Mindent szépen csinált az ő idejében, e világot is adta az *emberek *elméjébe, csakhogy úgy, hogy az ember meg nem foghatja *mindazt* a dolgot, a mit az Isten cselekszik kezdettől fogva mindvégig.
Τα παντα εκαμε καλα εν τω καιρω εκαστου και τον κοσμον υπεβαλεν εις την διανοιαν αυτων, χωρις ο ανθρωπος να δυναται να εξιχνιαση απ αρχης μεχρι τελους το εργον, το οποιον ο Θεος εκαμεν.
Tudom, hogy valamit Isten cselekszik, az lesz örökké, ahhoz nincs mit adni és abból nincs mit elvenni; és az Isten ezt a végre míveli, hogy az ő orczáját rettegjék.
Εγνωρισα οτι παντα οσα εκαμεν ο Θεος, τα αυτα θελουσιν εισθαι διαπαντος δεν ειναι δυνατον να προσθεση τις εις αυτα ουδε να αφαιρεση απ αυτων και ο Θεος εκαμε τουτο δια να φοβωνται ενωπιον αυτου.
Így szólék azért magamban: az emberek fiai miatt *van ez így,* hogy kiválogassa őket az Isten, és hogy meglássák, hogy ők magokban véve az oktalan állatok*hoz hasonlók.*
Ειπα εγω εν τη καρδια μου περι της καταστασεως των υιων των ανθρωπων, οτι θελει δοκιμασει αυτους ο Θεος, και θελουσιν ιδει οτι αυτοι καθ εαυτους ειναι κτηνη.
Az emberek fiainak vége hasonló az oktalan állatnak végéhez, és egyenlő végök van azoknak; a mint meghal egyik, úgy meghal a másik is, és ugyanazon egy lélek van mindenikben; és az embernek nagyobb méltósága nincs az oktalan állatoknál, mert minden hiábavalóság.
Διοτι το συναντημα των υιων των ανθρωπων ειναι και το συναντημα του κτηνους και εν συναντημα ειναι εις αυτους καθως αποθνησκει τουτο, ουτως αποθνησκει και εκεινος και η αυτη πνοη ειναι εις παντας και ο ανθρωπος δεν υπερτερει κατ ουδεν το κτηνος διοτι τα παντα ειναι ματαιοτης.
Azért úgy láttam, hogy semmi sincs jobb, mint hogy az ember örvendezzen az ő dolgaiban, mivelhogy ez az ő része *e világban:* mert ki hozhatja őt *vissza,* hogy lássa, mi lesz ő utána?
Ειδον λοιπον οτι δεν ειναι καλητερον, ειμη το να ευφραινηται ο ανθρωπος εις τα εργα αυτου διοτι αυτη ειναι η μερις αυτου επειδη τις θελει φερει αυτον δια να ιδη το γενησομενον μετ αυτον;