II Kings 4

Och en kvinna som var hustru till en av profetlärjungarna ropade till Elisa och sade: »Min man, din tjänare, har dött, och du vet att din tjänare fruktade HERREN; nu kommer hans fordringsägare och vill taga mina båda söner till trälar.3 Mos. 25,39 f. Matt. 18,25.
Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.
Elisa sade till henne: »Vad kan jag göra för dig? Säg mig, vad har du i huset?» Hon svarade: »Din tjänarinna har intet annat i huset än en flaska smörjelseolja.»1 Kon. 17,12 f.
Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.
Då sade han: »Gå och låna dig kärl utifrån av alla dina grannar, tomma kärl, men icke för få.
Και ειπεν, Υπαγε, δανεισθητι εξωθεν αγγεια παρα παντων των γειτονων σου, αγγεια κενα δανεισθητι ουχι ολιγα
Gå så in, och stäng igen dörren om dig och dina söner, och gjut i alla dessa kärl; och när ett kärl är fullt, så flytta undan det.»
εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.
Då gick hon ifrån honom. Och sedan hon hade stängt igen dörren om sig och sina söner, buro de fram kärlen till henne, och hon göt i.
Ανεχωρησε λοιπον απ αυτου και εκλεισε θυραν οπισθεν αυτης και οπισθεν των υιων αυτης και εκεινοι μεν επλησιαζον εις αυτην τα αγγεια, αυτη δε ενεχεε.
Och när kärlen voro fulla, sade hon till sin son: »Bär fram åt mig ännu ett kärl.» Men han svarade henne: »Här finnes intet kärl mer. Då stannade oljan av.
Και αφου εγεμισαν τα αγγεια, ειπε προς τον υιον αυτης, Φερε μοι και αλλο αγγειον. Ο δε ειπε προς αυτην, Δεν ειναι αλλο αγγειον. Και εσταθη το ελαιον.
Och hon kom och berättade detta för gudsmannen. Då sade han: »Gå och sälj oljan, och betala din skuld. Sedan må du med dina söner leva av det som bliver över.»
Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.
En dag kom Elisa över till Sunem. Där bodde en rik kvinna, som nödgade honom att äta hos sig; och så ofta han sedan kom ditöver, tog han in där och åt.
Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.
Då sade hon en gång till sin man: »Se, jag har förnummit att han som beständigt kommer hitöver är en helig gudsman.
Και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης, Ιδου τωρα, γνωριζω οτι ειναι αγιος ανθρωπος του Θεου ουτος, οστις παντοτε διαβαινει προς ημας
Så låt oss nu mura upp ett litet rum på taket och där sätta in åt honom en säng, ett bord, en stol och en ljusstake, så att han kan få taga in där, när han kommer till oss.»
ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου και ας βαλωμεν εκει δι αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.
Så kom han dit en dag och fick då taga in i rummet och ligga där.
Και εν ημερα τινι ηλθεν εκει και εστρεψεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει.
Och han sade till sin tjänare Gehasi: »Kalla hit sunemitiskan.» Då kallade han dit henne, och hon infann sig där hos tjänaren.
Και ειπε προς Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Καλεσον την Σουναμιτιν ταυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εμπροσθεν αυτου.
Ytterligare tillsade han honom: »Säg till henne: 'Se, du har haft allt detta besvär för oss. Vad kan nu jag göra för dig? Har du något att andraga hos konungen eller hos härhövitsmannen?'» Men hon svarade: »Nej; jag bor ju här mitt ibland mitt folk.»
Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.
Sedan frågade han: »Vad kan jag då göra för henne?» Gehasi svarade: »Jo, hon har ingen son, och hennes man är gammal.»
Και ειπε, Τι λοιπον να καμω δι αυτην; Και ο Γιεζει απεκριθη, Αληθως, αυτη δεν εχει τεκνον, και ο ανηρ αυτης ειναι γερων.
Så sade han då: »Kalla henne hitin.» Då kallade han dit henne, och hon stannade i dörren.
Και ειπε, Καλεσον αυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εις την θυραν.
Och han sade: »Nästa år vid just denna tid skall du hava en son i famnen.» Hon svarade: »Nej, min herre, du gudsman, inbilla icke din tjänarinna något sådant.»1 Mos. 18,10.
Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.
Men kvinnan blev havande och födde en son följande år, just vid den tid som Elisa hade sagt henne.
Και η γυνη συνελαβε και εγεννησεν υιον το ερχομενον ετος, κατα τον καιρον εκεινον τον οποιον ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε.
Och när gossen blev större, hände sig en dag att han gick ut till sin fader hos skördemännen.
Και οτε εμεγαλωσε το παιδιον, εξηλθεν ημεραν τινα προς τον πατερα αυτου εις τους θεριστας.
Då begynte han klaga för sin fader: »Mitt huvud! Mitt huvud!» Denne sade till sin tjänare: »Tag honom och bär honom till hans moder.
Και ειπε προς τον πατερα αυτου, Την κεφαλην μου, την κεφαλην μου. Ο δε ειπε προς τον δουλον, Λαβε αυτο προς την μητερα αυτου.
Han tog honom då och förde honom till hans moder. Och han satt i hennes knä till middagstiden; då gav han upp andan.
Και λαβων αυτο, εφερεν αυτο προς την μητερα αυτου, και εκαθησεν επι των γονατων αυτης μεχρι μεσημβριας και απεθανε.
Men hon gick upp och lade honom på gudsmannens säng och stängde igen om honom och gick ut.
Και ανεβη και επλαγιασεν αυτο επι της κλινης του ανθρωπου του Θεου, και εκλεισε την θυραν επανωθεν αυτου και εξηλθε.
Därefter kallade hon på sin man och sade: »Sänd till mig en av tjänarna med en åsninna, så vill jag skynda till gudsmannen; sedan kommer jag strax tillbaka.»
Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.
Han sade: »Varför vill du i dag fara till honom? Det är ju varken nymånad eller sabbat.» Hon svarade: »Oroa dig icke!»
Ο δε ειπε, Δια τι συ υπαγεις σημερον προς αυτον; δεν ειναι νεομηνια ουδε σαββατον. Η δε ειπεν, Ειρηνη.
Sedan lät hon sadla åsninnan och sade till sin tjänare: »Driv på framåt, och gör icke något uppehåll i min färd, förrän jag säger dig till.»
Τοτε εστρωσε την ονον και ειπε προς τον δουλον αυτης, Συρε και προχωρει μη παυσης εις εμε την πορειαν, εκτος εαν σε προσταξω.
Så begav hon sig åstad och kom till gudsmannen på berget Karmel. Då nu gudsmannen fick se henne på något avstånd, sade han till sin tjänare Gehasi: »Se, där är sunemitiskan.2 Kon. 2,25.
Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη
Skynda nu emot henne och fråga henne: 'Allt står väl rätt till med dig och med din man och med gossen?'» Hon svarade: »Ja.»
τωρα λοιπον, τρεξον εις συναντησιν αυτης και ειπε προς αυτην, Καλως εχεις; καλως εχει ο ανηρ σου; καλως εχει το παιδιον; Η δε ειπε, Καλως.
Men när hon kom upp till gudsmannen på berget, fattade hon om hans fötter. Då gick Gehasi fram och ville driva henne undan; men gudsmannen sade: »Låt henne vara, ty hennes själ är bedrövad; men HERREN hade fördolt detta för mig och icke låtit mig få veta det.»
Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ εμου και δεν μοι εφανερωσε.
Och hon sade: »Hade jag väl bett min herre om en son? Sade jag icke fastmer att du icke skulle inbilla mig något?»
Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;
Då sade han till Gehasi: »Omgjorda dina länder och tag min stav i din hand och gå åstad; om du möter någon, så hälsa icke på honom, och om någon hälsar på dig, så besvara icke hans hälsning. Och lägg sedan min stav på gossens ansikte.»Luk. 10,4.
Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.
Men gossens moder sade: »Så sant HERREN lever, och så sant du själv lever, jag släpper dig icke.» Då stod han upp och följde med henne.
Και η μητηρ του παιδιου ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτην.
Men Gehasi hade redan gått före dem och lagt staven på gossens ansikte; dock hördes icke ett ljud, och intet spår av förnimmelse kunde märkas. Då vände han om och gick honom till mötes och berättade det för honom och sade: »Gossen har icke vaknat upp.»
Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.
Och när Elisa kom in i huset, fick han se att gossen låg död på hans säng.
Και οτε εισηλθεν ο Ελισσαιε εις την οικιαν, ιδου, το παιδιον νεκρον, πλαγιασμενον επι της κλινης αυτου.
Då gick han in och stängde igen dörren om dem båda och bad till HERREN.Matt. 6,6. Apg. 9,40.
Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.
Och han steg upp i sängen och lade sig över gossen, så att han hade sin mun på hans mun, sina ögon på hans ögon och sina händer på hans händer. När han så lutade sig ned över gossen, blev kroppen varm.1 Kon. 17,21 f. Apg. 20,10 f.
Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου και εξηπλωθη επ αυτο και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.
Därefter gick han åter fram och tillbaka i rummet och steg så åter upp i sängen och lutade sig ned över honom. Då nös gossen, ända till sju gånger. Och därpå slog gossen upp ögonen.
Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ αυτο και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.
Sedan ropade han på Gehasi och sade: »Kalla hit sunemitiskan.» Då kallade han in henne, och när hon kom in till honom, sade han: »Tag din son.»
Τοτε εφωνησε τον Γιεζει και ειπε, Καλεσον ταυτην την Σουναμιτιν. Και εκαλεσεν αυτην και οτε εισηλθε προς αυτον, ειπε, Λαβε τον υιον σου.
Då kom hon fram och föll ned för hans fötter och bugade sig mot jorden. Därefter tog hon sin son och gick ut.
Και εκεινη εισηλθε και επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν εως εδαφους, και εσηκωσε τον υιον αυτης και εξηλθεν.
Och Elisa kom åter till Gilgal, medan hungersnöden var i landet. När då profetlärjungarna sutto där inför honom, sade han till sin tjänare »Sätt på den stora grytan och koka något till soppa åt profetlärjungarna.»2 Kon. 2,1. 6,1.
Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα και ητο πεινα εν τη γη και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.
Och en av dem gick ut på marken för att plocka något grönt; då fick han se en vild slingerväxt, och av den plockade han något som liknade gurkor, sin mantel full. När han sedan kom in, skar han sönder dem och lade dem i soppgrytan; ty de kände icke till dem.
Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.
Och de öste upp åt männen, för att de skulle äta. Men så snart de hade begynt äta av soppan, gåvo de upp ett rop och sade: »Döden är i grytan, du gudsman!» Och de kunde icke äta.
Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.
Då sade han: »Skaffen hit mjöl.» Detta kastade han i grytan. Därefter sade han: »Ös upp åt folket och låt dem äta.» Och intet skadligt fanns nu mer i grytan.
Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.
Och en man kom från Baal-Salisa och förde med sig åt gudsmannen förstlingsbröd; tjugu kornbröd, och ax av grönskuren säd i sin påse. Då sade han: »Giv det åt folket att äta.»4 Mos. 18,31. Matt. 14,15 f. 15,32 f. Mark. 6,35 f. 8,1 f.Luk. 9,12 f. Joh. 6,5 f.
Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ−σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.
Men hans tjänare sade: »Huru skall jag kunna sätta fram detta för hundra män?» Han sade: »Giv det åt folket att äta; ty så säger HERREN: De skola äta och få över.
Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.
Då satte han fram det för dem. Och de åto och fingo över, såsom HERREN hade sagt.
Τοτε εβαλεν εμπροσθεν αυτων, και εφαγον και αφηκαν υπολοιπον, κατα τον λογον του Κυριου.