Isaiah 21

Jövendölés a tenger pusztasága ellen. Mint szélvészek, délen tombolók, úgy jő a pusztából, rettenetes földről.
Η κατα της ερημου της θαλασσης ορασις. Καθως οι διαβαινοντες ανεμοστροβιλοι της μεσημβριας, ουτως ερχεται απο της ερημου, απο γης τρομερας.
Kemény látás jelentetett meg nékem: a csalárd csal, a pusztító pusztít. Jőjj fel Élám, szálld meg Madai, minden ő fohászkodásának véget vetek.
Σκληρον οραμα εφανερωθη εις εμε ο καταδυναστευων καταδυναστευει και ο πορθων πορθει. Αναβηθι, Ελαμ πολιορκησον, Μηδια επαυσα πασας τας καταδυναστειας αυτης.
Ezért ágyékim telvék fájdalommal, és kínok fogtak el, mint a szűlő asszony kínjai; gyötrődöm hallása miatt, és megrémültem látása miatt.
Δια τουτο η οσφυς μου ειναι πληρης οδυνης πονοι με εκυριευσαν, ως οι πονοι της τικτουσης εκυρτωθην εις την ακροασιν αυτου συνεταραχθην εις την θεαν αυτου.
Reszket szívem, iszonyúság rettent, a kedves éjszakát remegéssé tevé nékem.
Η καρδια μου κλονιζεται τρομος με εξεπληξεν η νυξ της ευφροσυνης μου εις φρικην μετεβληθη εν εμοι.
Teríts asztalt, vigyázzon a vigyázó, egyetek, igyatok; föl fejedelmek, kenjétek a paizst!
Ετοιμαζεται η τραπεζα φυλαττουσι σκοπιαν, τρωγουσι, πινουσι σηκωθητε, στραταρχαι, ετοιμασατε ασπιδας.
Mert így szólott hozzám az Úr: Menj és állass őrállót, a mit lát, mondja meg.
Διοτι ο Κυριος ειπεν ουτω προς εμε Υπαγε, στησον σκοπευτην, δια να αναγγελλη ο, τι βλεπει.
És látott lovas csapatot, páros lovagokat, szamaras csapatot, tevés csapatot, és nagy figyelmesen hallgatott.
Και ειδεν αναβατας δυο ιππεις, αναβατην ονου και αναβατην καμηλου και επροσεξεν επιμελως μετα πολλης προσοχης.
És kiálta, mint oroszlán: Uram, az őrtoronyban állok szüntelen napestig, és őrhelyemen állok egész éjszakákon.
Και εφωναξεν ως λεων, Ακαταπαυστως, κυριε μου, ισταμαι εν τη σκοπια την ημεραν και φυλαττω πασας τας νυκτας
És ímé, lovas csapat jött, páros lovagok, és szólott és mondá: Elesett, elesett Babilon, s isteneinek minden faragott képeit a földre zúzták le.
και ιδου, ερχονται εδω αναβαται ανδρες δυο ιππεις. Και απεκριθη και ειπεν, Επεσεν, επεσεν η Βαβυλων, και πασαι αι γλυπται εικονες των θεων αυτης συνετριφθησαν κατα γης.
Oh én cséplésem és szérűmnek fia, a mit hallottam a seregek Urától, Izráel Istenétől, azt jelentém meg néktek!
Αλωνισμα μου και σιτε του αλωνιου μου, εφανερωσα εις εσας εκεινο, το οποιον ηκουσα παρα του Κυριου των δυναμεων, του Θεου του Ισραηλ.
Jövendölés Dúma ellen: Seirből így kiáltnak hozzám: Vigyázó! meddig még az éjszaka, meddig még ez éj?
Η κατα Δουμα ορασις. Προς εμε φωναζει απο Σηειρ, Φρουρε, τι περι της νυκτος; φρουρε, τι περι της νυκτος;
Szólt a vigyázó: Eljött a reggel, az éjszaka is; ha kérdeni akartok, kérdjetek, forduljatok vissza és jertek el!
Ο φρουρος ειπε, Το πρωι ηλθεν, ετι και η νυξ αν θελητε να ερωτησητε, ερωτατε επιστρεψατε, ελθετε.
Jövendölés Arábia ellen: Az erdőben háltok Arábiában, Dédán utazó seregei.
Η κατα Αραβιας ορασις. Εν τω δασει της Αραβιας θελετε διανυκτερευσει, συνοδιαι των Δαιδανιτων.
A szomjazó elé hozzatok vizet! Témá földének lakosi kenyerökkel jönnek a bujdosó elébe.
Φερετε υδωρ εις συναντησιν του διψωντος, κατοικοι της γης Θαιμαν προυπαντατε με αρτους τον φευγοντα.
Mert az *ellenség* fegyvere előtt bujdosnak, a kivont fegyver előtt és a felvont kézívek előtt és a nehéz harcz előtt.
Διοτι φευγουσιν απο προσωπου των ξιφων, απο προσωπου του γεγυμνωμενου ξιφους και απο προσωπου του εντεταμενου τοξου και απο προσωπου της ορμης του πολεμου.
Mert így szólott hozzám az Úr: Még egy esztendő, mely mint a béresnek esztendeje, és elvész Kédárnak minden dicsősége;
Διοτι ο Κυριος ειπεν ουτω προς εμε Εντος ενος ετους, ως ειναι τα ετη του μισθωτου, θελει εκλειψει βεβαιως πασα η δοξα της Κηδαρ
És Kédár vitéz fiainak kézíve számának maradéka megkevesedik; mert az Úr, Izráel Istene mondá.
και το υπολοιπον του αριθμου των ισχυρων τοξοτων εκ των υιων του Κηδαρ θελουσιν ελαττωθη διοτι Κυριος ο Θεος του Ισραηλ ελαλησε.