Jeremiah 30

Det ord, som kom til Jeramias fra Herren.
Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν παρα Κυριου, λεγων,
Skriv alle de Ord, jeg har talet til dig, op i en Bog.
Ουτως ειπε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, λεγων, Γραψον εις σεαυτον εν βιβλιω παντας τους λογους, τους οποιους ελαλησα προς σε
Thi se Dage skal komme, lyder det fra HERREN, da jeg vender mit Folk Israels og Judas Skæbne, siger HERREN, og fører dem hjem til det Land, jeg gav deres Fædre, og de skal tage det i Eje.
διοτι, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του λαου μου Ισραηλ και Ιουδα, λεγει Κυριος και θελω επιστρεψει αυτους εις την γην, την οποιαν εδωκα εις τους πατερας αυτων, και θελουσι κυριευσει αυτην.
Dette er de Ord, HERREN talede til Israel og Juda.
Και ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησε Κυριος περι του Ισραηλ και περι του Ιουδα.
Så siger HERREN: Vi hørte et Udbrud af Skræk, af Rædsel og Ufred;
Διοτι ουτω λεγει Κυριος Ηκουσαμεν φωνην τρομεραν, φοβον και ουχι ειρηνην.
spørg og se dog til, om en Mand kan føde! Hvi ser jeg da alle Mænd med Hånd på Hofte som Kvinde i Barnsnød og alle Åsyn blegne?
Ερωτησατε τωρα και ιδετε, εαν αρσεν τικτη δια τι βλεπω εκαστον ανδρα με τας χειρας αυτου επι την οσφυν αυτου, ως τικτουσαν, και παντα τα προσωπα εστραφησαν εις ωχριασιν;
Thi stor er denne Dag, den er uden Lige, en Trængselstid for Jakob, men fra den skal han frelses.
Ουαι διοτι μεγαλη ειναι η ημερα εκεινη ομοια αυτης δεν υπηρξε και ειναι καιρος της στενοχωριας του Ιακωβ πλην θελει σωθη εξ αυτης.
På hin Dag, lyder det fra Hærskarers HERRE, vil jeg sønderbryde deres Åg og tage det af deres Hals og sprænge deres Bånd, og de skal ikke mere trælle for fremmede.
Και εν τη ημερα εκεινη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, θελω συντριψει τον ζυγον αυτου απο του τραχηλου σου και θελω διασπασει τα δεσμα σου και ξενοι δεν θελουσι πλεον καταδουλωσει αυτον
De skal tjene HERREN deres Gud og David, deres Konge, som jeg vil oprejse dem.
αλλα θελουσι δουλευει Κυριον τον Θεον αυτων και Δαβιδ τον βασιλεα αυτων, τον οποιον θελω αναστησει εις αυτους.
Frygt derfor ikke, min Tjener Jakob, lyder det fra HERREN, og vær ikke bange, Israel; thi se, jeg frelser dig fra det fjerne og dit Afkom fra deres Fangenskabs Land; og Jakob skal vende hjem og bo roligt og trygt, og ingen skal forfærde ham.
Συ δε μη φοβου, δουλε μου Ιακωβ, λεγει Κυριος μηδε δειλιασης, Ισραηλ διοτι, ιδου, θελω σε σωσει απο του μακρυνου τοπου και το σπερμα σου απο της γης της αιχμαλωσιας αυτων και ο Ιακωβ θελει επιστρεψει και θελει ησυχασει και αναπαυθη και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.
Thi jeg er med dig, lyder det fra HERREN, for at frelse dig; thi jeg vil tilintetgøre alle de Folk, blandt hvilke jeg har spredt dig, men dig vil jeg ikke tilintetgøre; jeg vil tugte dig med Måde, ikke lade dig helt ustraffet.
Διοτι εγω ειμαι μετα σου, λεγει Κυριος, δια να σε σωσω και αν καμω συντελειαν παντων των εθνων οπου σε διεσκορπισα, εις σε ομως δεν θελω καμει συντελειαν, αλλα θελω σε παιδευσει εν κρισει και δεν θελω ολως σε αθωωσει.
Thi så siger HERREN: Ulægeligt er dit Brud, dit Sår er svart.
Διοτι ουτω λεγει Κυριος Το συντριμμα σου ειναι ανιατον, η πληγη σου αλγεινη.
Ingen fører din Sag. For din Byld er ingen Lægedom, for dig ingen Helse.
δεν υπαρχει ο κρινων την κρισιν σου, ωστε να ανορθωθης δεν υπαρχουσι δια σε φαρμακα θεραπευτικα.
Alle dine Venner har glemt dig, søger dig ikke, thi med Fjendeslag slog jeg dig, med skånselløs Straf, fordi din Brøde var stor, dine Synder mange.
Παντες οι αγαπητοι σου σε ελησμονησαν δεν σε ζητουσι διοτι σε επληγωσα εν πληγη εχθρου, εν τιμωρια σκληρα, εξ αιτιας του πληθους των ανομιων σου αι αμαρτιαι σου επληθυνθησαν.
Hvi skriger du over dit Brud, er dit Sår ulægeligt? Fordi din Brøde var stor, dine Synder mange, gjorde jeg dette imod dig.
Τι βοας δια το συντριμμα σου; ο πονος σου ειναι ανιατος εξ αιτιας του πληθους των ανομιων σου αι αμαρτιαι σου επληθυνθησαν δια τουτο εκαμον ταυτα εις σε.
Derfor skal alle, som fortærer dig, fortæres, alle dine Fjender, alle skal de vandre i Fangenskab; de, der plyndrer dig, skal plyndres, til Ran gør jeg alle dine Ransmænd.
Δια τουτο παντες οι κατατρωγοντες σε θελουσι καταφαγωθη και παντες οι εναντιοι σου, παντες ομου θελουσιν υπαγει εις αιχμαλωσιαν και οι λαφυραγωγουντες σε θελουσι γεινει λαφυρον και παντας τους διαρπαζοντας σε θελω δωσει εις διαρπαγην.
Thi jeg heler dig, læger dine Sår, så lyder det fra HERREN; du kaldtes jo, Zion, "den bortstødte, som ingen søger."
Διοτι θελω αποκαταστησει την υγιειαν εις σε και θελω σε ιατρευσει απο των πληγων σου, λεγει Κυριος διοτι αυτοι σε ωνομασαν Απερριμμενην, λεγοντες, Αυτη ειναι η Σιων δεν υπαρχει ο ζητων αυτην.
Så siger HERREN: Se, jeg vender Jakobs Skæbne, forbarmer mig over hans Boliger, Byen skal bygges på sin Høj, Paladset stå, bvor det stod.
Ουτω λεγει Κυριος. Ιδου, εγω θελω επιστρεψει απο της αιχμαλωσιας τας σκηνας του Ιακωβ και θελω οικτειρει τας κατοικιας αυτου και η πολις θελει οικοδομηθη επι των ερειπιων αυτης, και ο ναος θελει αποκατασταθη κατα την διαταξιν αυτου.
Fra dem skal Lovsang lyde og legendes Råb; de bliver ej færre, jeg gør dem mange; de bliver ej ringe, jeg giver dem Hæder.
Και εξ αυτων θελει εξερχεσθαι ευχαριστια και φωνη αγαλλομενων και θελω πολλαπλασιασει αυτους και δεν θελουσιν ολιγοστευσει και θελω δοξασει αυτους και δεν θελουσι σμικρυνθη.
Hans Sønner skal blive som fordum, hans Menighed stå fast for mit Åsyn. Jeg hjemsøger alle, som trykker ham.
Και τα τεκνα αυτων θελουσιν εισθαι ως το προτερον, και η συναγωγη αυτων θελει στερεωθη ενωπιον μου, και θελω τιμωρησει παντας τους καταθλιβοντας αυτους.
Hans Fyrste stammer fra ham selv, hans Hersker går frem af hans Midte. Jeg lader ham komme mig nær, han skal nærme sig mig; thi hvem ellers sætter Livet i Vov ved at nærme sig mig? lyder det fra HERREN.
Και ο αρχων αυτων θελει εισθαι εξ αυτων και ο εξουσιαστης αυτων θελει εξερχεσθαι εκ μεσου αυτων και θελω καμει αυτον να πλησιαζη και θελει πλησιαζει εις εμε διοτι τις ειναι ουτος, οστις εγγυαται την καρδιαν αυτου δια να πλησιαζη προς εμε; λεγει Κυριος.
I skal være mit Folk, og jeg vil være eders Gud.
Και θελετε εισθαι λαος μου και εγω θελω εισθαι Θεος υμων.
Se, HERRENs Stormvejr, Vreden er brudt løs, et hvirvlende Stormvejr; det hvirvler hen over de gudløses Hoved.
Ιδου, ανεμοστροβιλος παρα Κυριου εξηλθε με ορμην, ανεμοστροβιλος αφανιζων θελει εξορμησει επι την κεφαλην των ασεβων.
HERRENs glødende Vrede lægger sig ikke, før han har udført og fuldbyrdet sit Hjertes Tanker; i de sidste dage skal I forstå det.
Ο φλογερος θυμος του Κυριου δεν θελει επιστρεψει, εωσου εκτελεση και εωσου εκπληρωση τας βουλας της καρδιας αυτου εν ταις εσχαταις ημεραις θελετε νοησει τουτο.