Leviticus 21

Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Λαλησον προς τους ιερεις τους υιους του Ααρων, και ειπε προς αυτους, Ουδεις θελει μιανθη μεταξυ του λαου αυτου δια νεκρον
dixit quoque Dominus ad Mosen loquere ad sacerdotes filios Aaron et dices eis ne contaminetur sacerdos in mortibus civium suorum
ει μη δια τον συγγενη αυτου τον πλησιεστερον, δια την μητερα αυτου και δια τον πατερα αυτου και δια τον υιον αυτου και δια την θυγατερα αυτου και δια τον αδελφον αυτου,
nisi tantum in consanguineis ac propinquis id est super matre et patre et filio ac filia fratre quoque
και δια την αδελφην αυτου, παρθενον ουσαν, την πλησιεστατην εις αυτον, ητις δεν ελαβεν ανδρα δια ταυτην δυναται να μιανθη.
et sorore virgine quae non est nupta viro
Δεν θελει μιανθη αρχηγος ων του λαου αυτου, ωστε να βεβηλωση εαυτον.
sed nec in principe populi sui contaminabitur
Δεν θελουσι φαλακρωσει την κεφαλην αυτων ουδε θελουσι ξυρισει τα πλαγια των πωγωνων αυτων ουδε θελουσι καμει εντομιδας επι τας σαρκας αυτων.
non radent caput nec barbam neque in carnibus suis facient incisuras
Αγιοι θελουσιν εισθαι εις τον Θεον αυτων και δεν θελουσι βεβηλωσει το ονομα του Θεου αυτων διοτι τας δια πυρος γινομενας προσφορας του Κυριου, τον αρτον του Θεου αυτων, προσφερουσι δια τουτο θελουσιν εισθαι αγιοι.
sancti erunt Deo suo et non polluent nomen eius incensum enim Domini et panes Dei sui offerunt et ideo sancti erunt
Γυναικα πορνην και βεβηλωμενην δεν θελουσι λαβει ουδε γυναικα αποβεβλημενην απο του ανδρος αυτης θελουσι λαβει διοτι ο ιερευς ειναι αγιος εις τον Θεον αυτου.
scortum et vile prostibulum non ducet uxorem nec eam quae repudiata est a marito quia consecratus est Deo suo
Θελεις λοιπον αγιασει αυτον διοτι αυτος τον αρτον του Θεου σου προσφερει αγιος θελει εισθαι εις σε διοτι αγιος ειμαι εγω ο Κυριος, ο αγιαζων υμας.
et panes propositionis offert sit ergo sanctus quia et ego sanctus sum Dominus qui sanctifico vos
Και θυγατηρ ιερεως τινος, εαν βεβηλωθη δια πορνειας, τον πατερα αυτης αυτη βεβηλονει εν πυρι θελει κατακαυθη.
sacerdotis filia si deprehensa fuerit in stupro et violaverit nomen patris sui flammis exuretur
Και ο ιερευς ο μεγας μεταξυ των αδελφων αυτου, επι την κεφαλην του οποιου εχυθη το ελαιον του χρισματος, και οστις καθιερωθη δια να ενδυηται τας ιερας στολας, την κεφαλην αυτου δεν θελει αποκαλυψει, ουδε τα ιματια αυτου θελει διασχισει
pontifex id est sacerdos maximus inter fratres suos super cuius caput fusum est unctionis oleum et cuius manus in sacerdotio consecratae sunt vestitusque est sanctis vestibus caput suum non discoperiet vestimenta non scindet
και εις ουδεν σωμα νεκρον θελει εισελθει ουδε δια τον πατερα αυτου η δια την μητερα αυτου θελει μιανθη.
et ad omnem mortuum non ingredietur omnino super patre quoque suo et matre non contaminabitur
Και εκ του αγιαστηριου δεν θελει εξελθει ουδε θελει βεβηλωσει το αγιαστηριον του Θεου αυτου διοτι το αγιον ελαιον του χρισματος του Θεου αυτου ειναι επ αυτον. Εγω ειμαι ο Κυριος.
nec egredietur de sanctis ne polluat sanctuarium Domini quia oleum sanctae unctionis Dei sui super eum est ego Dominus
Και ουτος θελει λαβει γυναικα παρθενον
virginem ducet uxorem
χηραν η αποβεβλημενην η βεβηλον η πορνην, ταυτας δεν θελει λαβει αλλα παρθενον εκ του λαου αυτου θελει λαβει εις γυναικα.
viduam et repudiatam et sordidam atque meretricem non accipiet sed puellam de populo suo
Και δεν θελει βεβηλωσει το σπερμα αυτου μεταξυ του λαου αυτου διοτι εγω ειμαι ο Κυριος, ο αγιαζων αυτον.
ne commisceat stirpem generis sui vulgo gentis suae quia ego Dominus qui sanctifico eum
Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
locutusque est Dominus ad Mosen dicens
Ειπε προς τον Ααρων, λεγων, Οστις εκ του σπερματος σου εις τας γενεας αυτων εχει μωμον, ας μη πλησιαση δια να προσφερη τον αρτον του Θεου αυτου
loquere ad Aaron homo de semine tuo per familias qui habuerit maculam non offeret panes Deo suo
διοτι πας οστις εχει μωμον δεν θελει πλησιασει ανθρωπος τυφλος, η χωλος, η κολοβομυττης, η εχων τι περιττον,
nec accedet ad ministerium eius si caecus fuerit si claudus si vel parvo vel grandi et torto naso
η ανθρωπος οστις εχει συντριμμα ποδος, η συντριμμα χειρος,
si fracto pede si manu
η ειναι κυρτος, η πολυ ισχνος, η οστις εχει βεβλαμμενους τους οφθαλμους, η εχει ψωραν ξηραν, η λειχηνα, η ειναι εσπασμενος
si gibbus si lippus si albuginem habens in oculo si iugem scabiem si inpetiginem in corpore vel hirniosus
ουδεις ανθρωπος εκ του σπερματος του Ααρων του ιερεως, οστις εχει μωμον, θελει πλησιασει δια να προσφερη τας δια πυρος γινομενας προσφορας εις τον Κυριον μωμον εχει δεν θελει πλησιασει δια να προσφερη τον αρτον του Θεου αυτου.
omnis qui habuerit maculam de semine Aaron sacerdotis non accedet offerre hostias Domino nec panes Deo suo
Θελει τρωγει τον αρτον του Θεου αυτου εκ των αγιωτατων, και εκ των αγιων.
vescetur tamen panibus qui offeruntur in sanctuario
Πλην εις το καταπετασμα δεν θελει εισερχεσθαι ουδε εις το θυσιαστηριον θελει πλησιασει, διοτι εχει μωμον δια να μη βεβηλωση το αγιαστηριον μου διοτι εγω ειμαι ο Κυριος, ο αγιαζων αυτους.
ita dumtaxat ut intra velum non ingrediatur nec accedat ad altare quia maculam habet et contaminare non debet sanctuarium meum ego Dominus qui sanctifico eos
Και ελαλησεν ο Μωυσης ταυτα προς τον Ααρων και προς τους υιους αυτου και προς παντας τους υιους Ισραηλ.
locutus est ergo Moses ad Aaron et filios eius et ad omnem Israhel cuncta quae sibi fuerant imperata