Isaiah 28

Ve Efraims berusedes stolte og dets herlige Smykkes visnende Blomster på Tindingen af de druknes fede Dal!
Ουαι εις τον στεφανον της υπερηφανιας των μεθυσων του Εφραιμ, των οποιων η ενδοξος ωραιοτης ειναι ανθος μαραινομενον οιτινες επι της κορυφης των παχειων κοιλαδων κατακυριευονται υπο του οινου.
Se, Herren har en vældig Kæmpe til Rede; som Skybrud af Hagl, som hærgende Storm, som Skybrud af mægtige skyllende Vande slår han til Jorden med Vælde.
Ιδου, ο Κυριος εχει ισχυρον και δυνατον οστις ως θορυβος χαλαζης, ως καταστρεπτικος ανεμοστροβιλος ως κατακλυσμος ισχυρων υδατων πλημμυρουντων, θελει καταρριψει εις την γην τα παντα δια της χειρος αυτου.
Med Fødderne trampes de ned, Efraims berusedes stolte Krans
Ο στεφανος της υπερηφανιας των μεθυσων του Εφραιμ θελει καταπατηθη υπο τους ποδας.
og dets herlige Smykkes visnende Blomster på Tindingen af den fede bal; det går den som en tidligmoden Figen før Frugthøst: Hvo der får Øje på den, plukker den, og knap er den i Hånden, før han har slugt den.
Και το ανθος της ενδοξου ωραιοτητος αυτων, το επι της κορυφης της παχειας κοιλαδος, μαραινομενον θελει γεινει ως ο πρωιμος καρπος προ του θερους τον οποιον ο ιδων αυτον, καθως λαβη εν τη χειρι αυτου, καταπινει αυτον.
På hin bag bliver Hærskarers HERRE en smuk Krans og en herlig Krone for sit Folks Rest
Εν εκεινη τη ημερα ο Κυριος των δυναμεων θελει εισθαι στεφανος δοξης και διαδημα ωραιοτητος εις το υπολοιπον του λαου αυτου,
og en Rettens Ånd for dem, som sidder til Doms, og Styrke for dem, der driver Krigen tilbage til Portene.
και πνευμα κρισεως εις τον καθημενον δια κρισιν, και δυναμις εις τους απωθουντας τον πολεμον εως των πυλων.
Også disse raver af Vin, er svimle af Drik, Præst og Profet, de raver af Drik, fra Samling af Vin og svimle af Drik; de raver under Syner, vakler, når de dømmer.
Πλην και αυτοι επλανηθησαν υπο οινου και παρεδρομησαν υπο σικερα ο ιερευς και ο προφητης επλανηθησαν υπο σικερα, κατεποθησαν υπο οινου, παρεδρομησαν υπο σικερα πλανωνται εν τη δρασει, προσκοπτουσιν εν τη κρισει.
Thi alle Borde er fulde af Spy, Uhumskhed flyder på hver en Plet.
Διοτι πασαι αι τραπεζαι ειναι πληρεις εμετου και ακαθαρσιας, ουδεις τοπος μενει καθαρος.
"Hvem vil han belære, hvem tyder han Syner mon afvante Børn, nys tagne fra Brystet?
Τινα θελει διδαξει την σοφιαν; και τινα θελει καμει να καταλαβη την διδασκαλιαν; αυτοι ειναι ως βρεφη απογεγαλακτισμενα, απεσπασμενα απο των μαστων.
Kun hakke og rakke, rakke og hakke, lidt i Vejen her og lidt i Vejen der!"
Διοτι με διδασκαλιαν επι διδασκαλιαν, με διδασκαλιαν επι διδασκαλιαν, με στιχον επι στιχον, στιχον επι στιχον, ολιγον εδω, ολιγον εκει,
Ja, med lallende Læber, med fremmed Mål vil han tale til dette Folk,
διοτι με χειλη ψελλιζοντα και με αλλην γλωσσαν θελει ομιλει προς τουτον τον λαον
han, som dog sagde til dem: "Her er der Hvile, lad den trætte hvile, her er der Ro!" men de vilde ej høre.
προς τον οποιον ειπεν, Αυτη ειναι η αναπαυσις, με την οποιαν δυνασθε να αναπαυσητε τον κεκοπιασμενον, και αυτη ειναι η ανεσις αλλ αυτοι δεν ηθελησαν να ακουσωσι.
Så bliver for dem da HERRENs Ord: "Hakke og rakke, rakke og bakke, lidt i Vejen her og lidt i Vejen der!" så de går hen og styrter bagover, sønderslås, fanges og hildes.
Και ο λογος του Κυριου θελει εισθαι προς αυτους διδασκαλια επι διδασκαλιαν, διδασκαλια επι διδασκαλιαν, στιχος επι στιχον, στιχος επι στιχον, ολιγον εδω, ολιγον εκει δια να περιπατησωσι και να προσκοπτωσιν εις τα οπισω και να συντριφθωσι και να παγιδευθωσι και να πιασθωσι.
Hør derfor HERRENs Ord, I spotske Mænd, I Nidvisens Mestre blandt dette Jerusalems Folk!
Δια τουτο ακουσατε τον λογον του Κυριου, ανθρωποι χλευασται, οι οδηγουντες τουτον τον λαον τον εν Ιερουσαλημ.
Fordi I siger: "Vi slutted en Pagt med Døden, Dødsriget gjorde vi Aftale med; når den susende Svøbe går frem, da når den ej os, thi Løgn har vi gjort til vort Ly, vi har gemt os i Svig;"
Επειδη ειπετε, Ημεις εκαμομεν συνθηκην μετα του θανατου και συνεφωνησαμεν μετα του αδου οταν η μαστιξ πλημμυρουσα διαβαινη, δεν θελει ελθει εις ημας διοτι εκαμομεν καταφυγιον ημων το ψευδος και υπο την ψευδοσυνην θελομεν κρυφθη
derfor, så siger den Herre HERREN: Se, jeg lægger i Zion en prøvet Sten, en urokkelig, kostelig Hjørnesten; tror man, baster man ikke.
δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος Ιδου, θετω εν τη Σιων θεμελιον, λιθον, λιθον εκλεκτον, εντιμον ακρογωνιαιον, θεμελιον ασφαλες ο πιστευων επ αυτον δεν θελει καταισχυνθη.
Og jeg gør Ret til Målesnor, Retfærd til Blylod; Hagl skal slå Løgnelyet ned, Vand skylle Gemmestedet bort.
Και θελω βαλει την κρισιν εις τον κανονα και την δικαιοσυνην εις την σταθμην και η χαλαζα θελει εξαφανισει το καταφυγιον του ψευδους, και τα υδατα θελουσι πλημμυρισει τον κρυψωνα.
Eders Pagt med Døden skal brydes, Aftalen med Dødsriget glippe. Når den susende Svøbe går frem, skal den slå jer til Jorden,
Και η μετα του θανατου συνθηκη σας θελει ακυρωθη, και μετα του αδου συμφωνια σας δεν θελει σταθη οταν η πλημμυρουσα μαστιξ διαβαινη, τοτε θελετε καταπατηθη υπ αυτης.
jer skal den ramme, hver Gang den går frem; thi Morgen efter Morgen går den frem, ved Dag og ved Nat, idel Angst skal det blive at få Syner tydet.
Ευθυς οταν διαβη, θελει σας πιασει διοτι καθ εκαστην πρωιαν θελει διαβαινει ημεραν και νυκτα και μονον το να ακουση τις την βοην, θελει εισθαι φρικη.
Vil man strække sig, er Lejet for kort; vil man dække sig, er Tæppet for smalt.
Διοτι η κλινη ειναι μικροτερα παρα ωστε να δυναται τις να εξαπλωθη και το σκεπασμα στενωτερον παρα ωστε να δυναται να περιτυλιχθη.
Thi som på Perazims Bjerg vil HERREN stå op, som i Gibeons Dal vil han vise sin Vrede for at gøre sin Gerning en underlig Gerning, og øve sit Værk et sælsomt Værk.
Διοτι ο Κυριος θελει σηκωθη ως εν τω ορει Φερασειμ, θελει θυμωθη ως εν τη κοιλαδι του Γαβαων, δια να ενεργηση το εργον αυτου, το παραδοξον εργον αυτου, και να εκτελεση την πραξιν αυτου, την εξαισιον πραξιν αυτου.
Derfor hold inde med Spot, at ej eders Bånd skal snære; thi om hele Landets visse Undergang hørte jeg fra Herren, Hærskarers HERRE.
Τωρα λοιπον μη ησθε χλευασται, δια να μη γεινωσι δυνατωτερα τα δεσμα σας διοτι εγω ηκουσα παρα Κυριου του Θεου των δυναμεων συντελειαν και αποφασιν επι πασαν την γην.
Lyt til og hør min Røst, lån Øre og hør mit Ord!
Ακροασθητε και ακουσατε την φωνην μου προσεξατε και ακουσατε τον λογον μου.
Bliver Plovmanden ved med at pløje til Sæd, med at bryde og harve sin Jord?
Ο αροτριων μηπως ολην την ημεραν αροτρια δια να σπειρη, διανοιγων και βωλοκοπων τον αγρον αυτου;
Mon han ikke, når den er jævnet, sår Dild og udstrør Kommen, lægger Hvede, Hirse og Byg på det udsete Sted og Spelt i Kanten deraf?
Αφου εξομαλυνη το προσωπον αυτου, δεν διασκορπιζει τον αρακον και διασπειρει το κυμινον και βαλλει τον σιτον εις το καλητερον μερος και την κριθην εις τον διωρισμενον αυτης τοπον και την βριζαν εις το μερος αυτου το ανηκον;
Hans Gud vejleder ham, lærer ham det rette.
Διοτι ο Θεος αυτου μανθανει αυτον να διακρινη, και διδασκει αυτον.
Thi med Tærskeslæde knuser man ikke Dild, lader ikke Vognhjul gå over Kommen; nej, Dilden tærskes med Stok og Kommen med Kæp.
Διοτι δεν αλωνιζεται ο αρακος δια αλωνιστικου οργανου, ουδε αμαξης τροχος περιστρεφεται επι το κυμινον αλλα δια αβδου κτυπαται ο αρακος και δια βακτηριας το κυμινον.
Mon Brødkorn knuses? Nej, det bliver ingen ved med at tærske; Vognhjul og Heste drives derover man knuser det ikke.
Ο δε σιτος του αρτου κατασυντριβεται αλλα δεν θελει δια παντα αλωνιζει αυτον, ουδε θελει συντριψει αυτον δια του τροχου της αμαξης αυτου, ουδε θελει λεπτυνει αυτον δια των ονυχων των ιππων αυτου.
Også dette kommer fra Hærskarers HERRE, underfuld i Råd og stor i Visdom.
Και τουτο εξηλθε παρα του Κυριου των δυναμεων, του θαυμαστου εν βουλη, του μεγαλου εν συνεσει.