Proverbs 9

Înţelepciunea şi -a zidit casa, şi -a tăiat cei şapte stîlpi.
Η σοφια ωκοδομησε τον οικον αυτης, ελατομησε τους στυλους αυτης επτα
Şi -a junghiat vitele, şi -a amestecat vinul, şi -a pus masa.
εσφαξε τη σφαγια αυτης, εκερασε τον οινον αυτης, και ητοιμασε την τραπεζαν αυτης
Şi -a trimes slujnicele, şi strigă, de pe... vîrful înălţimilor cetăţii:
απεστειλε τας θεραπαινας αυτης, κηρυττει επι των υψηλων τοπων της πολεως,
,,Cine este prost, să vină încoace!`` Celor lipsiţi de pricepere le zice:
Οστις ειναι αφρων, ας στραφη εδω και, προς τους ενδεεις φρενων, λεγει προς αυτους,
,,Veniţi de mîncaţi din pînea mea, şi beţi din vinul pe care l-am amestecat!
Ελθετε, φαγετε απο του αρτου μου, και πιετε απο του οινου τον οποιον εκερασα
Lăsaţi prostia, şi veţi trăi, şi umblaţi pe calea priceperii!``
αφησατε την αφροσυνην και ζησατε και κατευθυνθητε εν τη οδω της συνεσεως.
Celce mustră pe un batjocoritor îşi trage dispreţ, şi celce caută să îndrepte pe cel rău se alege cu ocară.
Ο νουθετων χλευαστην λαμβανει εις εαυτον ατιμιαν και ο ελεγχων τον ασεβη λαμβανει εις εαυτον μωμον.
Nu mustra pe cel batjocoritor, ca să nu te urască; mustră pe cel înţelept, şi el te va iubi!
Μη ελεγχε χλευαστην, δια να μη σε μισηση ελεγχε σοφον, και θελει σε αγαπησει.
Dă înţeleptului, şi se va face şi mai înţelept; învaţă pe cel neprihănit, şi va învăţa şi mai mult!
Διδε αφορμην εις τον σοφον και θελει γεινει σοφωτερος διδασκε τον δικαιον και θελει αυξηθη εις μαθησιν.
Începutul înţelepciunii este frica de Domnul; şi ştiinţa sfinţilor, este priceperea.
Αρχη σοφιας φοβος Κυριου και επιγνωσις αγιων φρονησις.
Prin mine ţi se vor înmulţi zilele, şi ţi se vor mări anii vieţii tale.
Διοτι δι εμου αι ημεραι σου θελουσι πολλαπλασιασθη, και ετη ζωης θελουσι προστεθη εις σε.
Dacă eşti înţelept, pentru tine eşti înţelept; dacă eşti batjocoritor, tu singur vei suferi.
Εαν γεινης σοφος, θελεις εισθαι σοφος δια σεαυτον και εαν γεινης χλευαστης, συ μονος θελεις πασχει.
Nebunia este o femeie gălăgioasă, proastă şi care nu ştie nimic.
Γυνη αφρων, θρασεια, ανοητος και μη γνωριζουσα μηδεν
Ea şade totuş la uşa casei sale, pe un scaun, pe înălţimile cetăţii,
καθηται εν τη θυρα της οικιας αυτης επι θρονου, εν τοις υψηλοις τοποις της πολεως,
ca să strige la trecătorii, cari merg pe calea cea dreaptă:
προσκαλουσα τους διαβατας τους κατευθυνομενους εις την οδον αυτων
,,Cine este prost, să vină aici!`` Iar celui fără minte îi zice:
οστις ειναι αφρων, ας στραφη εδω και προς τον ενδεη φρενων, λεγει προς αυτον,
,,Apele furate sînt dulci, şi pînea luată pe ascuns este plăcută!``
Τα κλοπιμαια υδατα ειναι γλυκεα, και ο κρυφιος αρτος ειναι ηδυς.
El nu ştie că acolo sînt morţii, şi că oaspeţii ei sînt în văile locuinţei morţilor.
Αλλ αυτος αγνοει οτι εκει ειναι οι νεκροι, και εις τα βαθη του αδου οι κεκλημενοι αυτης.