Deuteronomy 23

Ο εχων τα κρυφια αυτου τεθλασμενα η αποκεκομμενα δεν θελει εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου.
non intrabit eunuchus adtritis vel amputatis testiculis et absciso veretro ecclesiam Domini
Ο νοθος δεν θελει εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου εως δεκατης γενεας αυτου δεν θελει εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου.
non ingredietur mamzer hoc est de scorto natus in ecclesiam Domini usque ad decimam generationem
Αμμωνιτης και Μωαβιτης δεν θελει εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου εως δεκατης γενεας αυτων ουδεποτε θελουσιν εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου.
Ammanites et Moabites etiam post decimam generationem non intrabunt ecclesiam Domini in aeternum
Διοτι δεν σας προυπηντησαν με αρτον και υδωρ εν τη οδω, οτε εξηρχεσθε εξ Αιγυπτου και διοτι εμισθωσαν κατα σου τον Βαλααμ τον υιον του Βεωρ εκ Φεθορα της Μεσοποταμιας, δια να σε καταρασθη.
quia noluerunt vobis occurrere cum pane et aqua in via quando egressi estis de Aegypto et quia conduxerunt contra te Balaam filium Beor de Mesopotamiam Syriae ut malediceret tibi
Αλλα Κυριος ο Θεος σου δεν ηθελησε να εισακουση του Βαλααμ αλλα Κυριος ο Θεος σου μετεβαλε την καταραν εις ευλογιαν προς σε, διοτι Κυριος ο Θεος σου σε ηγαπησε.
et noluit Dominus Deus tuus audire Balaam vertitque maledictionem eius in benedictionem tuam eo quod diligeret te
Δεν θελεις ζητησει την ειρηνην αυτων ουδε την ευτυχιαν αυτων πασας τας ημερας σου εις τον αιωνα.
non facies cum eis pacem nec quaeres eis bona cunctis diebus vitae tuae in sempiternum
Δεν θελεις βδελυττεσθαι τον Ιδουμαιον, διοτι ειναι αδελφος σου δεν θελεις βδελυττεσθαι τον Αιγυπτιον, διοτι εσταθης ξενος εν τη γη αυτου.
non abominaberis Idumeum quia frater tuus est nec Aegyptium quia advena fuisti in terra eius
Τα παιδια, οσα γεννηθωσιν εξ αυτων, θελουσιν εισελθει εις την συναγωγην του Κυριου εν τη τριτη γενεα αυτων.
qui nati fuerint ex eis tertia generatione intrabunt ecclesiam Domini
Οταν εκστρατευης επι τους εχθρους σου, φυλαττου απο παντος κακου πραγματος.
quando egressus fueris adversus hostes tuos in pugnam custodies te ab omni re mala
Εαν ηναι εν μεσω σου ανθρωπος, οστις δεν ειναι καθαρος, εκ τινος συμβαντος εις αυτον την νυκτα, θελει εξελθει εξω του στρατοπεδου, δεν θελει εισελθει εντος του στρατοπεδου
si fuerit inter vos homo qui nocturno pollutus sit somnio egredietur extra castra
και προς την εσπεραν θελει λουσθη εν υδατι και δυνοντος του ηλιου θελει εισελθει εντος του στρατοπεδου.
et non revertetur priusquam ad vesperam lavetur aqua et post solis occasum regredietur in castra
Και θελεις εχει τοπον εξω του στρατοπεδου και θελεις εξελθει εκει εξω
habebis locum extra castra ad quem egrediaris ad requisita naturae
και θελεις εχει πτυαριον μικρον μεταξυ των οπλων σου και οταν καθησαι εξω, θελεις σκαπτει δι αυτου, και θελεις στρεψει και σκεπασει το εξερχομενον απο σου.
gerens paxillum in balteo cumque sederis fodies per circuitum et egesta humo operies
Διοτι Κυριος ο Θεος σου περιπατει εν μεσω του στρατοπεδου σου, δια να σε ελευθερωση και δια να παραδωση τους εχθρους σου εμπροσθεν σου δια τουτο θελει εισθαι αγιον το στρατοπεδον σου δια να μη βλεπη ακαθαρσιαν τινα εν σοι, και αποστρεψη απο σου.
quo relevatus es Dominus enim Deus tuus ambulat in medio castrorum ut eruat te et tradat tibi inimicos tuos ut sint castra tua sancta et nihil in eis appareat foeditatis nec derelinquat te
Δεν θελεις παραδωσει δουλον εις τον κυριον αυτου, οστις κατεφυγεν απο του κυριου αυτου προς σε
non trades servum domino suo qui ad te confugerit
μετα σου θελει κατοικει, εν μεσω σου, εις οντινα τοπον εκλεξη, εν μια των πυλων σου οπου αρεσκη εις αυτον δεν θελεις καταδυναστευσει αυτον.
habitabit tecum in loco qui ei placuerit et in una urbium tuarum requiescet nec contristes eum
Πορνη δεν θελει υπαρχει εκ των θυγατερων Ισραηλ, ουδε θελει εισθαι κιναιδος εκ των υιων Ισραηλ.
non erit meretrix de filiabus Israhel neque scortator de filiis Israhel
Δεν θελεις φερει πληρωμην πορνης ουδε μισθωμα κυνος, εις τον οικον Κυριου του Θεου σου, δι ουδεμιαν ευχην διοτι αμφοτερα ταυτα ειναι βδελυγμα εις Κυριον τον Θεον σου.
non offeres mercedem prostibuli nec pretium canis in domum Domini Dei tui quicquid illud est quod voverint quia abominatio est utrumque apud Dominum Deum tuum
Δεν θελεις δανειζει εις τον αδελφον σου χρηματα επι τοκω, τροφας επι τοκω, ουδεν πραγμα δανειζομενον επι τοκω.
non fenerabis fratri tuo ad usuram pecuniam nec fruges nec quamlibet aliam rem
Εις τον ξενον δυνασαι να τοκιζης εις τον αδελφον σου ομως δεν θελεις τοκισει δια να σε ευλογη Κυριος ο Θεος σου εις πασας τας επιχειρησεις σου, επι της γης, εις την οποιαν υπαγεις δια να κληρονομησης αυτην.
sed alieno fratri autem tuo absque usura id quod indiget commodabis ut benedicat tibi Dominus Deus tuus in omni opere tuo in terra ad quam ingredieris possidendam
Οταν ευχηθης ευχην προς Κυριον τον Θεον σου, δεν θελεις βραδυνει να αποδωσης αυτην διοτι Κυριος ο Θεος σου θελει εξαπαντος εκζητησει αυτην παρα σου, και θελει εισθαι αμαρτια εις σε.
cum voveris votum Domino Deo tuo non tardabis reddere quia requiret illud Dominus Deus tuus et si moratus fueris reputabit tibi in peccatum
Εαν ομως δεν θελης να ευχηθης, δεν θελει εισθαι αμαρτια εις σε.
si nolueris polliceri absque peccato eris
Ο, τι εξελθη εκ των χειλεων σου θελεις φυλαξει, και θελεις εκτελεσει καθ ον τροπον ευχηθης εις Κυριον τον Θεον σου την αυτοπροαιρετον προσφοραν, την οποιαν υπεσχεθης δια στοματος σου.
quod autem semel egressum est de labiis tuis observabis et facies sicut promisisti Domino Deo tuo et propria voluntate et ore tuo locutus es
Οταν εισερχησαι εις τον αμπελωνα του πλησιον σου, δυνασαι να τρωγης σταφυλια κατα την ορεξιν σου, εωσου χορτασθης εις το αγγειον σου ομως δεν θελεις βαλει.
ingressus vineam proximi tui comede uvas quantum tibi placuerit foras autem ne efferas tecum
Οταν εισερχησαι εις τα σπαρτα του πλησιον σου, δυνασαι να αποσπας δια της χειρος σου ασταχυα δρεπανον ομως δεν δυνασαι να βαλης εις τα σπαρτα του πλησιον σου.
si intraveris in segetem amici tui franges spicas et manu conteres falce autem non metes