I Corinthians 9

Δεν ειμαι αποστολος; δεν ειμαι ελευθερος; δεν ειδον τον Ιησουν Χριστον τον Κυριον ημων; δεν εισθε σεις το εργον μου εν Κυριω;
أَلَسْتُ أَنَا رَسُولاً؟ أَلَسْتُ أَنَا حُرًّا؟ أَمَا رَأَيْتُ يَسُوعَ الْمَسِيحَ رَبَّنَا؟ أَلَسْتُمْ أَنْتُمْ عَمَلِي فِي الرَّبِّ؟
Αν δεν ημαι εις αλλους αποστολος, αλλ εις εσας τουλαχιστον ειμαι διοτι η σφραγις της αποστολης μου σεις εισθε εν Κυριω.
إِنْ كُنْتُ لَسْتُ رَسُولاً إِلَى آخَرِينَ، فَإِنَّمَا أَنَا إِلَيْكُمْ رَسُولٌ! لأَنَّكُمْ أَنْتُمْ خَتْمُ رِسَالَتِي فِي الرَّبِّ.
Η απολογια μου εις τους ανακρινοντας με ειναι αυτη
هذَا هُوَ احْتِجَاجِي عِنْدَ الَّذِينَ يَفْحَصُونَنِي:
μη δεν εχομεν εξουσιαν να φαγωμεν και να πιωμεν;
أَلَعَلَّنَا لَيْسَ لَنَا سُلْطَانٌ أَنْ نَأْكُلَ وَنَشْرَبَ؟
μη δεν εχομεν εξουσιαν να συμπεριφερωμεν αδελφην γυναικα, ως και οι λοιποι αποστολοι και οι αδελφοι του Κυριου και ο Κηφας;
أَلَعَلَّنَا لَيْسَ لَنَا سُلْطَانٌ أَنْ نَجُولَ بِأُخْتٍ زَوْجَةً كَبَاقِي الرُّسُلِ وَإِخْوَةِ الرَّبِّ وَصَفَا؟
η μονος εγω και ο Βαρναβας δεν εχομεν εξουσιαν να μη εργαζωμεθα;
أَمْ أَنَا وَبَرْنَابَا وَحْدَنَا لَيْسَ لَنَا سُلْطَانٌ أَنْ لاَ نَشْتَغِلَ؟
Τις ποτε εκστρατευει με ιδια αυτου εξοδα; Τις φυτευει αμπελωνα και δεν τρωγει εκ του καρπου αυτου; η τις ποιμαινει ποιμνιον και δεν τρωγει εκ του γαλακτος του ποιμνιου;
مَنْ تَجَنَّدَ قَطُّ بِنَفَقَةِ نَفْسِهِ؟ وَمَنْ يَغْرِسُ كَرْمًا وَمِنْ ثَمَرِهِ لاَ يَأْكُلُ؟ أَوْ مَنْ يَرْعَى رَعِيَّةً وَمِنْ لَبَنِ الرَّعِيَّةِ لاَ يَأْكُلُ؟
Μηπως κατα ανθρωπον λαλω ταυτα; η δεν λεγει ταυτα και ο νομος;
أَلَعَلِّي أَتَكَلَّمُ بِهذَا كَإِنْسَانٍ؟ أَمْ لَيْسَ النَّامُوسُ أَيْضًا يَقُولُ هذَا؟
διοτι εν τω νομω του Μωυσεως ειναι γεγραμμενον Δεν θελεις εμφραξει το στομα βοος αλωνιζοντος. Μηπως μελει τον Θεον περι των βοων;
فَإِنَّهُ مَكْتُوبٌ فِي نَامُوسِ مُوسَى:«لاَ تَكُمَّ ثَوْرًا دَارِسًا». أَلَعَلَّ اللهَ تُهِمُّهُ الثِّيرَانُ؟
η δι ημας βεβαιως λεγει τουτο; διοτι δι ημας εγραφη, οτι ο αροτριων με ελπιδα πρεπει να αροτρια, και ο αλωνιζων με ελπιδα να μετεχη της ελπιδος αυτου.
أَمْ يَقُولُ مُطْلَقًا مِنْ أَجْلِنَا؟ إِنَّهُ مِنْ أَجْلِنَا مَكْتُوبٌ. لأَنَّهُ يَنْبَغِي لِلْحَرَّاثِ أَنْ يَحْرُثَ عَلَى رَجَاءٍ، وَلِلدَّارِسِ عَلَى الرَّجَاءِ أَنْ يَكُونَ شَرِيكًا فِي رَجَائِهِ.
Εαν ημεις εσπειραμεν εις εσας τα πνευματικα, μεγα ειναι εαν ημεις θερισωμεν τα σαρκικα σας;
إِنْ كُنَّا نَحْنُ قَدْ زَرَعْنَا لَكُمُ الرُّوحِيَّاتِ، أَفَعَظِيمٌ إِنْ حَصَدْنَا مِنْكُمُ الْجَسَدِيَّاتِ؟
Εαν αλλοι μετεχωσι της εφ υμας εξουσιας, δεν πρεπει μαλλον ημεις; Αλλα δεν μετεχειρισθημεν την εξουσιαν ταυτην, αλλ υποφερομεν παντα, δια να μη προξενησωμεν εμποδιον τι εις το ευαγγελιον του Χριστου.
إِنْ كَانَ آخَرُونَ شُرَكَاءَ فِي السُّلْطَانِ عَلَيْكُمْ، أَفَلَسْنَا نَحْنُ بِالأَوْلَى؟ لكِنَّنَا لَمْ نَسْتَعْمِلْ هذَا السُّلْطَانَ، بَلْ نَتَحَمَّلُ كُلَّ شَيْءٍ لِئَلاَّ نَجْعَلَ عَائِقًا لإِنْجِيلِ الْمَسِيحِ.
Δεν εξευρετε οτι οι εργαζομενοι τα ιερα εκ του ιερου τρωγουσιν, οι ενασχολουμενοι εις το θυσιαστηριον μετα του θυσιαστηριου λαμβανουσι μεριδιον;
أَلَسْتُمْ تَعْلَمُونَ أَنَّ الَّذِينَ يَعْمَلُونَ فِي الأَشْيَاءِ الْمُقَدَّسَةِ، مِنَ الْهَيْكَلِ يَأْكُلُونَ؟ الَّذِينَ يُلاَزِمُونَ الْمَذْبَحَ يُشَارِكُونَ الْمَذْبَحَ؟
Ουτω και ο Κυριος διεταξεν, οι κηρυττοντες το ευαγγελιον να ζωσιν εκ του ευαγγελιου.
هكَذَا أَيْضًا أَمَرَ الرَّبُّ: أَنَّ الَّذِينَ يُنَادُونَ بِالإِنْجِيلِ، مِنَ الإِنْجِيلِ يَعِيشُونَ.
Πλην εγω ουδεν τουτων μετεχειρισθην. Ουδε εγραψα ταυτα δια να γεινη ουτως εις εμε διοτι καλον ειναι εις εμε να αποθανω μαλλον παρα να ματαιωση τις το καυχημα μου.
أَمَّا أَنَا فَلَمْ أَسْتَعْمِلْ شَيْئًا مِنْ هذَا، وَلاَ كَتَبْتُ هذَا لِكَيْ يَصِيرَ فِيَّ هكَذَا. لأَنَّهُ خَيْرٌ لِي أَنْ أَمُوتَ مِنْ أَنْ يُعَطِّلَ أَحَدٌ فَخْرِي.
Διοτι εαν κηρυττω το ευαγγελιον, δεν ειναι εις εμε καυχημα επειδη αναγκη επικειται εις εμε ουαι δε ειναι εις εμε εαν δεν κηρυττω
لأَنَّهُ إِنْ كُنْتُ أُبَشِّرُ فَلَيْسَ لِي فَخْرٌ، إِذِ الضَّرُورَةُ مَوْضُوعَةٌ عَلَيَّ، فَوَيْلٌ لِي إِنْ كُنْتُ لاَ أُبَشِّرُ.
επειδη εαν καμνω τουτο εκουσιως, εχω μισθον εαν δε ακουσιως, ειμαι εμπεπιστευμενος οικονομιαν.
فَإِنَّهُ إِنْ كُنْتُ أَفْعَلُ هذَا طَوْعًا فَلِي أَجْرٌ، وَلكِنْ إِنْ كَانَ كَرْهًا فَقَدِ اسْتُؤْمِنْتُ عَلَى وَكَالَةٍ.
Τις λοιπον ειναι ο μισθος μου; το να καμω αδαπανον το ευαγγελιον του Χριστου δια της κηρυξεως μου, ωστε να μη καμνω καταχρησιν της εξουσιας μου εν τω ευαγγελιω.
فَمَا هُوَ أَجْرِي؟ إِذْ وَأَنَا أُبَشِّرُ أَجْعَلُ إِنْجِيلَ الْمَسِيحِ بِلاَ نَفَقَةٍ، حَتَّى لَمْ أَسْتَعْمِلْ سُلْطَانِي فِي الإِنْجِيلِ.
Διοτι ελευθερος ων παντων εις παντας εδουλωσα εμαυτον, δια να κερδησω τους πλειοτερους
فَإِنِّي إِذْ كُنْتُ حُرًّا مِنَ الْجَمِيعِ، اسْتَعْبَدْتُ نَفْسِي لِلْجَمِيعِ لأَرْبَحَ الأَكْثَرِينَ.
και εγεινα εις τους Ιουδαιους ως Ιουδαιος, δια να κερδησω τους Ιουδαιους εις τους υπο νομον ως υπο νομον, δια να κερδησω τους υπο νομον
فَصِرْتُ لِلْيَهُودِ كَيَهُودِيٍّ لأَرْبَحَ الْيَهُودَ. وَلِلَّذِينَ تَحْتَ النَّامُوسِ كَأَنِّي تَحْتَ النَّامُوسِ لأَرْبَحَ الَّذِينَ تَحْتَ النَّامُوسِ.
εις τους ανομους ως ανομος, μη ων ανομος εις τον Θεον, αλλ εννομος εις τον Χριστον, δια να κερδησω ανομους
وَلِلَّذِينَ بِلاَ نَامُوسٍ كَأَنِّي بِلاَ نَامُوسٍ ­ مَعَ أَنِّي لَسْتُ بِلاَ نَامُوسٍ ِللهِ، بَلْ تَحْتَ نَامُوسٍ لِلْمَسِيحِ ­ لأَرْبَحَ الَّذِينَ بِلاَ نَامُوسٍ.
εγεινα εις τους ασθενεις ως ασθενης, δια να κερδησω τους ασθενεις εις παντας εγεινα τα παντα, δια να σωσω παντι τροπω τινας.
صِرْتُ لِلضُّعَفَاءِ كَضَعِيفٍ لأَرْبَحَ الضُّعَفَاءَ. صِرْتُ لِلْكُلِّ كُلَّ شَيْءٍ، لأُخَلِّصَ عَلَى كُلِّ حَال قَوْمًا.
Καμνω δε τουτο δια το ευαγγελιον, δια να γεινω συγκοινωνος αυτου.
وَهذَا أَنَا أَفْعَلُهُ لأَجْلِ الإِنْجِيلِ، لأَكُونَ شَرِيكًا فِيهِ.
Δεν εξευρετε οτι οι τρεχοντες εν τω σταδιω παντες μεν τρεχουσιν, εις ομως λαμβανει το βραβειον; ουτω τρεχετε, ωστε να λαβητε αυτο.
أَلَسْتُمْ تَعْلَمُونَ أَنَّ الَّذِينَ يَرْكُضُونَ فِي الْمَيْدَانِ جَمِيعُهُمْ يَرْكُضُونَ، وَلكِنَّ وَاحِدًا يَأْخُذُ الْجَعَالَةَ؟ هكَذَا ارْكُضُوا لِكَيْ تَنَالُوا.
Πας δε ο αγωνιζομενος εις παντα εγκρατευεται, εκεινοι μεν δια να λαβωσι φθαρτον στεφανον, ημεις δε αφθαρτον.
وَكُلُّ مَنْ يُجَاهِدُ يَضْبُطُ نَفْسَهُ فِي كُلِّ شَيْءٍ. أَمَّا أُولئِكَ فَلِكَيْ يَأْخُذُوا إِكْلِيلاً يَفْنَى، وَأَمَّا نَحْنُ فَإِكْلِيلاً لاَ يَفْنَى.
Εγω λοιπον ουτω τρεχω, ουχι ως αβεβαιως, ουτω πυγμαχω, ουχι ως κτυπων τον αερα,
إِذًا، أَنَا أَرْكُضُ هكَذَا كَأَنَّهُ لَيْسَ عَنْ غَيْرِ يَقِينٍ. هكَذَا أُضَارِبُ كَأَنِّي لاَ أَضْرِبُ الْهَوَاءَ.
αλλα δαμαζω το σωμα μου και δουλαγωγω, μηπως εις αλλους κηρυξας εγω γεινω αδοκιμος.
بَلْ أَقْمَعُ جَسَدِي وَأَسْتَعْبِدُهُ، حَتَّى بَعْدَ مَا كَرَزْتُ لِلآخَرِينَ لاَ أَصِيرُ أَنَا نَفْسِي مَرْفُوضًا.