II Samuel 4

Και οτε ηκουσεν ο υιος του Σαουλ οτι ο Αβενηρ απεθανεν εν Χεβρων, αι χειρες αυτου ενεκρωθησαν, και παντες οι Ισραηλιται συνεταραχθησαν.
Då nu Sauls son hörde att Abner var död i Hebron, sjönk allt hans mod, och hela Israel var förskräckt.
Ειχε δε ο υιος του Σαουλ δυο ανδρας, οιτινες ησαν οπλαργηγοι, το ονομα του ενος Βαανα, και το ονομα του αλλου Ρηχαβ, υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, εκ των υιων Βενιαμιν διοτι και η Βηρωθ ελογιζετο του Βενιαμιν
Men Sauls son hade till hövitsmän för sina strövskaror två män, av vilka den ene hette Baana och den andre Rekab, söner till Rimmon från Beerot, av Benjamins barn. Ty också Beerot räknas till Benjamin;Jos. 18,25.
οι δε Βηρωθαιοι ειχον φυγει εις Γιτθαιμ και ησαν εκει παροικουντες εως της ημερας ταυτης.
men beerotiterna flydde till Gittaim och bodde där sedan såsom främlingar, vilket de göra ännu i dag.Neh. 11,33.
Ιωναθαν δε, ο υιος του Σαουλ, ειχεν υιον βεβλαμμενον τους ποδας. Ητο ηλικιας πεντε ετων οτε ηλθον αι αγγελιαι εξ Ιεζραηλ περι του Σαουλ και Ιωναθαν, και εσηκωσεν αυτον τροφος αυτου και εφυγεν ενω δε εσπευδε να φυγη, επεσεν αυτος και εχωλωθη το δε ονομα αυτου Μεμφιβοσθε.
(Också Jonatan, Sauls son, hade lämnat efter sig en son, som nu var ofärdig i fötterna. Han var nämligen fem år gammal, när budskapet om Saul och Jonatan kom från Jisreel, och då tog hans sköterska honom och flydde; men under hennes bråda flykt föll han omkull och blev därefter halt; och han hette Mefiboset.)2 Sam. 9,3 f. 1 Krön. 8,34.
Και υπηγαν οι υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, Ρηχαβ και Βαανα, και εις το καυμα της ημερας εισηλθον εις την οικιαν του Ις−βοσθε οστις εκοιτετο επι κλινης το μεσημεριον
Nu gingo beerotiten Rimmons söner Rekab och Baana åstad och kommo till Is-Bosets hus, då det var som hetast på dagen, medan han låg i sin middagssömn.
και εισηλθον εκει εως του μεσου της οικιας, ως δια να λαβωσι σιτον και εκτυπησαν αυτον υπο την πεμπτην πλευραν και ο Ρηχαβ και Βαανα ο αδελφος αυτου διεσωθησαν.
När de så, under förevändning att hämta vete, hade kommit in i det inre av huset, sårade de honom med en stöt i underlivet; därefter flydde Rekab och hans broder Baana undan.
Διοτι οτε εισηλθον εις την οικιαν, εκεινος εκοιτετο επι της κλινης αυτου εντος του κοιτωνος αυτου και εκτυπησαν αυτον και εθανατωσαν αυτον και απεκοψαν την κεφαλην αυτου, και λαβοντες την κεφαλην αυτου, ανεχωρησαν οδοιπορουντες δια της πεδιαδος ολην την νυκτα.
De kommo alltså in i huset, när han låg på sin vilobädd i sovkammaren, och sårade honom till döds och höggo huvudet av honom; därpå togo de hans huvud och färdades genom Hedmarken hela natten.
Και εφερον την κεφαλην του Ις−βοσθε προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον προς τον βασιλεα, Ιδου, η κεφαλη του Ις−βοσθε, υιου του Σαουλ του εχθρου σου, οστις εζητει την ζωην σου και ο Κυριος εδωκεν εκδικησιν εις τον κυριον μου τον βασιλεα την ημεραν ταυτην, απο του Σαουλ και απο του σπερματος αυτου.
Och de förde så Is-Bosets huvud till David i Hebron och sade till konungen: »Se här är Is-Bosets, Sauls sons, din fiendes, huvud, hans som stod efter ditt liv. HERREN har i dag givit min herre konungen hämnd på Saul och hans efterkommande.»
Απεκριθη δε ο Δαβιδ προς τον Ρηχαβ και προς Βαανα τον αδελφον αυτου, τους υιους Ριμμων του Βηρωθαιου, και ειπε προς αυτους, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου απο πασης στενοχωριας
Då svarade David Rekab och hans broder Baana, beerotiten Rimmons söner, och sade till dem: »Så sant HERREN lever, han som har förlossat mig från all nöd:1 Kon. 1,29.
εκεινον, οστις απηγγειλε προς εμε, λεγων, Ιδου, απεθανεν ο Σαουλ, και εστοχαζετο εαυτον μηνυτην αγαθης αγγελιας, επιασα αυτον και εθανατωσα αυτον εν Σικλαγ, αντι να βραβευσω αυτον δια την αγγελιαν αυτου
den som förkunnade för mig och sade: 'Nu är Saul död', och som menade sig vara en glädjebudbärare, honom lät jag gripa och dräpa i Siklag, honom som jag eljest skulle hava givit budbärarlön;2 Sam. 1,15.
και ποσω μαλλον ανθρωπους πονηρους, φονευσαντας ανδρα δικαιον εν τη οικια αυτου επι της κλινης αυτου; τωρα λοιπον δεν θελω εκζητησει το αιμα αυτου εκ των χειρων σας και δεν θελω σας εξολοθρευσει απο της γης;
huru mycket mer skall jag icke då nu, när ogudaktiga män hava dräpt en oskyldig man i hans eget hus, på hans säng, utkräva hans blod av eder hand och utrota eder från jorden!»
Και προσεταξεν ο Δαβιδ τους νεους, και εθανατωσαν αυτους και εκοψαν τας χειρας αυτων και τους ποδας αυτων και εκρεμασαν αυτα επι το υδροστασιον εν Χεβρων την δε κεφαλην του Ις−βοσθε ελαβον, και εθαψαν εν τω ταφω του Αβενηρ εν Χεβρων.
På Davids befallning dräpte hans män dem sedan och höggo av deras händer och fötter och hängde upp dem vid dammen i Hebron. Men Is-Bosets huvud togo de, och de begrovo det i Abners grav i Hebron.2 Sam. 3,32.