar är lik havets våg, som drives omkring av vinden och kastas hit och dit.Matt. 21:21 f. Mark. 11:24. Joh. 14:13 f.
Διοτι ας μη νομιζη ο ανθρωπος εκεινος οτι θελει λαβει τι παρα του Κυριου.
En sådan människa må icke tänka att hon skall få något från Herren --
Ανθρωπος διγνωμος ειναι ακαταστατος εν πασαις ταις οδοις αυτου.
en människa med delad håg, en som går ostadigt fram på alla sina vägar.Jak. 4:8.
Ας καυχαται δε ο αδελφος ο ταπεινος εις το υψος αυτου,
Den broder som lever i ringhet berömme sig av sin höghet.Jak. 2:5.
ο δε πλουσιος εις την ταπεινωσιν αυτου, επειδη ως ανθος χορτου θελει παρελθει.
Den åter som är rik berömme sig av sin ringhet, ty såsom gräsets blomster skall han förgås.Ps. 103:15 f. Jes. 40:6 f. 2 Kor. 12:9 f. 1 Petr. 1:24.
Διοτι ανετειλεν ο ηλιος με τον καυσωνα και εξηρανε τον χορτον, και το ανθος αυτου εξεπεσε, και το καλλος του προσωπου αυτου ηφανισθη ουτω και ο πλουσιος θελει μαρανθη εν ταις οδοις αυτου.
Solen går upp med sin brännande hetta och förtorkar gräset, och dess blomster faller av, och dess fägring förgår; så skall ock den rike förvissna mitt i sin ävlan.1 Joh. 2:17.
Μακαριος ο ανθρωπος, οστις υπομενει πειρασμον διοτι αφου δοκιμασθη, θελει λαβει τον στεφανον της ζωης, τον οποιον υπεσχεθη ο Κυριος εις τους αγαπωντας αυτον.
Salig är den man som är ståndaktig i frestelsen; ty när han har bestått sitt prov, skall han få livets krona, vilken Gud har lovat åt dem som älska honom.Matt. 10:22. 2 Tim. 4:7 f. 1 Petr. 3:14. Upp. 2:10.
Μηδεις πειραζομενος ας λεγη οτι απο του Θεου πειραζομαι διοτι ο Θεος ειναι απειραστος κακων και αυτος ουδενα πειραζει.
Ingen säge, när han bliver frestad, att det är från Gud som hans frestelse kommer; ty såsom Gud icke kan frestas av något ont, så frestar han icke heller någon.Syr. 15:11.
Πειραζεται δε εκαστος υπο της ιδιας αυτου επιθυμιας, παρασυρομενος και δελεαζομενος.
Nej, närhelst någon frestas, så är det av sin egen begärelse som han drages och lockas.Rom. 7:7 f.
Επειτα η επιθυμια αφου συλλαβη, γεννα την αμαρτιαν, η δε αμαρτια εκτελεσθεισα γεννα τον θανατον.
Sedan, när begärelsen har blivit havande, föder hon synd, och när synden har blivit fullmogen, framföder hon död.Rom. 6:23.
Μη πλανασθε, αδελφοι μου αγαπητοι.
Faren icke vilse, mina älskade bröder.
Πασα δοσις αγαθη και παν δωρημα τελειον ειναι ανωθεν καταβαινον απο του Πατρος των φωτων, εις τον οποιον δεν υπαρχει αλλοιωσις η σκια μεταβολης.
Idel goda gåvor och idel fullkomliga skänker komma ned ovanifrån, från himlaljusens Fader, hos vilken ingen förändring äger rum och ingen växling av ljus och mörker.Joh. 3:27. 1 Kor. 4:7. 1 Joh. 1:5.
Εξ ιδιας αυτου θελησεως εγεννησεν ημας δια του λογου της αληθειας, δια να ημεθα ημεις απαρχη τις των κτισματων αυτου.
Efter sitt eget beslut födde han oss till liv genom sanningens ord, för att vi skulle vara en förstling av de varelser han har skapat.Joh. 1:13. 1 Kor. 4:15. 1 Petr. 1:23. Upp. 14:4.
Λοιπον, αδελφοι μου αγαπητοι, ας ειναι πας ανθρωπος ταχυς εις το να ακουη, βραδυς εις το να λαλη, βραδυς εις οργην
Det veten I, mina älskade bröder. Men var människa vare snar till att höra och sen till att tala och sen till vrede.Ords. 17:27. Syr. 5:11. Jak. 3:1 f., 13.
διοτι η οργη του ανθρωπου δεν εργαζεται την δικαιοσυνην του Θεου.
Ty en mans vrede kommer icke åstad vad rätt är inför Gud.
Δια τουτο απορριψαντες πασαν ρυπαριαν και περισσειαν κακιας δεχθητε μετα πραοτητος τον εμφυτευθεντα λογον τον δυναμενον να σωση τας ψυχας σας.
Skaffen därför bort all orenhet och all ondska som finnes kvar, och mottagen med saktmod det ord som är plantat i eder, och som kan frälsa edra själar.Luk. 8:11, 15. Rom. 1:16. 13:12. Kol. 3:8. 1 Petr. 2:1 f.
Γινεσθε δε εκτελεσται του λογου και μη μονον ακροαται, απατωντες εαυτους.
Men varen ordets görare, och icke allenast dess hörare, eljest bedragen I eder själva.Matt. 7:21, 24 f. Luk. 11:28. Rom. 2:13. 1 Joh. 3:7.
Διοτι εαν τις ηναι ακροατης του λογου και ουχι εκτελεστης, ουτος ομοιαζει με ανθρωπον, οστις θεωρει το φυσικον αυτου προσωπον εν κατοπτρω
Ty om någon är ordets hörare, men icke dess görare, så är han lik en man som betraktar sitt ansikte i en spegel:Matt. 7:26 f.
διοτι εθεωρησεν εαυτον και ανεχωρησε, και ευθυς ελησμονησεν οποιος ητο.
när han har betraktat sig däri, går han sin väg och förgäter strax hurudan han var.
Οστις ομως εγκυψη εις τον τελειον νομον της ελευθεριας και επιμεινη εις αυτον, ουτος γενομενος ουχι ακροατης επιλησμων, αλλ εκτελεστης εργου, ουτος θελει εισθαι μακαριος εις την εκτελεσιν αυτου.
Men den som skådar in i den fullkomliga lagen, frihetens lag, och förbliver därvid och icke är en glömsk hörare, utan en verklig görare, han varder salig i sin gärning.Joh. 8:31 f. 13:17. Rom. 8:2. Jak. 2:12.
Εαν τις μεταξυ σας νομιζη οτι ειναι θρησκος, και δεν χαλινονη την γλωσσαν αυτου αλλ απατα την καρδιαν αυτου, τουτου η θρησκεια ειναι ματαια.
Om någon menar sig tjäna Gud och icke tyglar sin tunga, utan bedrager sitt hjärta, så är hans gudstjänst intet värd.Ps. 39:2. 1 Petr. 3:10.
Θρησκεια καθαρα και αμιαντος ενωπιον του Θεου και Πατρος ειναι αυτη, να επισκεπτηται τους ορφανους και τας χηρας εν τη θλιψει αυτων, και να φυλαττη εαυτον αμολυντον απο του κοσμου.
En gudstjänst, som är ren och obesmittad inför Gud och Fadern, är det att vårda sig om fader- och moderlösa barn och änkor i deras bedrövelse, och att hålla sig obefläckad av världen.Job 31:16 f. Jes. 58:6 f. Matt. 25:35 f. Joh. 17:15. Rom. 12:2.