Psalms 10

Для чого стоїш Ти, о Господи, здалека, в час недолі ховаєшся?
Δια τι, Κυριε, ιστασαι μακροθεν; κρυπτεσαι εν καιρω θλιψεως;
Безбожний в своїм гордуванні женеться за вбогим, хай схоплені будуть у підступах, які замишляли вони!
Εν τη υπερηφανια του ασεβους κατακαιεται ο πτωχος ας πιασθωσιν εν ταις πανουργιαις, τας οποιας διαλογιζονται.
Бо жаданням своєї душі нечестивий пишається, а ласун проклинає, зневажає він Господа.
Διοτι ο ασεβης καυχαται εις τας επιθυμιας της ψυχης αυτου, και ο πλεονεκτης μακαριζει εαυτον καταφρονει τον Κυριον.
У гордощах каже безбожний, що Він не слідкує, бо Бога нема, оце всі його помисли!...
Ο ασεβης δια την αλαζονειαν του προσωπου αυτου δεν θελει εκζητησει τον Κυριον παντες οι διαλογισμοι αυτου ειναι οτι δεν υπαρχει Θεος.
Сильні дороги його повсякчасно, від нього суди Твої високо, тим то віддмухує він ворогів своїх...
Αι οδοι αυτου μολυνονται εν παντι καιρω αι κρισεις σου ειναι πολυ υψηλα απο προσωπου αυτου φυσα εναντιον παντων των εχθρων αυτου.
Сказав він у серці своєму: Я не захитаюсь, бо лиха навіки не буде мені...
Ειπεν εν τη καρδια αυτου, δεν θελω σαλευθη απο γενεας εις γενεαν διοτι δεν θελω πεσει εις δυστυχιαν.
Уста його повні прокляття й обмани та зради, під його язиком злочинство й переступ.
Το στομα αυτου γεμει καταρας και απατης και δολου υπο την γλωσσαν αυτου ειναι κακια και ανομια.
Причаївшись, сидить на подвір'ях, мордує невинного, його очі слідкують за вбогим...
Καθηται εν ενεδρα των προαυλιων, εν αποκρυφοις, δια να φονευση τον αθωον οι οφθαλμοι αυτου παραμονευουσι τον πενητα.
В укритті він чатує, як лев той у зарості, чатує схопити убогого, хапає убогого й тягне його в свою сітку...
Ενεδρευει εν αποκρυφω, ως λεων εν τω σπηλαιω αυτου ενεδρευει δια να αρπαση τον πτωχον αρπαζει τον πτωχον, οταν συρη αυτον εν τη παγιδι αυτου.
Припадає, знижається він, і попадають убогі в його міцні кігті...
Κυπτει, χαμηλονει, δια να πεσωσιν οι πτωχοι εις τους ονυχας αυτου.
Безбожний говорить у серці своїм: Бог забув, заховав Він обличчя Своє, не побачить ніколи.
Ειπεν εν τη καρδια αυτου, ελησμονησεν ο Θεος εκρυψε το προσωπον αυτου δεν θελει ιδει ποτε.
Устань же, о Господи Боже, руку Свою підійми, не забудь про убогих!
Αναστηθι, Κυριε Θεε, υψωσον την χειρα σου μη λησμονησης τους τεθλιμμενους.
Чому нечестивий ображує Бога і говорить у серці своїм, що Ти не слідкуєш?
Δια τι παρωξυνεν ο ασεβης τον Θεον; ειπεν εν τη καρδια αυτου, Δεν θελεις εξετασει.
Але Ти все бачиш, бо спостерігаєш злочинство та утиск, щоб віддати Своєю рукою! На Тебе слабий опирається, Ти сироті помічник.
Ειδες διοτι συ παρατηρεις την αδικιαν και την υβριν, δια να ανταποδωσης με την χειρα σου εις σε αφιερονεται ο πτωχος εις τον ορφανον συ εισαι ο βοηθος.
Зламай же рамено безбожному, і злого скарай за неправду його, аж більше не знайдеш його!
Συντριψον τον βραχιονα του ασεβους και πονηρου εξερευνησον την ασεβειαν αυτου, εωσου μη ευρης αυτην πλεον.
Господь Цар на вічні віки, із землі Його згинуть погани!
Ο Κυριος ειναι βασιλευς εις τον αιωνα του αιωνος τα εθνη θελουσιν εξαλειφθη εκ της γης αυτου.
Бажання понижених чуєш Ти, Господи, серця їх зміцняєш, їх вислуховує ухо Твоє,
Κυριε, εισηκουσας την επιθυμιαν των πενητων θελεις στηριξει την καρδιαν αυτων, θελεις καμει προσεκτικον το ωτιον σου
щоб дати суд сироті та пригніченому, щоб більш не страшив чоловік із землі!
δια να κρινης τον ορφανον και τον τεταπεινωμενον, ωστε ο ανθρωπος ο γηινος να μη καταδυναστευη πλεον.