Genesis 43

La malsato estis tre premanta en la lando.
Η δε πεινα επεβαρυνεν επι την γην.
Kiam ili formanĝis la grenon, kiun ili venigis el Egiptujo, ilia patro diris al ili: Iru denove kaj aĉetu por ni iom da pano.
Και αφου ετελειωσαν τρωγοντες τον σιτον, τον οποιον εφεραν εξ Αιγυπτου, ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
Tiam Jehuda diris al li jene: Tiu homo tre severe diris al ni: Ne aperu antaŭ mi, se via frato ne estos kun vi.
Και ειπε προς αυτον ο Ιουδας λεγων, Εντονως διεμαρτυρηθη προς ημας ο ανθρωπος λεγων, Δεν θελετε ιδει το προσωπον μου, εαν δεν ηναι μεθ υμων ο αδελφος υμων.
Se vi sendos nian fraton kun ni, tiam ni iros kaj aĉetos por vi panon;
Εαν λοιπον αποστειλης τον αδελφον ημων μεθ ημων, θελομεν καταβη και θελομεν σοι αγορασει τροφας
sed se vi ne sendos, tiam ni ne iros; ĉar tiu homo diris al ni: Ne aperu antaŭ mi, se via frato ne estos kun vi.
αλλ εαν δεν αποστειλης αυτον, δεν θελομεν καταβη διοτι ο ανθρωπος ειπε προς ημας, Δεν θελετε ιδει το προσωπον μου, εαν ο αδελφος υμων δεν ηναι μεθ υμων.
Kaj Izrael diris: Kial vi faris al mi tian malbonon, kaj diris al la homo, ke vi havas ankoraŭ fraton?
Ειπε δε ο Ισραηλ, Δια τι με εκακοποιησατε, φανερονοντες προς τον ανθρωπον οτι εχετε αλλον αδελφον;
Kaj ili diris: La homo severe demandis pri ni kaj pri nia familio, dirante: Ĉu via patro ankoraŭ vivas? ĉu vi havas fraton? Kaj ni respondis al li tiujn demandojn. Ĉu ni povis scii, ke li diros: Venigu vian fraton?
Οι δε ειπον, Ο ανθρωπος ηρωτησεν ημας ακριβως περι ημων και περι της συγγενειας ημων λεγων, Ο πατηρ σας ετι ζη; εχετε αλλον αδελφον; Και απεκριθημεν προς αυτον κατα την ερωτησιν ταυτην ηδυναμεθα να εξευρωμεν οτι ηθελεν ειπει, Φερετε τον αδελφον σας;
Kaj Jehuda diris al sia patro Izrael: Sendu la knabon kun mi, tiam ni leviĝos kaj iros, por ke ni vivu kaj ne mortu, ni kaj vi kaj niaj infanoj.
Και ειπεν ο Ιουδας προς Ισραηλ τον πατερα αυτου, Αποστειλον το παιδαριον μετ εμου, και σηκωθεντες ας υπαγωμεν, δια να ζησωμεν και να μη αποθανωμεν και ημεις και συ και αι οικογενειαι ημων
Mi garantios por li, el miaj manoj vi lin postulos. Se mi ne revenigos lin al vi kaj ne starigos antaŭ via vizaĝo, tiam mi estos kulpa antaŭ vi dum la tuta vivo.
εγω εγγυωμαι περι αυτου εκ της χειρος μου ζητησον αυτον εαν δεν φερω αυτον προς σε και στησω αυτον εμπροσθεν σου, τοτε ας ημαι διαπαντος υπευθυνος προς σε
Se ni ne prokrastus, ni jam du fojojn estus revenintaj.
επειδη, εαν δεν εβραδυνομεν, βεβαια εως τωρα δευτεραν ταυτην φοραν ηθελομεν επιστρεψει.
Tiam diris al ili ilia patro Izrael: Se estas tiel, tiam faru jene: prenu el la plej bonaj fruktoj de la lando en viajn vazojn, kaj alportu al la homo donacon: iom da balzamo kaj iom da mielo, aromaĵon kaj mirhon, pistakojn kaj migdalojn.
Και ειπε προς αυτους Ισραηλ ο πατηρ αυτων, Εαν ουτω πρεπη να γεινη, καμετε λοιπον τουτο λαβετε εις τα αγγεια σας εκ των καλητερων καρπων της γης και φερετε δωρα προς τον ανθρωπον, ολιγον βαλσαμον και ολιγον μελι, αρωματα και μυρον, πιστακια και αμυγδαλα
Kaj da mono prenu duoblan sumon en viajn manojn, kaj la monon, kiu estis metita returne en la aperturojn de viaj sakoj, redonu per viaj manoj: eble okazis eraro.
και λαβετε διπλασιον αργυριον εις τας χειρας σας και το αργυριον το επιστραφεν εν τω στοματι των σακκιων σας φερετε παλιν εις τας χειρας σας ισως εγεινε κατα λαθος
Kaj vian fraton prenu, kaj leviĝu kaj iru returne al tiu homo.
και τον αδελφον σας λαβετε και σηκωθεντες επιστρεψατε προς τον ανθρωπον
Kaj Dio la Plejpotenca akirigu al vi kompaton de tiu homo, ke li resendu kun vi vian alian fraton kaj Benjamenon; sed mi, se mi seninfaniĝis, mi restu seninfana.
και ο Θεος ο Παντοδυναμος να σας δωση χαριν εμπροσθεν του ανθρωπου, δια να αποστειλη με σας τον αλλον σας αδελφον και τον Βενιαμιν και εγω, αν ηναι να ατεκνωθω, ας ατεκνωθω.
Kaj la homoj prenis tiujn donacojn, kaj da mono ili prenis duoblan sumon en siajn manojn, kaj ankaŭ Benjamenon; kaj ili leviĝis kaj iris Egiptujon kaj stariĝis antaŭ Jozef.
Λαβοντες δε οι ανθρωποι τα δωρα ταυτα, ελαβον και αργυριον διπλασιον εις τας χειρας αυτων και τον Βενιαμιν και σηκωθεντες κατεβησαν εις Αιγυπτον και παρεσταθησαν εμπροσθεν του Ιωσηφ.
Kiam Jozef vidis kun ili Benjamenon, li diris al la estro de sia domo: Enkonduku tiujn homojn en la domon, kaj buĉu bruton kaj pretigu; ĉar kun mi manĝos tiuj homoj hodiaŭ tagmeze.
Και οτε ειδεν ο Ιωσηφ τον Βενιαμιν μετ αυτων, ειπε προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Φερε τους ανθρωπους εις την οικιαν και σφαξον σφακτον και ετοιμασον, διοτι μετ εμου θελουσι φαγει οι ανθρωποι το μεσημεριον.
Kaj la homo faris, kiel diris Jozef, kaj la homo enkondukis tiujn homojn en la domon de Jozef.
Και επραξεν ο ανθρωπος καθως ελαλησεν ο Ιωσηφ και ο ανθρωπος εισηγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν του Ιωσηφ.
Kaj tiuj homoj ektimis, kiam oni enkondukis ilin en la domon de Jozef, kaj ili diris: Pro la mono, kiu antaŭe estis metita returne en niajn sakojn, oni enkondukis nin, por ĵeti sur nin kalumnion kaj ataki nin, kaj preni nin kiel sklavojn kune kun niaj azenoj.
Και εφοβηθησαν οι ανθρωποι, διοτι εισηχθησαν εις την οικιαν του Ιωσηφ και ειπον, δια το αργυριον το επιστραφεν εις τα σακκια ημων την πρωτην φοραν ημεις εισαγομεθα, δια να ευρη αφορμην εναντιον ημων και να επιπεση εφ ημας και να λαβη ημας δουλους και τους ονους ημων.
Kaj ili aliris al la homo, kiu estis estro super la domo de Jozef, kaj ekparolis al li ĉe la pordo de la domo.
Και προσελθοντες προς τον ανθρωπον τον επιστατην της οικιας του Ιωσηφ, ελαλησαν προς αυτον εν τη πυλη της οικιας
Kaj ili diris: Pardonu, nia sinjoro! ni estis venintaj, por aĉeti panon;
και ειπον, Δεομεθα, κυριε κατεβημεν την πρωτην φοραν δια να αγορασωμεν τροφας
sed kiam ni venis al la noktohaltejo kaj ni malfermis niajn sakojn, ni ekvidis, ke la mono de ĉiu el ni estas en la aperturo de lia sako, nia mono laŭ ĝia plena pezo; tial ni ĝin realportis per niaj manoj.
και οτε ηλθομεν εις το καταλυμα, ηνοιξαμεν τα σακκια ημων και ιδου, εκαστου το αργυριον ητο εν τω στοματι του σακκιου αυτου, το αργυριον ημων σωστον οθεν εφεραμεν αυτο οπισω εις τας χειρας ημων
Kaj alian monon ni alportis per niaj manoj, por aĉeti panon. Ni ne scias, kiu metis nian monon en niajn sakojn.
εφεραμεν και αλλο αργυριον εις τας χειρας ημων, δια να αγορασωμεν τροφας δεν εξευρομεν τις εβαλε το αργυριον ημων εις τα σακκια ημων.
Kaj li diris: Estu trankvilaj, ne timu. Via Dio kaj la Dio de via patro donis al vi trezoron en viajn sakojn; vian monon mi ricevis. Kaj li elkondukis al ili Simeonon.
Ο δε ειπεν, Ειρηνη εις εσας μη φοβεισθε ο Θεος σας και ο Θεος του πατρος σας, εδωκεν εις εσας θησαυρον εις τα σακκια σας το αργυριον σας ηλθεν εις εμε. Και εξηγαγε προς αυτους τον Συμεων.
Kaj tiu homo enkondukis ilin en la domon de Jozef kaj donis akvon, kaj ili lavis siajn piedojn; kaj li donis manĝon al iliaj azenoj.
Και ο ανθρωπος εισηγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν του Ιωσηφ και εδωκεν υδωρ και ενιψαν τους ποδας αυτων και εδωκε τροφην εις τους ονους αυτων.
Kaj ili pretigis la donacojn por la veno de Jozef tagmeze; ĉar ili aŭdis, ke tie ili manĝos panon.
Οι δε ητοιμασαν τα δωρα, εωσου ελθη ο Ιωσηφ το μεσημεριον διοτι ηκουσαν οτι εκει μελλουσι να φαγωσιν αρτον.
Kaj Jozef venis hejmen; kaj ili alportis al li en la domon la donacojn, kiujn ili havis en la manoj, kaj kliniĝis al li ĝis la tero.
Και οτε ηλθεν ο Ιωσηφ εις την οικιαν, προσεφεραν εις αυτον τα δωρα τα εις τας χειρας αυτων εν τη οικια και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.
Kaj li demandis ilin pri ilia farto, kaj diris: Ĉu bone fartas via maljuna patro, pri kiu vi diris al mi? ĉu li vivas ankoraŭ?
Και ηρωτησεν αυτους περι της υγιειας αυτων και ειπεν, Υγιαινει ο πατηρ σας, ο γερων περι του οποιου μοι ειπετε; ετι ζη;
Kaj ili diris: Via sklavo nia patro fartas bone; li vivas ankoraŭ. Kaj ili kliniĝis kaj ĵetis sin antaŭ li sur la teron.
Οι δε ειπον, Υγιαινει ο δουλος σου ο πατηρ ημων ετι ζη. Και κυψαντες προσεκυνησαν.
Kaj li levis siajn okulojn, kaj ekvidis sian fraton Benjamen, la filon de lia patrino, kaj li diris: Ĉu tio estas via plej juna frato, pri kiu vi diris al mi? Kaj li diris: Dio vin favoru, mia filo.
Υψωσας δε τους οφθαλμους αυτου ειδε τον Βενιαμιν τον αδελφον αυτου τον ομομητριον και ειπεν, Ουτος ειναι ο αδελφος σας ο νεωτερος, περι του οποιου μοι ειπετε; Και ειπεν, Ο Θεος να σε ελεηση, τεκνον μου.
Kaj Jozef forrapidis, ĉar ekflamis lia interno pro lia frato kaj li volis plori. Kaj li eniris en internan ĉambron kaj ploris tie.
Και εσπευσε να αποσυρθη ο Ιωσηφ διοτι συνεταραττοντο τα σπλαγχνα αυτου δια τον αδελφον αυτου και εζητει τοπον να κλαυση εισελθων δε εις το ταμειον, εκλαυσεν εκει.
Sed li lavis sian vizaĝon kaj eliris, kaj tenis sin forte, kaj diris: Surtabligu panon!
Επειτα νιψας το προσωπον αυτου εξηλθε, και συγκρατων εαυτον ειπε, Βαλετε αρτον.
Kaj oni surtabligis por li aparte, kaj por ili aparte, kaj por la Egiptoj, kiuj manĝis kun li, aparte; ĉar la Egiptoj ne povas manĝi panon kun Hebreoj: tio estas abomenindaĵo por ili.
Και εβαλον χωριστα δι αυτον και χωριστα δι εκεινους και δια τους Αιγυπτιους, τους συντρωγοντας μετ αυτου, χωριστα διοτι οι Αιγυπτιοι δεν ηδυναντο να συμφαγωσιν αρτον μετα των Εβραιων, επειδη τουτο ειναι βδελυγμα εις τους Αιγυπτιους.
Kaj ili sidiĝis antaŭ li, pli maljuna laŭ sia maljuneco kaj pli juna laŭ sia juneco; kaj la homoj miris unu antaŭ alia.
Εκαθισαν λοιπον εμπροσθεν αυτου, ο πρωτοτοκος κατα την πρωτοτοκιαν αυτου και ο νεωτερος κατα την νεοτητα αυτου και εθαυμαζον οι ανθρωποι προς αλληλους.
Kaj oni portis al ili manĝaĵon de lia tablo; sed la porcio de Benjamen estis kvinoble pli granda, ol la porcioj de ĉiuj. Kaj ili trinkis kaj ebriiĝis kun li.
Λαβων δε απ εμπροσθεν αυτου μεριδια εστειλε προς αυτους το μεριδιον ομως του Βενιαμιν ητο πενταπλασιως μεγαλητερον παρα εκαστου αυτων. Και επιον και ευφρανθησαν μετ αυτου.