II Samuel 3

Διηρκεσε δε πολυ ο πολεμος μεταξυ του οικου του Σαουλ και του οικου του Δαβιδ. Και ο μεν Δαβιδ προεβαινε κραταιουμενος ο δε οικος του Σαουλ προεβαινεν εξασθενουμενος.
Kriget mellan Sauls hus och Davids hus blev långvarigt. Därunder blev David allt starkare och starkare, men Sauls hus allt svagare och svagare.1 Sam. 13,14. 15,23, 28.
Εγεννηθησαν δε εις τον Δαβιδ υιοι εν Χεβρων και ο μεν πρωτοτοκος αυτου ητο Αμνων, εκ της Αχινοαμ της Ιεζραηλιτιδος
I Hebron föddes söner åt David. hans förstfödde var Amnon, som han fick med Ahinoam från Jisreel.1 Sam. 25,43. 1 Krön. 3,1 f
ο δε δευτερος αυτου, Χιλεαβ, εκ της Αβιγαιας, γυναικος του Ναβαλ του Καρμηλιτου ο δε τριτος, Αβεσσαλωμ, υιος της Μααχα, θυγατρος του Θαλμαι, βασιλεως της Γεσσουρ
Hans andre son var Kilab, som han fick med Abigal, karmeliten Nabals hustru, och den tredje var Absalom, son till Maaka, som var dotter till Talmai, konungen i Gesur.1 Sam. 25,42. 27,3
ο δε τεταρτος, Αδωνιας, υιος της Αγγειθ και ο πεμπτος, Σεφατιας, υιος της Αβιταλ
Den fjärde var Adonia, Haggits son, och den femte var Sefatja, Abitals son.
και ο εκτος, Ιθρααμ, εκ της Αιγλα, της γυναικος του Δαβιδ. Ουτοι εγεννηθησαν εις τον Δαβιδ εν Χεβρων.
Den sjätte var Jitream, som David fick med sin hustru Egla. Dessa föddes åt David i Hebron.
Ενω δε εξηκολουθει ο πολεμος μεταξυ του οικου του Σαουλ και του οικου του Δαβιδ, ο Αβενηρ υπεστηριζε τον οικον του Σαουλ.
Så länge kriget varade mellan Sauls hus och Davids hus, bistod Abner kraftigt Sauls hus.
Ειχε δε ο Σαουλ παλλακην, ονομαζομενην Ρεσφα, θυγατερα του Αια και ειπεν ο Ις−βοσθε προς τον Αβενηρ, Δια τι εισερχεσαι προς την παλλακην του πατρος μου;
Men Saul hade haft en bihustru vid namn Rispa, Ajas dotter; och Is-Boset sade till Abner: »Varför har du gått in till min faders bihustru?»2 Sam. 21,8.
Και εθυμωθη σφοδρα ο Αβενηρ δια τους λογους του Ις−βοσθε και ειπε, Κεφαλη κυνος ειμαι εγω, οστις καμνω σημερον ελεος προς τον οικον Σαουλ του πατρος σου, προς τους αδελφους αυτου και προς τους φιλους αυτου, εναντιον του Ιουδα, και δεν σε παρεδωκα εις την χειρα του Δαβιδ, ωστε να ελεγχης σημερον αδικιαν εις εμε περι της γυναικος ταυτης;
För dessa hans ord blev Abner mycket vred och sade: »Är jag då ett hundhuvud från Juda land? Just då jag bevisar barmhärtighet mot din fader Sauls hus, mot hans bröder och hans vänner, och icke har låtit dig falla i Davids hand, just då tillvitar du mig att hava begått en missgärning med denna kvinna.
ουτω να καμη ο Θεος εις τον Αβενηρ και ουτω να προσθεση εις αυτον, εαν, καθως ωμοσεν ο Κυριος εις τον Δαβιδ, δεν καμω ουτως εις αυτον,
Gud straffe Abner nu och framgent, om jag icke hädanefter handlar så mot David som HERREN med ed har lovat honom:
να μεταβιβασω την βασιλειαν εκ του οικου του Σαουλ, και να στησω τον θρονον του Δαβιδ επι τον Ισραηλ και επι τον Ιουδαν, απο Δαν εως Βηρ−σαβεε.
jag vill göra så, att konungadömet tages ifrån Sauls hus, och att i stället Davids tron bliver upprest över både Israel och Juda, från Dan ända till Beer-Seba.»Dom. 20,1. 1 Sam. 3 20.
Και δεν ηδυνατο πλεον να αποκριθη λογον προς τον Αβενηρ, επειδη εφοβειτο αυτον.
Då tordes han icke säga ett ord mer åt Abner, av fruktan för honom.
Τοτε απεστειλεν ο Αβενηρ μηνυτας προς τον Δαβιδ απο μερους αυτου, λεγων, Τινος ειναι η γη; λεγων προσετι, Καμε συνθηκην μετ εμου, και ιδου, η χειρ μου θελει εισθαι μετα σου, ωστε να φερω υπο την εξουσιαν σου παντα τον Ισραηλ.
Men Abner skickade strax sändebud till David och lät säga: »Vem tillhör landet?», och lät vidare säga: »Slut förbund med mig, så skall jag bistå dig och göra så, att hela Israel går över till dig.»
Ο δε ειπε, Καλως εγω θελω καμει συνθηκην μετα σου πλην εν πραγμα ζητω εγω παρα σου και ειπε, Δεν θελεις ιδει το προσωπον μου, εαν δεν φερης εμπροσθεν μου Μιχαλ την θυγατερα του Σαουλ, οταν ελθης να ιδης το προσωπον μου.
Han svarade: »Gott! Jag vill sluta förbund med dig. Men en sak fordrar jag av dig, nämligen att du icke träder fram inför mitt ansikte utan att hit medföra Mikal, Sauls dotter, när du kommer för att träda fram inför mitt ansikte.»
Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας προς τον Ις−βοσθε, υιον του Σαουλ λεγων, Αποδος την γυναικα μου την Μιχαλ, την οποιαν ενυμφευθην εις εμαυτον δια εκατον ακροβυστιας Φιλισταιων.
Därefter skickade David sändebud till Is-Boset, Sauls son, och lät säga: »Giv mig åter min hustru Mikal, som jag förvärvade mig för ett hundra filistéers förhudar.»1 Sam. 18,25 f.
Και εστειλεν ο Ις−βοσθε και ελαβεν αυτην παρα του ανδρος αυτης, παρα του Φαλτιηλ υιου του Λαεις.
Då sände Is-Boset åstad och lät taga henne ifrån hennes man, Paltiel, Lais' son.1 Sam. 25,44.
Και υπηγε μετ αυτης ο ανηρ αυτης, πορευομενος και κλαιων κατοπιν αυτης εως Βαουρειμ. Τοτε ειπε προς αυτον ο Αβενηρ, Υπαγε, επιστρεψον και επεστρεψεν.
Men hennes man gick med henne och följde henne under beständig gråt ända till Bahurim. Här sade Abner till honom: »Vänd om och gå dina färde.» Då vände han om.
Ο δε Αβενηρ συνωμιλησε μετα των πρεσβυτερων του Ισραηλ, λεγων, Και χθες και προχθες εζητειτε τον Δαβιδ να βασιλευση εφ υμας
Och Abner hade underhandlat med de äldste i Israel och sagt: »Sedan lång tid tillbaka haven I sökt att få David till konung över eder.
τωρα λοιπον καμετε τουτο διοτι ο Κυριος ελαλησε περι του Δαβιδ, λεγων, Δια χειρος Δαβιδ του δουλου μου θελω σωσει τον λαον μου Ισραηλ εκ χειρος των Φιλισταιων και εκ χειρος παντων των εχθρων αυτων.
Fullborden nu edert uppsåt, ty så har HERREN sagt om David: Genom min tjänare Davids hand skall jag frälsa mitt folk Israel ifrån filistéernas hand och ifrån alla dess fienders hand.»
Και ελαλησε προσετι ο Αβενηρ εις τα ωτα του Βενιαμιν και υπηγεν ο Αβενηρ να λαληση και εις τα ωτα του Δαβιδ εις Χεβρων, παντα οσα ησαν αρεστα εις τον Ισραηλ και εις παντα τον οικον του Βενιαμιν.
Likaledes talade Abner härom med benjaminiterna. Därefter gick Abner ock åstad for att tala med David i Hebron om allt vad Israel och hela Benjamins hus hade funnit lämpligt att svara.1 Krön 12,29.
Ηλθε λοιπον ο Αβενηρ προς τον Δαβιδ εις Χεβρων, και μετ αυτου εικοσι ανδρες. Και εκαμεν ο Δαβιδ εις τον Αβενηρ και εις τους ανδρας τους μετ αυτου συμποσιον.
När då Abner, åtföljd av tjugu man, kom till David i Hebron, gjorde David ett gästabud för Abner och hans män.
Και ειπεν ο Αβενηρ προς τον Δαβιδ, Θελω σηκωθη και υπαγει, και θελω συναξει παντα τον Ισραηλ προς τον κυριον μου τον βασιλεα, δια να καμωσι συνθηκην μετα σου, και να βασιλευης καθ ολην την επιθυμιαν της ψυχης σου. Και απεστειλεν ο Δαβιδ τον Αβενηρ και ανεχωρησεν εν ειρηνη.
Och Abner sade till David: »Jag vill stå upp och gå åstad och församla hela Israel till min herre konungen, för att de må sluta förbund med dig, så att du bliver konung på vad villkor dig lyster.» Sedan lät David Abner gå, och han drog bort i frid.
Και ιδου, οι δουλοι του Δαβιδ και ο Ιωαβ ηρχοντο απο εκδρομης, και εφερον μεθ εαυτων πολλα λαφυρα αλλ ο Αβενηρ δεν ητο μετα του Δαβιδ εν Χεβρων, διοτι ειχεν αποστειλει αυτον, και ειχεν αναχωρησει εν ειρηνη.
Just då kommo Davids folk och Joab hem från ett strövtåg och förde med sig ett stort byte; men Abner var nu icke längre kvar hos David i Hebron, ty denne hade låtit honom gå, och han hade dragit bort i frid.
Οτε δε ηλθεν ο Ιωαβ και απαν το στρατευμα το μετ αυτου, απηγγειλαν προς τον Ιωαβ, λεγοντες, Αβενηρ ο υιος του Νηρ ηλθε προς τον βασιλεα, και εξαπεστειλεν αυτον και ανεχωρησεν εν ειρηνη.
Men när Joab och hela hans här kom hem, berättade man för honom och sade: »Abner, Ners son, kom till konungen, och denne lät honom gå, och han drog bort i frid.»
Τοτε, εισηλθεν ο Ιωαβ προς τον βασιλεα και ειπε, Τι εκαμες; ιδου, ο Αβενηρ ηλθε προς σε δια τι εξαπεστειλας αυτον, και απηλθεν;
Då gick Joab in till konungen och sade: »Vad har du gjort! Då nu Abner hade kommit till dig, varför lät du då honom gå, så att han fritt kunde draga sina färde?
εξευρεις τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, οτι ηλθε δια να σε απατηση και να μαθη την εξοδον σου και την εισοδον σου και να μαθη παντα οσα συ πραττεις.
Du känner väl Abner, Ners son? Han kom hit för att bedraga dig. Han ville utforska ditt görande och låtande, och utforska allt vad du förehar.
Και καθως εξηλθεν ο Ιωαβ απο του Δαβιδ, εστειλε μηνυτας κατοπιν του Αβενηρ, και επεστρεψαν αυτον απο του φρεατος Σιρα ο Δαβιδ ομως δεν ηξευρε.
Sedan, när Joab hade gått ut från David, sände han bud efter Abner, och sändebuden förde denne tillbaka från Bor-Hassira. Men David visste intet därom.
Και οτε επεστρεψεν ο Αβενηρ εις Χεβρων, ο Ιωαβ παρεμερισεν αυτον εις τα πλαγια της πυλης, δια να λαληση προς αυτον μυστικα και εκει επαταξεν αυτον υπο την πεμπτην πλευραν, και απεθανε, δια το αιμα Ασαηλ του αδελφου αυτου.
När Abner så hade kommit tillbaka till Hebron, förde Joab honom avsides till mitten av porten, under förevändning att tala enskilt med honom; där sårade han honom till döds med en stöt i underlivet -- detta for att hämnas sin broder Asaels blod.2 Sam. 2,23. 20,10. 1 Kon. 2,5.
Μετα δε ταυτα ακουσας ο Δαβιδ, ειπεν, Αθωος ειμαι εγω και η βασιλεια μου, ενωπιον του Κυριου εις τον αιωνα, απο του αιματος του Αβενηρ, υιου του Νηρ
När David sedan fick höra detta, sade han: »Jag och mitt konungadöme äro oskyldiga inför HERREN evinnerligen till Abners, Ners sons blod.
ας μενη επι την κεφαλην του Ιωαβ και επι παντα τον οικον του πατρος αυτου και ας μη εκλειψη απο του οικου του Ιωαβ γονορροιος η λεπρος η επιστηριζομενος επι βακτηριαν η πιπτων εν ομφαια η στερουμενος αρτου.
Må det komma över Joabs huvud och över hela hans faders hus; och må i Joabs hus aldrig fattas män som hava flytning, eller som äro spetälska, eller som stödja sig på krycka, eller som falla för svärd, eller som lida brist på bröd.»3 Mos 15,2 f. 1 Kon. 2,5 f., 28 f.
Ουτως ο Ιωαβ και Αβισαι ο αδελφος αυτου εθανατωσαν τον Αβενηρ, διοτι ειχε θανατωσει Ασαηλ τον αδελφον αυτων εν Γαβαων εν τη μαχη.
Så hade nu Joab och hans broder Abisai dräpt Abner, därför att denne hade dödat deras broder Asael vid Gibeon, under striden.
Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ και προς παντα τον λαον τον μετ αυτου, Διασχισατε τα ιματια σας και περιζωσθητε σακκον και κλαυσατε εμπροσθεν του Αβενηρ. Και ο βασιλευς Δαβιδ ηκολουθει το νεκροκραββατον.
Och David sade till Joab och allt folket som var med honom: »Riven sönder edra kläder och höljen eder i sorgdräkt och hållen dödsklagan efter Abner.» Och konung David gick själv bakom båren.
Και εθαψαν τον Αβενηρ εν Χεβρων και υψωσεν ο βασιλευς την φωνην αυτου και εκλαυσεν επι του ταφου του Αβενηρ και πας ο λαος εκλαυσε.
Så begrovo; de Abner i Hebron; och konungen brast ut i gråt vid Abners grav, och allt folket grät.
Και εθρηνησεν ο βασιλευς επι τον Αβενηρ και ειπεν, Απεθανεν ο Αβενηρ ως αποθνησκει αφρων;
Och konungen sjöng följande klagosång över Abner:  »Måste då Abner dö en gudlös dåres död?
αι χειρες σου δεν εδεθησαν, ουδε οι ποδες σου ετεθησαν εν δεσμοις επεσες, καθως πιπτει τις εμπροσθεν των υιων της αδικιας. Και πας ο λαος εκλαυσε παλιν επ αυτον.
 Dina händer voro ju ej bundna,  dina fötter ej slagna i fjättrar.  Du föll såsom man faller för ogärningsmän.» Då begrät allt folket honom ännu mer.»
Ηλθεν επειτα πας ο λαος δια να καμωσι τον Δαβιδ να φαγη αρτον, ενω ητο ετι ημερα αλλ ο Δαβιδ ωμοσε λεγων, Ουτω να καμη ο Θεος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν γευθω αρτον η αλλο τι, πριν δυση ο ηλιος.
Och allt folket kom för att förmå David att äta något under dagens lopp; men David betygade med ed och sade: »Gud straffe mig nu och framgent, om jag smakar bröd eller något annat, förrän solen har gått ned.»
Και εμαθε τουτο πας ο λαος, και ηρεσεν εις αυτους καθως ηρεσκεν εις παντα τον λαον ο, τι εκαμεν ο βασιλευς.
När folket hörde detta, behagade det dem alla väl, likasom allt annat som konungen gjorde behagade allt folket väl.
Διοτι πας ο λαος και πας ο Ισραηλ εγνωρισαν την ημεραν εκεινην, οτι δεν ητο απο του βασιλεως το να θανατωθη Αβενηρ ο υιος του Νηρ.
Och allt folket och hela Israel insåg då att konungen ingen del hade haft i att Abner, Ners son, hade blivit dödad.
Και ειπεν ο βασιλευς προς τους δουλους αυτου, Δεν εξευρετε οτι στρατηγος, και μεγας, επεσε την ημεραν ταυτην εν τω Ισραηλ;
Och konungen sade till sina tjänare: »I veten nogsamt att en furste och en stor man i dag har fallit i Israel.
εγω δε ειμαι την σημερον αδυνατος, αν και εχρισθην βασιλευς και ουτοι οι ανδρες οι υιοι της Σερουιας παραπολυ δυνατοι ως προς εμε ο Κυριος θελει καμει ανταποδοσιν εις τον εργατην της κακιας κατα την κακιαν αυτου.
Men jag är ännu svag, fastän jag är smord till konung, och dessa män, Serujas söner, äro starkare än jag. HERREN vedergälle den som ont gör, efter hans ondska.»Ps. 62,13. 125,5.