II Samuel 2

Μετα δε ταυτα ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, να αναβω εις τινα των πολεων Ιουδα; Ο δε Κυριος ειπε προς αυτον, Αναβα. Και ειπεν ο Δαβιδ, που να αναβω; Ο δε ειπεν, εις Χεβρων.
Därefter frågade David HERREN: »Skall jag draga upp till någon av Juda städer?» HERREN svarade honom: »Drag upp.» Då frågade David: »Vart skall jag draga upp?», Han svarade: »Till Hebron.»1 Sam 23.2 f. 30,7 f.
Ανεβη λοιπον εκει ο Δαβιδ και αι δυο γυναικες αυτου, Αχινοαμ η Ιεζραηλιτις και Αβιγαια η γυνη Ναβαλ του Καρμηλιτου.
Så drog då David ditupp jämte sina båda hustrur, Ahinoam från Jisreel och Abigail, karmeliten Nabals hustru.1 Sam. 25,40 f. 27,3.
Και τους ανδρας τους μετ αυτου ανεβιβασεν ο Δαβιδ, εκαστον μετα της οικογενειας αυτου και κατωκησαν εν ταις πολεσι Χεβρων.
David lät ock sina män draga ditupp, var och en med sitt husfolk; och de bosatte sig i Hebrons städer.Jos. 21,11.
Και ηλθον οι ανδρες Ιουδα και εχρισαν εκει τον Δαβιδ βασιλεα επι τον οικον Ιουδα. Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Οι ανδρες της Ιαβεις−γαλααδ ησαν οι θαψαντες τον Σαουλ.
Dit kommo nu Juda män och smorde David till konung över Juda hus. När man berättade för David att det var männen i Jabes i Gilead som hade begravit Saul,1 Sam. 31,13.
Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας προς τους ανδρας της Ιαβεις−γαλααδ και ειπε προς αυτους, Ευλογημενοι να ησθε παρα του Κυριου, διοτι εκαμετε το ελεος τουτο εις τον κυριον σας, εις τον Σαουλ, και εθαψατε αυτον
skickade David sändebud till männen i Jabes i Gilead och lät säga till dem: »Varen välsignade av HERREN, därför att I haven bevisat eder herre Saul den barmhärtighetstjänsten att begrava honom!
ειθε λοιπον τωρα να καμη ο Κυριος προς εσας ελεος και αληθειαν και εγω προσετι θελω ανταποδωσει εις εσας το καλον τουτο, επειδη εκαμετε τουτο το πραγμα
Så må nu ock HERREN bevisa barmhärtighet och trofasthet mot eder. Själv vill jag också göra eder gott, därför att I haven gjort detta.
τωρα λοιπον, ας κραταιωθωσιν αι χειρες σας, και γινεσθε ανδρειοι διοτι ο κυριος σας ο Σαουλ απεθανε, και προσετι ο οικος Ιουδα εχρισαν εμε βασιλεα εφ εαυτων.
Varen alltså nu vid gott mod och oförskräckta, fastän eder herre Saul är död; det är nu jag som av Juda hus har blivit smord till konung över dem.»
Ο Αβενηρ ομως, ο υιος του Νηρ, ο αρχιστρατηγος του Σαουλ, ελαβε τον Ις−βοσθε, υιον του Σαουλ, και διεβιβασεν αυτον εις Μαχαναιμ,
Men Abner, Ners son, Sauls härhövitsman, tog Sauls son Is-Boset och förde honom över till Mahanaim1 Sam. 14,50.
και εκαμεν αυτον βασιλεα επι της Γαλααδ, και επι των Ασσουριτων, και επι της Ιεζραελ, και επι του Εφραιμ, και επι του Βενιαμιν, και επι παντος του Ισραηλ.
och gjorde honom till konung i Gilead och asuréernas land och Jisreel, så ock över Efraim, Benjamin och hela det övriga Israel.
Τεσσαρακοντα ετων ητο Ις−βοσθε ο υιος του Σαουλ, οτε εγεινε βασιλευς επι τον Ισραηλ και εβασιλευσε δυο ετη ο οικος ομως Ιουδα ηκολουθησε τον Δαβιδ.
Sauls son Is-Boset var fyrtio år gammal, när han blev konung över Israel, och han regerade i två år. Allenast Juda hus höll sig till David.
Και ο αριθμος των ημερων, καθ ας εβασιλευσεν ο Δαβιδ εν Χεβρων επι του οικου Ιουδα, ησαν επτα ετη και εξ μηνες.
Den tid David var konung i Hebron över Juda hus utgjorde sammanräknat sju år och sex månader.2 Sam. 5,5.
Εξηλθε δε Αβενηρ ο υιος του Νηρ και οι δουλοι του Ις−βοσθε, υιου του Σαουλ, εκ Μαχαναιμ εις Γαβαων.
Och Abner, Ners son, drog ut med Sauls son Is-Bosets folk ifrån Mahanaim till Gibeon.
Και Ιωαβ, ο υιος της Σερουιας, και οι δουλοι του Δαβιδ εξηλθον και συναπηντηθησαν πλησιον του υδροστασιου της Γαβαων και εκαθησαν οι μεν εντευθεν του υδροστασιου, οι δε εκειθεν του υδροστασιου.
Joab, Serujas son, och Davids folk drogo också ut; och de mötte varandra vid Gibeons damm. Där stannade de på var sin sida om dammen.1 Krön. 2,16.
Και ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ιωαβ, Ας σηκωθωσι τωρα οι νεοι και ας παιξωσιν εμπροσθεν ημων. Και ειπεν ο Ιωαβ, Ας σηκωθωσιν.
Och Abner sade till Joab: »Må vi låta några unga män stå upp och utföra en krigslek i vår åsyn.» Joab svarade: »Må så ske.»
Εσηκωθησαν λοιπον και επερασαν κατα αριθμον, δωδεκα εκ του Βενιαμιν, απο μερους του Ις−βοσθε, υιου του Σαουλ, και δωδεκα εκ των δουλων του Δαβιδ.
Då stodo de upp och gingo fram i lika antal: tolv för Benjamin och för Sauls son Is-Boset, och tolv av Davids folk.
Και επιασαν εκαστος τον πλησιον αυτου απο της κεφαλης, και διεπερασε την μαχαιραν αυτου εις την πλευραν του πλησιον αυτου, και επεσον ομου οθεν ο τοπος εκεινος ωνομασθη Χελκαθ−ασουρειμ, οστις ειναι εν Γαβαων.
Och de fattade varandra i huvudet och stötte svärdet i sidan på varandra och föllo så allasammans därför blev detta ställe kallat Helkat-Hassurim vid Gibeon.
Και εγεινεν μαχη σκληροτατη κατ εκεινην την ημεραν και ο Αβενηρ και οι ανδρες Ισραηλ ενικηθησαν υπο των δουλων του Δαβιδ.
Sedan begynte en mycket hård strid på den dagen; men Abner och Israels män blevo slagna av Davids folk.
Ησαν δε εκει οι τρεις υιοι της Σερουιας, Ιωαβ και Αβισαι και Ασαηλ ο δε Ασαηλ ητο ελαφρος τους ποδας, ως μια των δορκαδων των εν αγρω.
Nu funnos där tre söner till Seruja: Joab, Abisai och Asael. Och Asael var snabbfotad såsom en gasell på fältet.
Και κατεδιωξεν ο Ασαηλ οπισω του Αβενηρ και τρεχων, δεν εξεκλινεν εις τα δεξια ουδε εις τα αριστερα, εξοπισθεν του Αβενηρ.
Och Asael förföljde Abner, utan att vika undan vare sig till höger eller till vänster från Abner.
Και εβλεψεν ο Αβενηρ εις τα οπισω αυτου και ειπε, Συ εισαι ο Ασαηλ; Ο δε απεκριθη, Εγω.
Då vände Abner sig om och sade: »Är det du, Asael?» Han svarade: »Ja.»
Και ειπε προς αυτον ο Αβενηρ, Στρεψον συ εις τα δεξια η εις τα αριστερα, και πιασον τινα εκ των νεων και λαβε εις σεαυτον την πανοπλιαν αυτου πλην δεν ηθελησεν ο Ασαηλ να εκκλινη απο οπισθεν αυτου.
Då sade Abner till honom: »Vänd dig åt annat håll, åt höger eller åt vänster. Angrip någon av de yngre och försök att taga hans rustning.» Men Asael ville icke låta honom vara.
Και παλιν ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ασαηλ, Στρεψον απο οπισθεν μου δια τι να σε κτυπησω εως εδαφους; πως θελω σηκωσει τοτε το προσωπον μου προς Ιωαβ τον αδελφον σου;
Då sade Abner ännu en gång till Asael: »Låt mig vara. Du vill väl icke att jag skall slå dig till jorden? Huru skulle jag sedan kunna se din broder Joab i ansiktet?»
Αλλα δεν ηθελε να στρεψη οθεν επαταξεν αυτον ο Αβενηρ με το οπισθεν του δορατος αυτου εις την πεμπτην πλευραν, και εξηλθε το δορυ απο των οπισθιων αυτου, και επεσεν εκει και απεθανεν εν τω αυτω τοπω και οσοι ηρχοντο εις τον τοπον, οπου ο Ασαηλ επεσε και απεθανεν, ισταντο.
När han ändå icke ville låta honom vara, gav Abner honom med bakändan av sitt spjut en stöt i underlivet, så att spjutet gick ut baktill; och han föll ned där och dog på stället. Och var och en som kom till platsen där Asael hade fallit ned och dött stannade där.2 Sam. 3,27, 30. 20,12.
Ο δε Ιωαβ και ο Αβισαι κατεδιωκον οπισω του Αβενηρ και ο ηλιος εδυεν οτε αυτοι ηλθον εως του βουνου Αμμα, το οποιον ειναι απεναντι Για, κατα την οδον της ερημου Γαβαων.
Och Joab och Abisai förföljde Abner. Men när solen hade gått ned och de hade kommit till Ammahöjden, som ligger gent emot Gia, åt Gibeons öken till,
Και συνηθροισθησαν οι υιοι Βενιαμιν οπισω του Αβενηρ, και εγειναν εν σωμα και εσταθησαν επι της κορυφης τινος βουνου.
då samlade sig Benjamins barn tillhopa bakom Abner, så att de utgjorde en sluten skara, och intogo en ställning på toppen av en och samma höjd.
Τοτε ο Αβενηρ εφωνησε προς τον Ιωαβ και ειπε, Θελει κατατρωγει ακαταπαυστως ομφαια; δεν εξευρεις οτι πικρια θελει εισθαι εις το τελος; εως ποτε λοιπον δεν θελεις προσταξει τον λαον να επιστρεψη απο του να καταδιωκωσι τους αδελφους αυτων;
Och Abner ropade till Joab och sade: »Skall då svärdet få oavlåtligen frossa? Förstår du icke att detta måste leda till ett bittert slut?» Huru länge tänker du dröja, innan du befaller ditt folk att upphöra med att förfölja sina bröder?»
Και ειπεν ο Ιωαβ, Ζη ο Θεος, εαν δεν ηθελες λαλησει, βεβαιως τοτε ο λαος ηθελεν αναβη το πρωι, εκαστος απο της καταδιωξεως του αδελφου αυτου.
Joab svarade: »Så sant Gud lever: om du ingenting hade sagt, då hade folket först i morgon fått draga sig tillbaka och upphöra att förfölja sina bröder.»
Και εσαλπισεν ο Ιωαβ εν τη σαλπιγγι και εσταθη πας ο λαος, και δεν κατεδιωκον πλεον κατοπιν του Ισραηλ ουδε εμαχοντο πλεον.
Därefter lät Joab stöta i basunen; då stannade allt folket och förföljde icke mer Israel. Och sedan stridde de icke vidare.
Και ωδοιπορησαν ο Αβενηρ και οι ανδρες αυτου δια της πεδιαδος ολην την νυκτα εκεινην, και διεβησαν τον Ιορδανην και επερασαν δι ολης της Βιθρων και ηλθον εις Μαχαναιμ.
Men Abner och hans män tågade genom Hedmarken hela den natten; därefter gingo de över Jordan och tågade vidare hela förmiddagen och kommo så till Mahanaim.
Ο δε Ιωαβ επεστρεψεν απο της καταδιωξεως του Αβενηρ και οτε συνηθροισε παντα τον λαον, ελειπον εκ των δουλων του Δαβιδ δεκαεννεα ανδρες και ο Ασαηλ.
Joab åter samlade tillhopa allt folket, sedan han hade upphört att förfölja Abner; då fattades av Davids folk nitton man utom Asael.
Οι δουλοι δε του Δαβιδ επαταξαν εκ του Βενιαμιν και εκ των ανδρων του Αβενηρ τριακοσιους εξηκοντα ανδρας, οιτινες απεθανον.
Davids folk hade däremot slagit till döds tre hundra sextio man av Benjamin och av Abners folk.
Και εσηκωσαν τον Ασαηλ και εθαψαν αυτον εν τω ταφω του πατρος αυτου, τω εν Βηθλεεμ. Ο δε Ιωαβ και οι ανδρες αυτου ωδοιπορησαν ολην την νυκτα και εφθασαν εις Χεβρων περι τα χαραγματα.
Och de togo upp Asael och begrovo honom i hans faders grav i Bet-Lehem. Därefter tågade Joab och hans män hela natten och kommo i dagningen till Hebron.