Leviticus 24

Und Jehova redete zu Mose und sprach:
Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
Gebiete den Kindern Israel, daß sie dir reines, zerstoßenes Olivenöl bringen zum Licht, um die Lampen anzuzünden beständig.
Προσταξον τους υιους Ισραηλ να φερωσι προς σε ελαιον καθαρον απο ελαιας κοπανισμενας δια το φως, δια να καιη ο λυχνος διαπαντος.
Außerhalb des Vorhangs des Zeugnisses, im Zelte der Zusammenkunft, soll Aaron sie zurichten, vom Abend bis zum Morgen, vor Jehova beständig: eine ewige Satzung bei euren Geschlechtern.
Εξωθεν του καταπετασματος του μαρτυριου, εν τη σκηνη του μαρτυριου, θελει βαλει αυτον ο Ααρων απο εσπερας εως το πρωι ενωπιον του Κυριου διαπαντος νομιμον αιωνιον θελει εισθαι εις τας γενεας σας.
Auf dem reinen Leuchter soll er die Lampen beständig vor Jehova zurichten.
Επι την λυχνιαν την καθαραν θελει διαθεσει τους λυχνους ενωπιον του Κυριου παντοτε.
Und du sollst Feinmehl nehmen und daraus zwölf Kuchen backen: von zwei Zehnteln soll ein Kuchen sein.
Και θελεις λαβει σεμιδαλιν και θελεις εψησει απ αυτης δωδεκα αρτους δυο δεκατα θελει εισθαι εκαστος αρτος.
Und du sollst sie in zwei Schichten legen, sechs in eine Schicht, auf den reinen Tisch vor Jehova.
Και θελεις βαλει αυτους εις δυο σειρας, εξ κατα την σειραν, επι την τραπεζαν την καθαραν ενωπιον του Κυριου.
Und du sollst auf jede Schicht reinen Weihrauch legen, und er soll dem Brote zum Gedächtnis sein, ein Feueropfer dem Jehova.
Και θελεις βαλει εφ εκαστην σειραν λιβανιον καθαρον, και θελει εισθαι επι τον αρτον προς μνημοσυνον, εις προσφοραν γινομενην δια πυρος προς τον Κυριον.
Sabbathtag für Sabbathtag soll es beständig vor Jehova zurichten: ein ewiger Bund von seiten der Kinder Israel.
Πασαν ημεραν σαββατου θελει διαθεσει ταυτα διαπαντος ενωπιον του Κυριου, παρα των υιων Ισραηλ εις διαθηκην αιωνιον.
Und es soll Aaron und seinen Söhnen gehören, und sie sollen es essen an heiligem Orte; denn als ein Hochheiliges von den Feueropfern Jehovas soll es ihm gehören: eine ewige Satzung.
Και θελουσιν εισθαι του Ααρων και των υιων αυτου και θελουσι τρωγει αυτα εν τοπω αγιω διοτι ειναι αγιωτατα εις αυτον εκ των δια πυρος γινομενων προσφορων του Κυριου εις νομιμον αιωνιον.
Und der Sohn eines israelitischen Weibes-er war aber der Sohn eines ägyptischen Mannes-ging aus unter die Kinder Israel; und der Sohn der Israelitin und ein israelitischer Mann zankten sich im Lager.
Και εξηλθεν υιος γυναικος τινος Ισραηλιτιδος, οστις ητο υιος ανδρος Αιγυπτιου, μεταξυ των υιων Ισραηλ και εμαχοντο εν τω στρατοπεδω ο υιος της Ισραηλιτιδος και ανθρωπος τις Ισραηλιτης.
Und der Sohn des israelitischen Weibes lästerte den Namen Jehovas und fluchte ihm; und sie brachten ihn zu Mose. Der Name seiner Mutter aber war Schelomith, die Tochter Dibris, vom Stamme Dan.
Και εβλασφημησεν ο υιος της γυναικος της Ισραηλιτιδος το ονομα του Κυριου και κατηρασθη και εφεραν αυτον προς τον Μωυσην. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Σελωμειθ, θυγατηρ του Διβρει, εκ της φυλης Δαν.
Und sie legten ihn in Gewahrsam, damit ihnen nach dem Munde Jehovas beschieden werde.
Και εβαλον αυτον εις φυλακην, εωσου φανερωθη εις αυτους η θελησις του Κυριου.
Und Jehova redete zu Mose und sprach:
Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
Führe den Flucher außerhalb des Lagers; und alle, die es gehört haben, sollen ihre Hände auf seinen Kopf legen, und die ganze Gemeinde soll ihn steinigen.
Φερε εξω του στρατοπεδου εκεινον οστις κατηρασθη και ας θεσωσι παντες οι ακουσαντες αυτον τας χειρας αυτων επι την κεφαλην αυτου, και ας λιθοβοληση αυτον πασα η συναγωγη.
Und zu den Kindern Israel sollst du reden und sprechen: Wenn irgend jemand seinem Gott flucht, so soll er seine Sünde tragen.
Και λαλησον προς τους υιους Ισραηλ, λεγων, Οστις καταρασθη τον Θεον αυτου, Θελει βαστασει την ανομιαν αυτου
Und wer den Namen Jehovas lästert, soll gewißlich getötet werden, steinigen soll ihn die ganze Gemeinde; wie der Fremdling, so der Eingeborene: wenn er den Namen lästert, soll er getötet werden.
και οστις βλασφημηση το ονομα του Κυριου, εξαπαντος θελει θανατωθη με λιθους θελει λιθοβολησει αυτον πασα η συναγωγη αντε ξενος, αντε αυτοχθων, οταν βλασφημηση το ονομα του Κυριου, θελει θανατωθη.
Und wenn jemand irgend einen Menschen totschlägt, so soll er gewißlich getötet werden.
Και οστις φονευση ανθρωπον, εξαπαντος θελει θανατωθη.
Und wer ein Vieh totschlägt, soll es erstatten: Leben um Leben.
Και οστις θανατωση κτηνος, θελει ανταποδωσει ζωον αντι ζωου.
Und wenn jemand seinem Nächsten eine Verletzung zufügt: wie er getan hat, also soll ihm getan werden:
Και εαν τις καμη βλαβην εις τον πλησιον αυτου, καθως εκαμεν, ουτω θελει γεινει εις αυτον
Bruch um Bruch, Auge um Auge, Zahn um Zahn; wie er einem Menschen eine Verletzung zufügt, also soll ihm zugefügt werden.
συντριμμα αντι συντριμματος, οφθαλμον αντι οφθαλμου, οδοντα αντι οδοντος καθως εκαμε βλαβην εις τον ανθρωπον, ουτω θελει γεινει εις αυτον.
Und wer ein Vieh totschlägt, soll es erstatten; wer aber einen Menschen totschlägt, soll getötet werden.
Και οστις θανατωση κτηνος, θελει ανταποδωσει αυτο και οστις φονευσει ανθρωπον, θελει θανατωθη.
Einerlei Recht sollt ihr haben: wie der Fremdling, so soll der Eingeborene sein; denn ich bin Jehova, euer Gott. -
Κρισις μια θελει εισθαι εις εσας ως εις τον ξενον, ουτω θελει γινεσθαι και εις τον αυτοχθονα διοτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.
Und Mose redete zu den Kindern Israel, und sie führten den Flucher vor das Lager hinaus und steinigten ihn; und die Kinder Israel taten, wie Jehova dem Mose geboten hatte.
Και ειπεν ο Μωυσης προς τους υιους Ισραηλ, και εφεραν εξω του στρατοπεδου εκεινον οστις κατηρασθη και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους και οι υιοι Ισραηλ εκαμον καθως προσεταξεν ο Κυριος εις τον Μωυσην.