Psalms 7

En sång av David, som han sjöng till HERREN för benjaminiten Kus' ords skull.
Σιγαιων του Δαβιδ, το οποιον εψαλλεν εις τον Κυριον, δια τους λογους Χους του Βενιαμιτου. Κυριε ο Θεος μου, επι σε ελπιζω σωσον με εκ παντων των διωκοντων με και ελευθερωσον με
 HERRE, min Gud,      till dig tager jag min tillflykt;  fräls mig från alla mina förföljare och rädda mig,
μηποτε ο εχθρος αρπαση ως λεων εν ψυχην μου και διασπαραξη, χωρις να υπαρξη ελευθερωτης.
 så att de icke, såsom lejon, sönderslita min själ  och rycka bort henne utan räddning.
Κυριε ο Θεος μου, εαν εγω επραξα τουτο, εαν εις τας χειρας μου ηναι ανομια
 HERRE, min Gud,      har jag gjort sådant,  och är orätt i mina händer,
εαν ανταπεδωκα κακον εις τον ειρηνευοντα μετ εμου, η κατεθλιψα τον αναιτιως διωκοντα με
 har jag med ont vedergällt ned som höll frid med mig  eller plundrat den som var min ovän utan sak,
ας καταδιωξη ο εχθρος την ψυχην μου και ας φθαση αυτην και ας καταπατηση εις γην την ζωην μου, και ας καταβαλη την δοξαν μου εις το χωμα. Διαψαλμα.
 så förfölje fienden min själ      och tage henne fatt  och trampe mitt liv till jorden  och lägge min ära i stoftet.  Sela.
Αναστηθι, Κυριε, εν τη οργη σου υψωθητι ενεκα της λυσσης των εχθρων μου και εγερθητι δι εμε εις την κρισιν την οποιαν προσεταξας.
 Stå upp, HERRE, i din vrede,  res dig mot mina ovänners raseri  och vakna upp till min hjälp,      du som har påbjudit dom.
Και η συναξις των λαων θελει σε κυκλωσει και συ επιστρεψον, να καθησης υπερανωθεν αυτης εις υψος.
 Må folkens församling omgiva dig,  och må du över den vända åter till höjden.
Ο Κυριος θελει κρινει τους λαους. Κρινον με, Κυριε, κατα την δικαιοσυνην μου, και κατα την ακεραιοτητα μου, την εν εμοι.
 HERREN håller dom över folken;  skaffa mig rätt, HERRE,      efter min rättfärdighet och ostrafflighet.
Ας τελειωση πλεον η κακια των ασεβων και στερεωσον τον δικαιον, συ ο Θεος ο δικαιος, ο εξεταζων καρδιας και νεφρους.
 Låt de ogudaktigas ondska få en ände,      men håll den rättfärdige vid makt;  ty du, som prövar hjärtan och njurar,      är en rättfärdig Gud.
Η ασπις μου ειναι εν τω Θεω, οστις σωζει τους ευθεις την καρδιαν.
 Min sköld är i Guds hand;  han frälsar de rättsinniga.
Ο Θεος ειναι κριτης δικαιος και Θεος οργιζομενος καθ εκαστην ημεραν.
 Gud är en rättfärdig domare  och en Gud som dagligen vredgas.
Εαν ο ασεβης δεν επιστραφη, θελει ακονισει την ρομφαιαν αυτου ενετεινε το τοξον αυτου και ητοιμασεν αυτο
 Om någon icke vill omvända sig,      så vässer han sitt svärd,  sin båge spänner han och gör den redo;
και δι αυτον ητοιμασεν οργανα θανατου προσηρμοσε τα βελη αυτου εναντιον των διωκτων.
 och han riktar mot honom dödande skott,  sina pilar gör han brinnande.
Ιδου, ο ασεβης κοιλοπονει ανομιαν συνελαβε δε πονηριαν και εγεννησε ψευδος
 Se, denne är i födsloarbete med fördärv,  han går havande med olycka,      men han föder ett intet.
Εσκαψε λακκον και εβαθυνεν αυτον πλην αυτος θελει πεσει εις τον βοθρον, τον οποιον εκαμεν.
 Han gräver en grop och gör den djup,  men han faller själv i den grav som han gräver.
Η πονηρια αυτου θελει επιστρεψει κατα της κεφαλης αυτου, και η καταδυναστεια αυτου θελει καταβη επι την κορυφην αυτου.
 Den olycka han tänkte vålla vänder tillbaka på hans huvud,  och över hans hjässa kommer hans ondska. [ (Psalms 7:18)  Jag vill tacka HERREN efter hans rättfärdighet  och lovsjunga HERRENS, den Högstes, namn. ]
Εγω θελω επαινει τον Κυριον κατα την δικαιοσυνην αυτου, και θελω ψαλμωδει εις το ονομα Κυριου του Υψιστου.