Isaiah 22

Jövendölés a látás völgye ellen. Mi lelt most, hogy mindenestől felmenél a házak tetejére?
Ορασις κατα της κοιλαδος του οραματος. Τι σοι εγεινε τωρα, οτι ανεβης συ πασα εις τα δωματα;
Te lármával teljes, zajos város, örvendező város, megöletteid nem fegyverrel ölettek meg, és nem harczon hullottak el!
Συ, η πληρης βοης, πολις θορυβου, πολις ευθυμιας οι πεφονευμενοι σου δεν εφονευθησαν δια μαχαιρας ουδε απεθανον εν μαχη.
Hadnagyaid mind elszaladtak a kézív előtt, *de* megkötöztettek; a kik benned találtattak, mind megkötöztettek, *midőn* futni akartak messzire.
Παντες οι αρχοντες σου εφυγον ομου φευγοντες απο του τοξου, εδεσμευθησαν παντες οι ευρισκομενοι εν σοι οι μακροθεν καταφυγοντες εδεσμευθησαν ομου.
Ezért mondom: Ne nézzetek reám, hadd kesergessem magamat sírással; ne siessetek vígasztalni engem, népem leánya romlása felett.
Δια τουτο ειπα, Συρθητε απ εμου θελω κλαυσει πικρως μη αγωνιζεσθε να με παρηγορησητε δια την διαρπαγην της θυγατρος του λαου μου.
Mert rémülésnek és eltapodtatásnak és zavarnak napja *jő* Istentől, a seregeknek Urától a látás völgyére, a mely ledönti a kőfalat, és a hegyeken kiáltás hallatik.
Διοτι ειναι ημερα ταραχης και καταπατησεως και αμηχανιας εν τη κοιλαδι του οραματος παρα Κυριου του Θεου των δυναμεων, ημερα καταστροφης των τειχων και η κραυγη θελει φθασει εις τα ορη.
És Élám fölvette a tegezt, és *jő* szekeren emberekkel és lovagokkal, és Kir paizst meztelenít.
Και ο Ελαμ ελαβε την φαρετραν με αμαξας ανδρων και ιππεις, και ο Κιρ εξεσκεπασε την ασπιδα.
És lészen, hogy szép völgyeid betelnek szekerekkel, és a lovagok nyomulnak a kapu felé.
Και αι εκλεκται κοιλαδες σου εγεμισθησαν αμαξων, και οι ιππεις παρεταχθησαν εν τη πυλη.
És fölfedi Júdának fátyolát, és tekintesz ama napon az erdő házának fegyverzetére,
Και εσηκωθη το καλυμμα του Ιουδα και εν τη ημερα εκεινη ενεβλεψας εις την οπλοθηκην της οικιας του δασους.
És meglátjátok, hogy Dávid városán sok repedés van, és összegyűjtitek az alsó tó vizét.
Και ειδετε οτι αι χαλαστραι της πολεως του Δαβιδ ειναι πολλαι, και συνηθροισατε τα υδατα του κατω υδροστασιου.
És megszámláljátok Jeruzsálem házait, és némely házat lerontotok, hogy a kőfalat megerősíthessétek;
Και απηριθμησατε τας οικιας της Ιερουσαλημ, και δια να οχυρωσητε το τειχος εχαλασατε τας οικιας.
És árkot csináltok a két kőfal között a régi tó vizének; és nem tekintetek arra, a ki ezt cselekvé, és a ki régen elvégzé ezt, Őt nem látjátok!
Εκαμετε προς τουτοις μεταξυ των δυο τειχων λακκον δια το υδωρ του παλαιου υδροστασιου αλλα δεν ανεβλεψατε προς τον Ποιητην τουτων ουδε εθεωρησατε προς τον παλαιοθεν κτισαντα αυτα.
És fölhív az Úr, a seregek Ura ama napon sírásra és gyászolásra, ti magatok megkopaszítására és gyászruha-öltésre,
Και εν εκεινη τη ημερα Κυριος ο Θεος των δυναμεων σας εκαλεσεν εις κλαυθμον και εις πενθος και εις ξυρισμα και εις ζωσιμον σακκου
És ímé öröm és vígasság; barmok ölése, juhok levágása, húsevés és borivás; együnk, igyunk, mert holnap meghalunk!
αλλ ιδου, χαρα και ευθυμια σφαζουσι βοας και θυουσι προβατα, τρωγουσι κρεατα και πινουσιν οινον, λεγοντες, Ας φαγωμεν και ας πιωμεν διοτι αυριον θελομεν αποθανει.
És megjelenté magát füleimben a seregek Ura: Meg nem bocsáttatik e bűn tinéktek, míg meg nem haltok; szól az Úr, a seregek Ura.
Και ανεκαλυφθη εις τα ωτα μου παρα του Κυριου των δυναμεων, Βεβαιως αυτη η ανομια σας δεν θελει καθαρισθη εωσου αποθανητε, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων.
Így szólt az Úr, a seregek Ura: No, menj el a kormányzóhoz, Sébnához, a királyi ház főemberéhez, *és mondd meg néki:*
Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων Υπαγε, εισελθε προς τον θησαυροφυλακα τουτον, προς τον Σομναν, τον επιστατην του οικου, και ειπε,
Mi dolgod itt, és ki lesz itten tied, hogy sírt vágatsz itten magadnak? mint a ki sírját magas helyen vágatja, és sziklába véset hajlékot magának!
Τι εχεις εδω; και εδω τινα εχεις, ωστε να κατασκευασης ενταυθα μνημειον εις σεαυτον; κατασκευαζει το μνημα αυτου υψηλα και κοπτει εν πετρα κατοικιαν εις εαυτον.
Ímé az Úr elhajít téged erős hajítással, és megragadván megragad,
Ιδου, ο Κυριος θελει σε εκβαλει εκβολην βιαιαν και θελει σε περικαλυψει αισχυνην.
Hempelygetvén hempelyget, mint gombolyagot, mint labdát, nagy messze földre, ott halsz meg, oda *mennek* dicsőséged szekerei, te, urad házának gyalázata!
Θελει βεβαιως σε στροφογυρισει και τιναξει βιαιως ως σφαιραν εις τοπον ευρυχωρον εκει θελεις αποθανει και εκει θελουσιν εισθαι αι αμαξαι της δοξης σου, ω αισχος του οικου του κυριου σου.
És kivetlek állásodból és lerántlak helyedről.
Και θελω σε εξωσει απο της στασεως σου και θελει σε κρημνισει απο του αξιωματος σου.
És lesz ama napon, hogy elhívom szolgámat, Eliákimot, a Hilkiás fiát,
Και εν εκεινη τη ημερα θελω καλεσει τον δουλον μου Ελιακειμ, τον υιον του Χελκιου.
S felöltöztetem őt öltözetedbe, és öveddel megerősítem, és uralmadat kezébe adom, és ő lesz atyjok Jeruzsálem lakosainak és a Júda házának;
Και θελω ενδυσει αυτον την στολην σου και θελω περιζωσει αυτον την ζωνην σου, και την εξουσιαν σου θελω δωσει εις την χειρα αυτου και θελει εισθαι πατηρ εις τους κατοικους της Ιερουσαλημ και εις τον οικον του Ιουδα.
S az ő vállára adom a Dávid házának kulcsát, és a mit megnyit, senki be nem zárja, és a mit bezár, nem nyitja meg senki;
Και θελω βαλει επι τον ωμον αυτου το κλειδιον του οικου του Δαβιδ και θελει ανοιγει και ουδεις θελει κλειει και θελει κλειει και ουδεις θελει ανοιγει.
S beverem őt, mint szeget erős helyre, és lészen dicsőséges székül az ő atyja házának;
Και θελω στηριξει αυτον ως πασσαλον εν τοπω στερεω και θελει εισθαι ως θρονος δοξης του οικου του πατρος αυτου.
S reá függesztik atyja házának minden dicsőségét: fiakat és unokákat, minden kicsiny edényt, a csészeedényektől a tömlőknek minden edényeiig.
Και απ αυτου θελουσι κρεμασει πασαν την δοξαν του οικου του πατρος αυτου, τους εκγονους και απογονους, παντα τα σκευη τα μικρα, απο των σκευων των ποτηριων εως παντων των σκευων των φιαλων.
Ama napon, azt mondja a seregeknek Ura, kiesik a szeg, mely erős helyre veretett, és levágatik és leesik és összetörik a teher, mely rajta volt, mert az Úr mondá.
Εν εκεινη τη ημερα, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, το εστηριγμενον καρφιον εν τω στερεω τοπω θελει κινηθη και θελει εκβληθη και πεσει, και το φορτιον το επ αυτου θελει κρημνισθη διοτι ο Κυριος ελαλησε.