I Kings 2

Επλησιασαν δε αι ημεραι του Δαβιδ να αποθανη και παρηγγειλε προς τον Σολομωντα τον υιον αυτου, λεγων,
Då nu tiden tillstundade att David skulle dö, bjöd han sin son Salomo och sade:
Εγω υπαγω την οδον πασης της γης συ δε ισχυε και εσο ανηρ
»Jag går nu all världens väg; så var då frimodig och visa dig såsom en man.Jos. 23,14.
και φυλαττε τας εντολας Κυριου του Θεου σου, περιπατων εις τας οδους αυτου, φυλαττων τα διαταγματα αυτου, τα προσταγματα αυτου και τας κρισεις αυτου και τα μαρτυρια αυτου, ως ειναι γεγραμμενον εν τω νομω του Μωυσεως, δια να ευημερης εις παντα οσα πραττεις και πανταχου οπου αν στραφης
Och håll vad HERREN, din Gud, bjuder dig hålla, så att du vandrar på hans vägar och håller hans stadgar, hans bud och rätter och vittnesbörd, såsom det är skrivet i Moses lag, på det att du må hava framgång i allt vad du gör, och överallt dit du vänder dig;5 Mos. 17,l8 f. 29,9. Jos. 1,7 f. 23,6.
δια να στηριξη ο Κυριος τον λογον αυτου, τον οποιον ελαλησε περι εμου, λεγων, Εαν οι υιοι σου προσεχωσιν εις την οδον αυτων ωστε να περιπατωσιν ενωπιον μου εν αληθεια, εξ ολης της καρδιας αυτων και εξ ολης της ψυχης αυτων, βεβαιως δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ επανωθεν του θρονου του Ισραηλ.
så att HERREN får uppfylla det ord som han talade om mig, då han sade: 'Om dina barn hava akt på sin väg, så att de vandra inför mig i trohet och av allt sitt hjärta och av all sin själ, då' -- sade han -- 'skall på Israels tron aldrig saknas en avkomling av dig.'2 Sam. 7,12 f. Ps. 132,11 f.
Και ετι συ εξευρεις οσα εκαμεν εις εμε Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, τι εκαμεν εις τους δυο αρχηγους των στρατευματων του Ισραηλ, εις τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, και εις τον Αμασα τον υιον του Ιεθερ, τους οποιους εφονευσε, και εχυσε το αιμα του πολεμου εν ειρηνη και εβαλε το αιμα του πολεμου εις την ζωνην αυτου, την περι την οσφυν αυτου, και εις τα υποδηματα αυτου τα εις τους ποδας αυτου.
Vidare: du vet väl vad Joab, Serujas son, har gjort mot mig, huru han gjorde mot de två härhövitsmännen i Israel, Abner, Ners son, och Amasa, Jeters son, huru han dräpte dem, så att han i fredstid utgöt blod, likasom hade det varit krig, och, likasom hade det varit krig, lät blod komma på bältet som han hade omkring sina länder, och på skorna som han hade på sina fötter.2 Sam 3,27. 20,9 f.
Καμε λοιπον κατα την σοφιαν σου, και η πολια αυτου ας μη καταβη εις τον αδην εν ειρηνη.
Så gör nu efter din vishet, och låt icke hans grå hår få med frid fara ned i dödsriket.
προς τους υιους ομως του Βαρζελλαι του Γαλααδιτου καμε ελεος, και ας ηναι εκ των εσθιοντων επι της τραπεζης σου διοτι ουτως επλησιασαν προς εμε, οτε εφευγον απο προσωπου του Αβεσσαλωμ του αδελφου σου.
Men mot gileaditen Barsillais söner skall du bevisa godhet, så att de få vara med bland dem som äta vid ditt bord; ty på sådant sätt bemötte de mig, när jag flydde för din broder Absalom.2 Sam. 17,27 f. 19,31 f.
Και ιδου, μετα σου Σιμει ο υιος του Γηρα, ο Βενιαμιτης, απο Βαουρειμ, οστις με κατηρασθη καταραν οδυνηραν καθ ην ημεραν επορευομην εις Μαχαναιμ κατεβη ομως προς απαντησιν μου εις τον Ιορδανην, και ωμοσα προς αυτον εις τον Κυριον, λεγων, Δεν θελω σε θανατωσει δια ομφαιας.
Vidare har du hos dig Simei, Geras son, benjaminiten från Bahurim, som for ut mot mig i gruvliga förbannelser på den dag då jag gick till Mahanaim, men som sedan kom ned till Jordan mig till mötes, varvid jag med en ed vid HERREN lovade honom och sade: 'Jag skall icke döda dig med svärd.'2 Sam. 16,5 f. 19,16 f.
Τωρα λοιπον μη αθωωσης αυτον διοτι εισαι ανηρ σοφος και εξευρεις τι πρεπει να καμης εις αυτον, και να καταβιβασης την πολιαν αυτου με αιμα εις τον αδην.
Men nu må du icke låta honom bliva ostraffad, ty du är en vis man och vet väl vad du bör göra med honom, så att du låter hans grå hår med blod fara ned i dödsriket.»
Και εκοιμηθη ο Δαβιδ μετα των πατερων αυτου και εταφη εν τη πολει Δαβιδ.
och David gick till vila hos sina fäder och blev begraven i Davids stad.2 Sam. 5,7. Apg. 2,29. 13,36.
Αι ημεραι δε, τας οποιας εβασιλευσεν ο Δαβιδ επι τον Ισραηλ, εγειναν τεσσαρακοντα ετη επτα ετη εβασιλευσεν εν Χεβρων και τριακοντα τρια εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ.
Den tid David regerade över Israel var fyrtio år; i Hebron regerade han i sju år, och i Jerusalem regerade han i trettiotre år.2 Sam. 5,4 f. 1 Krön. 3,4. 29,26 f.
Και εκαθησεν ο Σολομων επι του θρονου Δαβιδ του πατρος αυτου και εστερεωθη η βασιλεια αυτου σφοδρα.
Och Salomo satte sig på sin fader Davids tron, och han konungamakt blev starkt befäst.
Αδωνιας δε ο υιος της Αγγειθ ηλθε προς την Βηθ−σαβεε, την μητερα του Σολομωντος. Η δε ειπεν, Ερχεσαι εν ειρηνη; Και ειπεν, Εν ειρηνη.
Men Adonia, Haggits son, kom till Bat-Seba, Salomos moder. Hon frågade då: »Har du gott att meddela?» Han svarade: »Ja.»
Επειτα ειπεν, Εχω λογον τινα να ειπω προς σε. Η δε ειπε, Λαλησον.
Därefter sade han: »Jag har något att tala med dig om.» Hon svarade: »Tala.»
Και ειπε, Συ εξευρεις οτι εις εμε ανηκεν η βασιλεια και εις εμε ειχε στησει πας ο Ισραηλ το προσωπον αυτου, δια να βασιλευσω η βασιλεια ομως εστραφη και εγεινε του αδελφου μου διοτι παρα Κυριου εγεινεν εις αυτον
Då sade han: »Du vet själv att konungadömet tillhörde mig, och att hela Israel fäste sina blickar på mig, i förväntan att jag skulle bliva konung. Men så gick konungadömet ifrån mig och blev min broders; genom HERRENS skickelse blev det hans.1 Kon. 1,5 f. 1 Krön. 22,9 f. 28,5.
τωρα λοιπον ζητω μιαν αιτησιν παρα σου μη αρνηθης ταυτην εις εμε. Η δε ειπε προς αυτον, Λαλει.
Nu har jag en enda bön till dig. Visa icke bort mig.» Hon svarade honom: »Tala.»
Και ειπεν, Ειπε, παρακαλω, προς τον Σολομωντα τον βασιλεα, διοτι δεν θελει σοι αρνηθη τουτο, να δωση εις εμε την Αβισαγ την Σουναμιτιν δια γυναικα.
Då sade han: »Säg till konung Salomo -- dig visar han ju icke bort -- att han giver mig Abisag från Sunem till hustru.»1 Kon. 1,3 f.
Και ειπεν η Βηθ−σαβεε, Καλως εγω θελω λαλησει περι σου προς τον βασιλεα.
Bat-Seba svarade: »Gott! Jag skall själv tala med konungen om dig.»
Και εισηλθεν η Βηθ−σαβεε προς τον βασιλεα Σολομωντα, δια να λαληση προς αυτον περι του Αδωνιου. Και εσηκωθη ο βασιλευς εις απαντησιν αυτης και προσεκυνησεν αυτην επειτα εκαθησεν επι τον θρονον αυτου, και ετεθη θρονος εις την μητερα του βασιλεως και εκαθησεν εις τα δεξια αυτου.
Så gick då Bat-Seba in till konung Salomo för att tala med honom om Adonia. Då stod konungen upp och gick emot henne och bugade sig för henne och satte sig därefter på sin stol; man ställde ock fram en stol åt konungens moder, och hon satte sig på hans högra sida.
Και ειπε, Μιαν μικραν αιτησιν ζητω παρα σου μη αρνηθης ταυτην εις εμε. Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Ζητησον, μητηρ μου διοτι δεν θελω σοι αρνηθη.
Därefter sade hon: »Jag har en enda liten bön till dig. Visa icke bort mig.» Konungen svarade henne: »Framställ din bön, min moder; jag vill ingalunda visa bort dig.»
Η δε ειπεν, Ας δοθη η Αβισαγ η Σουναμιτις εις τον Αδωνιαν τον αδελφον σου δια γυναικα.
Då sade hon: »Låt giva Abisag från Sunem åt din broder Adonia till hustru.»
Και αποκριθεις ο βασιλευς Σολομων ειπε προς την μητερα αυτου, Και δια τι συ ζητεις την Αβισαγ την Σουναμιτιν δια τον Αδωνιαν; ζητησον δι αυτον και την βασιλειαν, διοτι ειναι μεγαλητερος μου αδελφος και δι αυτον και δια τον Αβιαθαρ τον ιερεα και δια τον Ιωαβ τον υιον της Σερουιας.
Men konung Salomo svarade och sade till sin moder: »Varför begär du endast Abisag från Sunem åt Adonia? Du kunde lika gärna begära konungadömet åt honom -- han är ju min äldste broder -- ja, åt honom och åt prästen Ebjatar och åt Joab, Serujas son.»1 Kon. 1,7, 19.
Και ωμοσεν ο βασιλευς Σολομων προς τον Κυριον, λεγων, Ουτω να καμη ο Θεος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν ο Αδωνιας δεν ελαλησε τον λογον τουτον κατα της ζωης αυτου
Och konung Salomo betygade med ed vid HERREN och sade: »Gud straffe mig nu och framgent, om icke Adonia med sitt liv skall få umgälla att han har talat detta.
και τωρα, ζη Κυριος, οστις με εστερεωσε και με εκαθισεν επι του θρονου Δαβιδ του πατρος μου, και οστις εκαμεν εις εμε οικον, καθως υπεσχεθη, σημερον θελει θανατωθη ο Αδωνιας.
Och nu, så sant HERREN lever, han som har utsett mig och uppsatt mig på min fader Davids tron, och som, enligt sitt löfte, har uppbyggt åt mig ett hus: i dag skall Adonia dödas.»
Και εξαπεστειλεν ο βασιλευς Σολομων δια χειρος του Βεναια, υιου του Ιωδαε, και επεσεν επ αυτον και απεθανε.
Därefter sände konung Salomo åstad och lät utföra detta genom Benaja, Jojadas son; denne stötte ned honom, så att han dog.
προς δε τον Αβιαθαρ τον ιερεα ειπεν ο βασιλευς, Εις Αναθωθ υπαγε, εις τους αγρους σου διοτι εισαι αξιος θανατου αλλα την ημεραν ταυτην δεν θελω σε θανατωσει, επειδη εσηκωσας την κιβωτον Κυριου του Θεου εμπροσθεν Δαβιδ του πατρος μου και επειδη εκακοπαθησας εις παντα οσα εκακοπαθησεν ο πατηρ μου.
Och till prästen Ebjatar sade konungen: »Gå bort till ditt jordagods i Anatot, ty du har förtjänat döden; men i dag vill jag icke döda dig, eftersom du har burit Herrens, HERRENS ark framför min fader David, och eftersom du med min fader har lidit allt vad han har fått lida.1 Sam. 22,20 f. 2 Sam. 15,24.
Και απεβαλεν ο Σολομων τον Αβιαθαρ απο του να ηναι ιερευς του Κυριου δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησε περι του οικου του Ηλει εν Σηλω.
Så drev Salomo bort Ebjatar och lät honom icke längre vara HERRENS präst, för att HERRENS ord skulle uppfyllas, det som han hade talat i Silo över Elis hus.1 Sam. 2,30 f.
Και η φημη ηλθε μεχρι του Ιωαβ διοτι ο Ιωαβ εκλινεν οπισω του Αδωνιου, αν και δεν εκλινεν οπισω του Αβεσσαλωμ. Και εφυγεν ο Ιωαβ εις την σκηνην του Κυριου και επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου.
Då nu ryktet härom kom till Joab -- som ju hade slutit sig till Adonia, om han ock icke hade slutit sig till Absalom -- flydde han till HERRENS tält och fattade i hornen på altaret.
Και απηγγελθη προς τον βασιλεα Σολομωντα, Οτι ο Ιωαβ εφυγεν εις την σκηνην του Κυριου και ιδου, ειναι πλησιον του θυσιαστηριου. Τοτε απεστειλεν ο Σολομων Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε, λεγων, Υπαγε, πεσον επ αυτον.
Men när det blev berättat för konung Salomo att Joab hade flytt till HERRENS tält, och att han stod invid altaret, sände Salomo åstad Benaja, Jojadas son, och sade: »Gå och stöt ned honom.»1 Kon. 1,50.
Και ηλθεν ο Βεναιας εις την σκηνην του Κυριου και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει ο βασιλευς Εξελθε. Ο δε ειπεν, Ουχι, αλλ ενταυθα θελω αποθανει. Και ανεφερεν ο Βεναιας αποκρισιν προς τον βασιλεα, λεγων, Ουτως ειπεν ο Ιωαβ και ουτω μοι απεκριθη.
När Benaja så kom till HERRENS tält, sade han till honom: »Så säger konungen: Gå bort härifrån.» Men han svarade: »Nej; här vill jag dö.» När Benaja framförde detta till konungen och sade: »Så och så har Joab sagt, så har han svarat mig»,
Ο δε βασιλευς ειπε προς αυτον, Καμε ως ειπε, και πεσον επ αυτον και θαψον αυτον δια να εξαλειψης το αθωον αιμα, το οποιον εχυσεν ο Ιωαβ, απ εμου και απο του οικου του πατρος μου
sade konungen till honom: »Gör såsom han har sagt, stöt ned honom och begrav honom, så att du befriar mig och min faders hus från skulden för det blod som Joab utan sak har utgjutit.2 Mos. 21,14.
και ο Κυριος θελει στρεψει το αιμα αυτου κατα της κεφαλης αυτου, οστις επεσεν επι δυο ανδρας δικαιοτερους και καλητερους παρ αυτον, και εθανατωσεν αυτους δια ομφαιας, μη ειδοτος του πατρος μου Δαβιδ, τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, τον αρχιστρατηγον του Ισραηλ, και τον Αμασα τον υιον του Ιεθερ, τον αρχιστρατηγον του Ιουδα
Och må HERREN låta hans blod komma tillbaka över hans eget huvud, därför att han stötte ned två män som voro rättfärdigare och bättre än han själv, och dräpte dem med svärd, utan att min fader David visste det, nämligen Abner, Ners son, härhövitsmannen i Israel, och Amasa, Jeters son, härhövitsmannen i Juda.2 Sam. 3,27. 20,9 f.
και θελουσιν επιστρεψει τα αιματα αυτων κατα της κεφαλης του Ιωαβ και κατα της κεφαλης του σπερματος αυτου, εις τον αιωνα επι δε τον Δαβιδ και επι το σπερμα αυτου και επι τον οικον αυτου και επι τον θρονον αυτου θελει εισθαι ειρηνη παρα Κυριου εως αιωνος.
Ja, deras blod skall komma tillbaka över Joabs och hans efterkommandes huvud för evigt. Men åt David och hans efterkommande, hans hus och hans tron skall HERREN giva frid till evig tid.2 Sam. 3,29.
Τοτε ανεβη Βεναιας ο υιος του Ιωδαε, και επεσεν επ αυτον και εθανατωσεν αυτον και εταφη εν τω οικω αυτου εν τη ερημω.
Så gick då Benaja, Jojadas son, ditupp och stötte ned honom och dödade honom; och han blev begraven där han bodde i öknen.
Και κατεστησεν ο βασιλευς αντ αυτου Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε επι του στρατευματος και Σαδωκ τον ιερεα κατεστησεν ο βασιλευς αντι του Αβιαθαρ.
Och konungen satte Benaja, Jojadas son, i hans ställe över hären; och prästen Sadok hade konungen satt i Ebjatars ställe.1 Sam. 2,35. 1 Kon. 4,4. 1 Krön. 29,22.
Και αποστειλας ο βασιλευς εκαλεσε τον Σιμει και ειπε προς αυτον, Οικοδομησον εις σεαυτον οικον εν Ιερουσαλημ και κατοικει εκει, και μη εξελθης εκειθεν εις ουδεν μερος
Därefter sände konungen och lät kalla till sig Simei och sade till honom: »Bygg dig ett hus i Jerusalem och bo där, och därifrån får du icke gå ut, varken hit eller dit.
διοτι καθ ην ημεραν εξελθης και περασης τον χειμαρρον Κεδρων, εξευρε βεβαιως οτι εξαπαντος θελεις θανατωθη το αιμα σου θελει εισθαι επι την κεφαλην σου.
Ty det må du veta, att på den dag du går ut och går över bäcken Kidron skall du döden dö. Ditt blod kommer då över ditt eget huvud.»
Και ειπεν ο Σιμει προς τον βασιλεα, Καλος ο λογος καθως ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς, ουτω θελει καμει ο δουλος σου. Και εκαθησεν ο Σιμει εν Ιερουσαλημ ημερας πολλας.
Simei sade till konungen: »Vad du har talat är gott; såsom min herre konungen har sagt, så skall din tjänare göra.» Och Simei bodde i Jerusalem en lång tid.
Και μετα τρια ετη, δυο εκ των δουλων του Σιμει εδραπετευσαν προς τον Αγχους, υιον του Μααχα, τον βασιλεα της Γαθ και ανηγγειλαν προς τον Σιμει, λεγοντες, Ιδου, οι δουλοι σου ειναι εν Γαθ.
Men tre år därefter hände sig att två tjänare flydde ifrån Simei till Akis, Maakas son, konungen i Gat. Och man berättade för Simei och sade: »Dina tjänare äro i Gat.»1 Sam. 27,2.
Και ο Σιμει εσηκωθη και εστρωσε την ονον αυτου και υπηγεν εις Γαθ προς τον Αγχους, δια να ζητηση τους δουλους αυτου και υπηγεν ο Σιμει και εφερε τους δουλους αυτου απο Γαθ.
Då stod Simei upp och sadlade sin åsna och begav sig till Akis i Gat för att söka efter sina tjänare. Simei begav sig alltså åstad och hämtade sina tjänare från Gat.
Και απηγγελθη προς τον Σολομωντα, οτι ο Σιμει υπηγεν απο Ιερουσαλημ εις Γαθ και επεστρεψε.
Men när det blev berättat för Salomo att Simei hade begivit sig från Jerusalem till Gat och kommit tillbaka,
Και αποστειλας ο βασιλευς εκαλεσε τον Σιμει και ειπε προς αυτον, Δεν σε ωρκισα εις τον Κυριον και διεμαρτυρηθην προς σε, λεγων, Εξευρε βεβαιως, οτι καθ ην ημεραν εξελθης και περιπατησης εξω οπουδηποτε, εξαπαντος θελεις αποθανει; και συ μοι ειπας, Καλος ο λογος, τον οποιον ηκουσα
sände konungen och lät kalla till sig Simei och sade till honom: »Har jag icke bundit dig med ed vid HERREN och varnat dig och sagt till dig: 'Det må du veta, att på den dag du går ut och begiver dig hit eller dit skall du döden dö'? Och du svarade mig: 'Vad du har sagt är gott, och jag har hört det.'
δια τι λοιπον δεν εφυλαξας τον ορκον του Κυριου και την προσταγην, την οποιαν προσεταξα εις σε;
Varför har du då icke aktat på din ed vid HERREN och på det bud som jag har givit dig?»
Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιμει, Συ εξευρεις ολην την κακιαν, την οποιαν γνωριζει η καρδια σου, τι επραξας εις τον Δαβιδ τον πατερα μου δια τουτο ο Κυριος εστρεψε την κακιαν σου κατα της κεφαλης σου
Och konungen sade ytterligare till Simei: »Du känner själv allt det onda som ditt hjärta vet med sig att du har gjort min fader David. HERREN skall nu låta din ondska komma tillbaka över ditt eget huvud.2 Sam. 16,5 f. Ps. 54,7. 62,13.
ο δε βασιλευς Σολομων θελει εισθαι ευλογημενος, και ο θρονος του Δαβιδ εστερεωμενος ενωπιον του Κυριου εως αιωνος.
Men konung Salomo skall bliva välsignad, och Davids tron skall bliva befäst inför HERREN till evig tid.»
Τοτε ο βασιλευς προσεταξε Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε, οστις εξελθων επεσεν επ αυτον, και απεθανε. Και η βασιλεια εστερεωθη εν τη χειρι του Σολομωντος.
På konungens befallning gick därefter Benaja, Jojadas son, fram och stötte ned honom, så att han dog. Och konungadömet blev befäst i Salomos hand.