Psalms 59

Εις τον πρωτον μουσικον, επι Αλ−τασχεθ, Μικταμ του Δαβιδ, οτε εστειλε ο Σαουλ, και παρεφυλαττον την οικιαν αυτου δια να θανατωσωσιν αυτον. Ελευθερωσον με εκ των εχθρων μου, Θεε μου υπερασπισον με απο των επανισταμενων επ εμε.
För sångmästaren; »Fördärva icke»; en sång av David, när Saul sände och lät bevaka hans hus för att döda honom.
Ελευθερωσον με απο των εργαζομενων την ανομιαν και σωσον με απο ανδρων αιματων.
 Rädda mig, min Gud, från mina fiender,  beskydda mig för mina motståndare.
Διοτι, ιδου, ενεδρευουσι την ψυχην μου δυνατοι συνηχθησαν κατ εμου ουχι, Κυριε, δια ανομιαν μου ουδε δια αμαρτιαν μου
 Rädda mig från ogärningsmännen,  och fräls mig från de blodgiriga.
χωρις να υπαρχη εν εμοι ανομια, τρεχουσι και ετοιμαζονται. Εξεγερθητι εις συναντησιν μου και ιδε.
 Ty se, de ligga i försåt för mig;  grymma människor rota sig samman mot mig,  utan någon min överträdelse      eller synd, o HERRE.
Συ λοιπον, Κυριε ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ, εξυπνησον δια να επισκεφθης παντα τα εθνη. Μη ελεησης μηδενα εκ των δολιων παραβατων. Διαψαλμα.
 Utan någon min missgärning      löpa de fram och göra sig redo;  vakna upp, kom mig till mötes,      och se härtill.
Επιστρεφουσι το εσπερας υλακτουσιν ως κυνες και κυκλουσι την πολιν.
 Ja, du HERRE Gud Sebaot,      Israels Gud,  vakna och hemsök alla hedningar,  hemsök utan nåd alla trolösa ogärningsmän.  Sela.
Ιδου, αυτοι εκχεουσι λογους δια του στοματος αυτων ρομφαιαι ειναι εις τα χειλη αυτων επειδη λεγουσι, Τις ακουει;
 Var afton komma de tillbaka,  de tjuta såsom hundar      och stryka omkring i staden.
Αλλα συ, Κυριε, θελεις γελασει επ αυτους θελεις μυκτηρισει παντα τα εθνη.
 Se, deras mun flödar över,  svärd äro på deras läppar,      ty »vem skulle höra det?»
Εν τη δυναμει αυτων επι σε θελω ελπιζει διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου.
 Men du, HERRE, ler åt dem;      du bespottar alla hedningar.
Ο Θεος του ελεους μου θελει με προφθασει ο Θεος θελει με καμει να ιδω την εκδικησιν επι τους παραφυλαττοντας με.
 Mot deras makt vill jag hålla mig till dig,      ty Gud är min borg.
Μη φονευσης αυτους, μηποτε λησμονηση αυτο ο λαος μου διασκορπισον αυτους εν τη δυναμει σου και ταπεινωσον αυτους, Κυριε, η ασπις ημων.
 Min Gud kommer mig till mötes med sin nåd,  Gud låter mig se med lust på mina förföljare.
Δια την αμαρτιαν του στοματος αυτων, δια τους λογους των χειλεων αυτων, ας πιασθωσιν εν τη υπερηφανια αυτων και δια την καταραν και το ψευδος, τα οποια λαλουσι.
 Dräp dem icke,      på det att mitt folk ej må förgäta det;  låt dem genom din kraft driva ostadiga omkring,  och slå dem ned,      du vår sköld, o Herre.
Καταστρεψον αυτους, εν οργη καταστρεψον αυτους, ωστε να μη υπαρχωσι και ας γνωρισωσιν οτι ο Θεος δεσποζει εν Ιακωβ, εως των περατων της γης. Διαψαλμα.
 Vart ord på deras läppar      är en synd i deras mun.  Må de fångas i sitt högmod,  genom den förbannelse och lögn som de tala.
Ας επιστρεφωσι λοιπον το εσπερας, ας υλακτωσιν ως κυνες και ας περικυκλωσι την πολιν.
 Förgör dem i vrede,      förgör dem, så att de ej mer äro till;  och må de förnimma      att det är Gud som råder i Jakob,      allt intill jordens ändar.  Sela.
Ας περιπλανωνται δια τροφην και αν δεν χορτασθωσιν, ας γογγυζωσιν.
 Ja, var afton komma de tillbaka,  de tjuta såsom hundar      och stryka omkring i staden.
Εγω δε θελω ψαλλει την δυναμιν σου, και το πρωι θελω υμνολογει εν αγαλλιασει το ελεος σου διοτι εγεινες προπυργιον μου και καταφυγιον εν τη ημερα της θλιψεως μου.
 De driva omkring efter rov;  om de icke bliva mätta, så stanna de kvar över natten.
Ω δυναμις μου, σε θελω ψαλμωδει διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου, ο Θεος του ελεους μου.
 Men jag vill sjunga om din makt  och jubla var morgon över din nåd;  ty du var för mig en borg  och en tillflykt, när jag var i nöd. [ (Psalms 59:18)  Min starkhet, dig vill jag lovsjunga,  ty Gud är min borg,      min nåderike Gud. ]