II Kings 25

Και εν τω ενατω ετει της βασιλειας αυτου, τον δεκατον μηνα, την δεκατην του μηνος, ηλθε Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος, αυτος και παν το στρατευμα αυτου, κατα της Ιερουσαλημ, και εστρατοπεδευσεν εναντιον αυτης και ωκοδομησαν περιτειχισματα εναντιον αυτης κυκλω.
Då, i hans nionde regeringsår, i tionde månaden; på tionde dagen i månaden, kom Nebukadnessar, konungen i Babel, med hela sin här till Jerusalem och belägrade det; och de byggde en belägringsmur runt omkring det.2 Krön. 36,17 f. Jer. 39,1 f. 52,4 f.
Και η πολις επολιορκειτο μεχρι του ενδεκατου ετους του βασιλεως Σεδεκιου.
Så blev staden belägrad och förblev så ända till konung Sidkias elfte regeringsår.
Και την ενατην του τεταρτου μηνος η πεινα υπερισχυσεν εν τη πολει, και δεν ητο αρτος δια τον λαον του τοπου.
Men på nionde dagen i månaden var hungersnöden så stor i staden, att mängden av folket icke hade något att äta.
Και εξεπορθηθη η πολις, και παντες οι ανδρες του πολεμου εφυγον την νυκτα, δια της οδου της πυλης της μεταξυ των δυο τειχων, της πλησιον του βασιλικου κηπου οι δε Χαλδαιοι ησαν πλησιον της πολεως κυκλω και ο βασιλευς υπηγε κατα την οδον της πεδιαδος.
Och staden stormades, och allt krigsfolket flydde om natten genom porten mellan de båda murarna (den port som ledde till den kungliga trädgården), medan kaldéerna lågo runt omkring staden; och folket tog vägen åt Hedmarken till.
Το δε στρατευμα των Χαλδαιων κατεδιωξεν οπισω του βασιλεως, και εφθασαν αυτον εις τας πεδιαδας της Ιεριχω και παν το στρατευμα αυτου διεσκορπισθη απο πλησιον αυτου.
Men kaldéernas här förföljde konungen, och de hunno upp honom på Jerikos hedmarker, sedan hela hans här hade övergivit honom och skingrat sig.
Και συνελαβον τον βασιλεα και ανηγαγον αυτον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος εις Ριβλα και επροφεραν καταδικην επ αυτον.
Och de grepo konungen och förde honom till den babyloniske konungen i Ribla; där höll man rannsakning och dom med honom.
Και εσφαξαν τους υιους του Σεδεκιου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου, και εξετυφλωσαν τους οφθαλμους του Σεδεκιου, και δεσαντες αυτον με δυο χαλκινας αλυσεις, εφεραν αυτον εις Βαβυλωνα.
Och Sidkias barn slaktade man inför hans ögon, och på Sidkia själv stack man ut ögonen; och man fängslade honom med kopparfjättrar och förde honom till Babel.
Εν δε τω πεμπτω μηνι, την εβδομην του μηνος, του δεκατου ενατου ετους του Ναβουχοδονοσορ, βασιλεως της Βαβυλωνος, ηλθεν επι Ιερουσαλημ Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ, ο δουλος του βασιλεως της Βαβυλωνος
I femte månaden, på sjunde dagen i månaden, detta i den babyloniske konungen Nebukadnessars nittonde regeringsår, kom den babyloniske konungens tjänare Nebusaradan, översten för drabanterna, till Jerusalem.
και κατεκαυσε τον οικον του Κυριου και τον οικον του βασιλεως και παντας τους οικους της Ιερουσαλημ, και παντα μεγαν οικον κατεκαυσεν εν πυρι.
Denne brände upp HERRENS hus och konungshuset: ja, alla hus i Jerusalem, i synnerhet alla de förnämas hus, brände han upp i eld.
Και παν το στρατευμα των Χαλδαιων, το μετα του αρχισωματοφυλακος, κατεκρημνισε τα τειχη της Ιερουσαλημ κυκλω.
Och murarna runt omkring Jerusalem brötos ned av hela den här av kaldéer, som översten för drabanterna hade med sig,
Το δε υπολοιπον του λαου, το εναπολειφθεν εν τη πολει, και τους φυγοντας, οιτινες προσεφυγον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος, και το εναπολειφθεν του πληθους μετωκισεν ο Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ.
och återstoden av folket, dem som voro kvar i staden, och de överlöpare som hade gått över till konungen i Babel, så ock den övriga hopen, dem förde Nebusaradan, översten för drabanterna, bort i fångenskap.
Εκ των πτωχων ομως της γης αφηκεν ο αρχισωματοφυλαξ, δια αμπελουργους και γεωργους.
Men av de ringaste i landet lämnade översten för drabanterna några kvar till vingårdsmän och åkermän.2 Kon. 24,14.
Και τους στυλους τους χαλκινους, τους εν τω οικω του Κυριου, και τας βασεις και την χαλκινην θαλασσαν την εν τω οικω του Κυριου, οι Χαλδαιοι κατεκοψαν και μετεκομισαν τον χαλκον αυτων εις την Βαβυλωνα.
Kopparpelarna i HERRENS hus, bäckenställen och kopparhavet i HERRENS hus slogo kaldéerna sönder och förde kopparen till Babel.1 Kon. 7,15 f., 23 f., 27 f. Jer. 27,19 f.
Ελαβον δε και τους λεβητας και τα πτυαρια και τα λυχνοψαλιδα και τα θυμιατηρια και παντα τα σκευη τα χαλκινα, δια των οποιων εγινετο η υπηρεσια.
Och askkärlen, skovlarna, knivarna, skålarna och alla kopparkärl som hade begagnats vid gudstjänsten togo de bort.
Ελαβε προσετι ο αρχισωματοφυλαξ και τα πυροδοχεια και τας φιαλας, ο, τι ητο χρυσουν και ο, τι αργυρουν
Likaledes tog översten för drabanterna bort fyrfaten och offerskålarna, allt som var av rent guld eller av rent silver.1 Kon. 7,50.
τους δυο στυλους, την μιαν θαλασσαν και τας βασεις, τας οποιας ο Σολομων εκαμε δια τον οικον του Κυριου ο χαλκος παντων τουτων των σκευων ητο αζυγιστος.
Vad angår de två pelarna, havet, som var allenast ett, och bäckenställen, som Salomo hade låtit göra till HERRENS hus, så kunde kopparen i alla dessa föremål icke vägas.
Το υψος του ενος στυλου ητο δεκαοκτω πηχων, και το κιονοκρανον το επ αυτου χαλκινον. Το δε υψος του κιονοκρανου τριων πηχων και το δικτυωτον και τα οδια επι του κιονοκρανου κυκλω ησαν παντα χαλκινα τα αυτα ειχε και ο δευτερος στυλος μετα του δικτυωτου.
Aderton alnar hög var den ena pelaren, och ovanpå den var ett pelarhuvud av koppar, och pelarhuvudet var tre alnar högt, och ett nätverk och granatäpplen funnos på pelarhuvudet runt omkring, alltsammans av koppar; och likadant var det på den andra pelaren, över nätverket.2 Krön. 3,15 f.
Και ελαβεν ο αρχισωματοφυλαξ Σεραιαν τον πρωτον ιερεα και Σοφονιαν τον δευτερον ιερεα και τους τρεις θυρωρους
Och översten för drabanterna tog översteprästen Seraja jämte Sefanja, prästen näst under honom, så ock de tre som höllo vakt vid tröskeln,
και εκ της πολεως ελαβεν ενα ευνουχον, οστις ητο επιστατης επι των ανδρων των πολεμιστων, και πεντε ανδρας εκ των παρισταμενων εμπροσθεν του βασιλεως, τους ευρεθεντας εν τη πολει, και τον γραμματεα τον αρχοντα των στρατευματων, οστις εκαμνε την στρατολογιαν του λαου της γης, και εξηκοντα ανδρας εκ του λαου της γης, τους ευρεθεντας εν τη πολει.
och från staden tog han en hovman, den som var anförare för krigsfolket, och fem av konungens närmaste män, som påträffades i staden, så ock sekreteraren, den härhövitsman som plägade utskriva folket i landet till krigstjänst, och sextio andra män av landets folk, som påträffades i staden --
Και λαβων αυτους Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ, εφερεν αυτους προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος εις Ριβλα.
dessa tog Nebusaradan, översten för drabanterna, och förde dem till den babyloniske konungen i Ribla.
Και επαταξεν αυτους ο βασιλευς της Βαβυλωνος και εθανατωσεν αυτους εν Ριβλα, εν τη γη Αιμαθ. Ουτω μετωκισθη ο Ιουδας απο της γης αυτου.
Och konungen i Babel lät avliva dem där, i Ribla i Hamats land. blev Juda bortfört från sitt land.
Περι δε του λαου του εναπολειφθεντος εν τη γη Ιουδα, τους οποιους Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος αφηκεν, επι τουτους κατεστησε Γεδαλιαν τον υιον του Αχικαμ, υιου του Σαφαν.
Men över det folk som blev kvar i Juda land, det folk som Nebukadnessar, konungen i Babel, lät bliva kvar där, satte han Gedalja, son till Ahikam, son till Safan.Jer. 40,5 f.
Ακουσαντες δε παντες οι αρχοντες των στρατευματων, αυτοι και οι ανδρες αυτων, οτι ο βασιλευς της Βαβυλωνος κατεστησε τον Γεδαλιαν, ηλθον προς τον Γεδαλιαν εις Μισπα, και Ισμαηλ ο υιος του Νεθανιου και Ιωαναν ο υιος του Καρηα και Σεραιας ο υιος του Τανουμεθ ο Νετωφαθιτης και Ιααζανιας, υιος Μααχαθιτου τινος, αυτοι και οι ανδρες αυτων.
När då alla krigshövitsmännen jämte sina män fingo höra att konungen i Babel hade satt Gedalja över landet, kommo de till Gedalja i Mispa, nämligen Ismael, Netanjas son, Johanan, Kareas son, netofatiten Seraja, Tanhumets son, och Jaasanja, maakatitens son, med sina män.
Και ωμοσεν ο Γεδαλιας προς αυτους και προς τους ανδρας αυτων και ειπε προς αυτους, Μη φοβεισθε να ησθε δουλοι των Χαλδαιων. Κατοικησατε εν τη γη και δουλευετε τον βασιλεα της Βαβυλωνος και θελει εισθαι καλον εις εσας.
Och Gedalja gav dem och deras män sin ed och sade till dem: »Frukten icke för kaldéernas tjänare. Stannen kvar i landet, och tjänen konungen i Babel, så skall det gå eder väl.»
Εν δε τω εβδομω μηνι, Ισμαηλ ο υιος του Νεθανιου, υιου του Ελισαμα, εκ του βασιλικου σπερματος, ηλθεν, εχων μεθ εαυτου δεκα ανδρας, και επαταξαν τον Γεδαλιαν, ωστε απεθανε, και τους Ιουδαιους και Χαλδαιους, τους οντας μετ αυτου εν Μισπα.
Men i sjunde månaden kom Ismael, son till Netanja, son till Elisama, av konungslig börd, och hade med sig tio män, och de slogo ihjäl Gedalja, så ock de judar och kaldéer som voro hos honom i Mispa.Jer. 41,1 f.
Και εσηκωθη πας ο λαος, απο μικρου εως μεγαλου, και οι αρχοντες των στρατευματων, και ηλθον εις την Αιγυπτον διοτι εφοβηθησαν απο προσωπου των Χαλδαιων.
Då bröt allt folket upp, från den minste till den störste, tillika med krigshövitsmännen, och begav sig till Egypten; ty de fruktade för kaldéerna.
Εν δε τω τριακοστω εβδομω ετει της μετοικεσιας του Ιωαχειν βασιλεως του Ιουδα, τον δωδεκατον μηνα, την εικοστην εβδομην του μηνος, ο Ευειλ−μερωδαχ βασιλευς της Βαβυλωνος, κατα το ετος καθ ο εβασιλευσεν, υψωσεν εκ της φυλακης την κεφαλην του Ιωαχειν βασιλεως του Ιουδα
Men i det trettiosjunde året sedan Jojakin, Juda konung, hade blivit bortförd i fångenskap, i tolfte månaden, på tjugusjunde dagen i månaden, tog Evil-Merodak, konungen i Babel -- samma år han blev konung -- Jojakin, Juda konung, till nåder och befriade honom ur fängelset;
και ελαλησεν ευμενως μετ αυτου, και εθεσε τον θρονον αυτου επανωθεν του θρονου των βασιλεων, των μετ αυτου εν Βαβυλωνι.
Och han talade vänligt med honom och gav honom främsta platsen bland de konungar som voro hos honom i Babel.
και ηλλαξε τα ιματια της φυλακης αυτου και ετρωγεν αρτον παντοτε μετ αυτου πασας τας ημερας της ζωης αυτου
Han fick lägga av sin fångdräkt och beständigt äta vid hans bord, så länge han levde.
και το σιτηρεσιον αυτου ητο παντοτεινον σιτηρεσιον, διδομενον εις αυτον παρα του βασιλεως, ημερησιος χορηγια πασας τας ημερας της ζωης αυτου.
Och ett ständigt underhåll gavs honom från konungen, visst för var dag, så länge han levde.